Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Εν Αθήναις....Πατήσια-Λαμπρινή και πέρα




Πολύ παλιά φωτογραφία...Πατήσια ....μετά τον Εμφύλιο και την Ούλεν παραπέρα με όσα έγιναν και εκεί.
Έκοβαν λαιμούς σαν να ήταν κοτόπουλα....αραδιασμένα τα πτώματα και περνούσαν οι συγγενείς να τα αναγνωρίσουν.
Ο γείτονας ήταν τυχερός γιατί αναγνώρισε τον πατέρα του από το καπέλο...
ήταν αστυνομικός εκεί στο τμήμα στο Γαλάτσι...
Τώρα τι θυμήθηκα θα μου πείς αλλά όταν πήγαινες επισκέψεις εκείνα τα χρόνια αυτά άκουγες και το περίεργο ήταν ότι στο ίδιο τραπέζι ήταν φίλοι και γείτονες και από τις δύο παρατάξεις.
Τσακωμούς δεν θυμήθηκα παρά μόνον αναμνήσεις τους και αναστεναγμούς και άντε εβίβα και οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.
Η φωτογραφία  συμπτωματικά  είναι τραβηγμένη κοντά από το
 σπίτι-παράγκα του θείου ...εξοχικό το λέγαμε γελώντας.
Ευθεία ο δρόμος που βλέπουμε σε έβγαζε στον ηλεκτρικό στα Άνω Πατήσια δηλαδή κάποια τσιγάρα δρόμος και χωρίς να βρέχει γιατί διαφορετικά πήγαινες γρηγορότερα γιατί σε έσπρωχνε το νερό.
Εκεί και το φουγάρο ...δούλευε κόσμος...φιάχνανε οικοδομικά υλικά...
Τι αναπνέανε και αυτοί οι άνθρωποι αλλά δεν είχαν παράπονο παρά μόνον βήχα...
Δεν υπήρχαν πολυκατοικίες...αργότερα άρχισε ο οργασμός του εργολάβου με τα δάνεια που μοιράζανε οι τράπεζες.
Η μια μονοκατοικία πρώην παράγκα πίσω από την άλλη έπεφταν υπέρ ορόφων...
"...να πάρω ένα τριαράκι  και μια γκαρσονιέρα ....να παντρέψω την κόρη να μείνω στο άλλο..."
Να και εκκλησία ο Άγιος Ανδρέας....να και το γηπεδάκι του Πατησιακού μπροστά από το θερινό σινεμά ΑΓΑΠΗ με ταινίες ποιότητος και αγιόκλημα όπου κρυβόντουσαν οι τζαμπατζήδες.
Νοικοκυρεύτηκε και η γειτονιά του θείου....έπεσαν οι παράγκες έγιναν τα εξ αδιαιρέτου
και φυλάγαμε τσίλιες τις Κυριακές που γινόντουσαν τα χτισίματα μήπως έρθει πολιτσμάνος και πάει στο αυτόφωρο τον εργολάβο κομάντο ειδικό στα άνευ αδείας.
Δεν βαριέσε...κάτι πληρώσανε μετά και έγιναν όλα νόμιμα.
Ωραία χρόνια !

Πίσω στα παλιά

Εν Αθήναις....παλιά γειτονιά...παλιοί γείτονες


φωτο αρχείο Νίκου Θεοδοσίου.

Τέρμα Πατησίων....άλλη μια παλιά γειτονιά ενός περιπλανώμενου Αθηναίου...
Αλυσίδα...Αγία Βαρβάρα με την υπέροχη εκκλησία...το θερινό σινεμά ΚΑΜΕΛΙΑ
με ηλικία....1940-1978.
Πρώην θέατρο δηλαδή προπολεμικά....ιστορία σου λέω και ήσουνα από τους
τυχερούς μόλις καλοκαίριαζε μαζί με την παρέα να είσαι...στην πρεμιέρα.
Απλός ο λόγος...πήγαινε η τσακαλοπαρέα και έβαζε στην σειρά τις πάνινες
καρέκλες ή καλύτερα τις τύπου σκηνοθέτη και καθάριζε τα χαλίκια.
Και χαρτζιλίκι και ελευθέρας....μπερικέτια δηλαδή.
Κάθε Κυριακή στην λειτουργία στην Αγία Βαρβάρα και στα σκαλοπάτια της
η μόνιμη φιγούρα της Αρηνούλας.
Ζητιάνευε η φουκαριάρα....ένα κουβαράκι ήταν και που καθότανε και που περπατούσε.
"Αρηνούλα με λένε (Ειρήνη)..."
Στα μαύρα και να δίνει συνέχεια ευχές....
Ευτυχώς υπήρχαν άνθρωποι....σε μια αυλή ένα δωμάτιο γι αυτήν και στο μαγέρικο
της κυρα Ελευθερίας λίγο παραπέρα κάθε ημέρα ένα πιάτο φαϊ.
Αυτό μπορούσε και αυτή....σπιτωμένη ήταν από τον ταβερνιάρη και έμενε
σε ένα άλλο καμαράκι στην αυλή της ταβέρνας με τον τύρανο που καθημερινά
την απειλούσε ότι θα την διώξει.
Ρε μελαγχολία με τα παλιά !
Και απέναντι το μεγαλοψιλικατζίδικο που και τι δεν είχε μέσα.
Αλλά καλοκαιράκι έρχεται και πίσω στην ΚΑΜΕΛΙΑ Σάββατο βράδυ με τα
καλυτερότερα ντυμένοι για την ταινία.
Αν ήταν Ελληνική και κωμωδία το γέλιο της αρκούδας....κάποιοι την είχαμε
μάθει απ΄έξω και προλαβαίναμε τις ατάκες.
Αν ήταν ξένη και κλαφτερή βλέπε Ινδική τότε το μαρτύριο της αρκούδας
με τους....υποβολείς.
Δεν ήταν μικρό το ποσοστό τότε αυτών που και γράμματα δεν γνώριζαν οπότε
υπήρχε μια αναταραχή και συνεχώς άκουγες...."....σσσσσστ".
Ο φούρνος....παραπάνω από την "βίλα υπόγειο" ...του κυρ Μήτσου...
Χοντρός με την άσπρη ποδιά που φορούσε από τον λαιμό αλλά που δεν ήταν
άσπρη...προς το χρώμα του κάρβουνου έφερνε.
Δεν τον θυμήθηκα χωρίς αυτήν και κάποτε που τον είδαμε με κοστούμι
σε κηδεία εκεί στο Β΄νεκροταφείο δίπλα στο γήπεδο του Απόλλωνα...δεν τον
γνωρίσαμε.
Ψωμιά οκαδιάρικα και τσιγκούνης στο κομματάκι που έπρεπε να βάζει
όταν το ζύγιζε και έτσι και έβαζε ήταν συνήθως μπαγιάτικο.
Ζεμάταγε λοιπόν η οκαδιάρικη και σου την έδενε με ένα σπάγγο στην μέση
για να την πάς σπίτι.
Άνοιξε λοιπόν στο Τέρμα ένας μοντέρνος φούρνος για την εποχή που είχε
και άλλα εκτός από ψωμί.
Τυρόπιτες...μπουγάτσες ξεγυρισμένες....και οι φρατζόλες με σουσάμι παρακαλώ.
Οπότε ο κυρ-Μήτσος κράτησε αυστηρά τους κοντινούς σε αυτόν που από ντροπή
πήγαιναν και ψώνιζαν γιατί μόνο απουσιολόγιο δεν κρατούσε.
Ωραίες παλιές εικόνες σε δύσκολα χρόνια αλλά ανθρώπινα. 

Αγιος Νεκτάριος- θαύμα -μέρος 1ο

189 χρόνια από την κοίμηση του Παλαιών Πατρών Γερμανού

palaionpatron


Του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

Βρισκόμαστε στα 1824. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός επιστρέφει στην Ελλάδα απ’ την Ιταλία. Τον είχε στείλει η Συνέλευση της Επιδαύρου στον πάπα και στην αυλή της Ρώμης, για ν’ αναπτύξει φιλικές σχέσεις, πριν δυο χρόνια.
Εργάστηκε εκεί με απαράμιλλο ζήλο και παρά τις αντιξοότητες και τις εχθρικές διαθέσεις του πρώην μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου, καταφέρνει ν’ αλλάξει την εχθρική στάση πολλών παραγόντων της Ιταλίας έναντι της επαναστατημένης χώρας μας.
Φροντίζει και για την χορήγηση δανείου, μα δεν τα καταφέρνει.
Δάνειο δε χορηγεί η Ιταλία, μα η Αγγλία. Μα αυτό δεν διατίθεται «εις τας πραγματικάς ανάγκας της πατρίδος, αλλά εις χείρας αρπάγων», όπως γράφει ο ίδιος. Και προσθέτει: «Τι ωφελούν τα χρήματα μη καλώς οικονομηθέντα;»
Πληροφορείται ο Γερμανός πως τα χρήματα του δανείου όχι μόνο κατασπαταλούνται άσκοπα από τους άρπαγες, αλλά γίνονται αιτία και για εμφύλιο σπαραγμό. Η διχόνοια έχει ριζώσει στις καρδιές των κυβερνώντων και η αναστημένη μόλις πατρίδα μας κινδυνεύει ξανά να νεκρωθεί.
Ανησυχεί και θλίβεται, βλέποντας τον μεγάλο κίνδυνο. Γράφει και νουθετεί για να αποτρέψει τον μεγάλο κίνδυνο του έθνους, σε «άνδρας, τους οίακας ολοκλήρου του έθνους διοικούντας και πείραν έχοντας» και συστήνει εις ομόνοιαν αλλά εκείνοι έρχονται στα μαχαίρια για τη μοιρασιά του θησαυρού.
Αυτό τον αναγκάζει να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα αφήνοντας την πετυχημένη του αποστολή να προπαγανδίζει σε δικούς μας και ξένους στην Ιταλία για τα δίκαια του Αγώνα μας. Φτάνει στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1824.
Αποβιβάζεται στη Γαστούνη και τα πρώτα νέα που μαθαίνει είναι απελπιστικά. Ολόκληρος ο Μοριάς έχει μεταβληθεί σ’ ένα τεράστιο καζάνι που βράζουν τα πιο φοβερά πάθη. Τον τραντάζει ο σίφουνας του εμφυλίου σπαραγμού.
Προσπαθεί και πάλι με την πειθώ και την ασυνήθιστη ευγλωττία του να κατασιγάσει τα πάθη, νουθετώντας εχθρούς και φίλους.
Παρακαλεί, εξορκίζει τον καθένα απ’ τους ηγέτες χωριστά, αλλά χαμένος κόπος.
Και τότε θλιμμένος, απογοητευμένος και αηδιασμένος, φεύγει για τα Νεζερά και από το μοναστήρι της Χρυσοποδαρίτισσας παρακολουθεί με πίκρα τον σπαραγμό του έθνους.
Από το μοναστήρι που βρίσκεται ο Γερμανός, δεν ανακατεύεται σε τίποτα. Δεν παίρνει το μέρος καμιάς από τις αλληλοσπαραζόμενες φατρίες. Εκείνες όμως υπολογίζουν την προσωπικότητα του.
Ο Κωλέτης και ο Παπαφλέσας φοβούνται τη δύναμη του και ανησυχούν ιδιαίτερα. Δε βγαίνει απ’ το νου τους η παλιά συνεργασία του Γερμανού με τους εχθρούς τους, Ζαίμη και Λόντο, με τους οποίους παλιότερα είχαν αποτελέσει την «Αχαϊκή τριανδρία».
Και γι’ αυτό, όπως γράφει ο Σπ. Μελάς, ο πρώτος (Κωλέτης) ακούει με πολλή ευχαρίστηση τις διαβολές των εχθρών του Γερμανού και ο δεύτερος -ο Παπαφλέσσας- δεν εναντιώνεται στον κατατρεγμό του». Και τα πάθη βρίσκουν εφαρμογή.
Έτσι μια παγωμένη γεναριάτικη νύχτα εκείνης της χρονιάς, ένα στρατιωτικό απόσπασμα με επικεφαλής τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο, σταλμένο από το Γκούρα, χτυπάει την πόρτα του κελιού του μοναστηριού της Χρυσοποδαρίτισσας, όπου έμεινε ο Γερμανός. Μπαίνουν μέσα, αρπάζουν τα λεφτά του και ό,τι άλλο πολύτιμο βρίσκουν, ακόμα και τα άμφια του και ύστερα δεμένον και πεζό τον παίρνουν μαζί τους από χωριό σε χωριό, και τον πάνε στο Γκούρα. Διηγείται ο αυτόπτης μάρτυρας Βέριος για το μαρτύριο εκείνο του Γερμανού: «Περί τα τέλη του 1825, αρχάς του χειμώνος, απέρασεν από το χωρίον Δροβολοτόν του Α. Τζούνη, επαρχίας Καλαβρύτων, ο Νικολέτος Σοφιανόπουλος μ’ ένα μέρος στρατιωτών, φέρων μαζί του τον επίσκοπον Παλαιών Πατρών Κύριον Γερμανόν, τον οποίον εσυνέλαβεν εις ένα μοναστήριον των Νεζερών, δια διαταγής του στρατηγού Γκούρα, ως κακούργον και ως τοιούτον τον έφεραν πεζόν εις το Δροβολοτόν και τον εφύλαττον, μήπως φύγη. Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εσέβοντο πολύ τον ειρημένον Κύριον Γερμανόν, δια τούτο η μήτηρ μου Μαρία, αδελφή του Α. Τζούνη, εκάθησεν όλη την νύχτα και έκαμε επίτηδες παξιμάδι δια να το δόση κρυφίως εις τον Κύριον Γερμανόν εις τον δρόμον. Ο δε πατήρ μου επιθυμούσε να δόση το άλογόν του εις τον Κύριον Γερμανόν, να υπάγη και ο ίδιος εις την Δίβρην, δίνοντας με και έν γράμμα προς τον εκεί αδελφόν του Ασ. Βέριον, να περιποιηθή όπως ημπορέση τον Σεβαστόν Γερμανόν. Τέλος ανεχωρήσαμεν από το Δροβολοτόν προς το μεσημέριον και εφθάσαμεν εις την Νουσάν, χωρίον Κυλληνίας. Εις όλον το διάστημα της οδοιπορίας, έβρεχεν επάνω μας χιονόνερο. Την ακόλουθον ημέραν ανεχωρήσαμεν προς την Δίβρην, όπου αναγκασμένος να περιπατή πεζός ο Σ. Γερμανός, επειδή ο δρόμως ήτο χιονοσκέπαστος».
Έχομε όμως και τη μαρτυρία για το ταξίδι εκείνο του ίδιου του Γερμανού, από ένα γράμμα που στέλνει κρυφά από τη Δίβρη προς την κυβέρνηση: «Αίφνης σήμερον – γράφει – ήλθον τίνες στρατιώται του Γκούρα και με ήρπασαν ως κατάδικον. Αν είναι διαταγή της κυβερνήσεως – καθότι τοιαύτη δεν μοι επαρουσιάσθη – ή του Γκούρα, ας γράψη προς τούτον να με αφήση να έλθω αυτόσε, ίνα απολογηθώ, αν έσφαλα κατά τι. Ειδεμή, ας με αφήση ελεύθερον».
Από τη Δίβρη τον πάνε στη Γαστούνη όπου, όπως σημειώνει ο Βέριος: «έπαθε πολλά από την κακομεταχείριση των στρατιωτών».
Τον πίεζαν να τους φανερώσει αν έχει άλλα χρήματα και άλλα πράγματα, για να του τα πάρουν.
Ευτυχώς που πέθανε κείνες τις μέρες ο αρχιβασανιστής του Σοφιανόπουλος, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο που θεωρήθηκε σαν θεία τιμωρία: «Ω του θαύματος!» σημειώνει ο Βέριος. «Ενώ ο κ. Σοφιανόπουλος έχαιρεν άκρας υγείας, εξεκενώθη όλον του το αίμα από λυσεντερίαν και εντός τεσσάρων ημερών απέθανε. Το εφνήδιον τούτο συμβάν, έφερε τον Γκούραν και τους στρατιώτας εις συναίσθησιν και έπαυσαν από του να τον κακομεταχειρίζονται, φοβούμενοι μην τυχόν πάθουν τα αυτά και εκείνοι».
Το μαρτύριο του Γερμανού σταμάτησε. Ίσως πράγματι να έπαιξε ρόλο ο θάνατος του Σοφιανόπουλου, ίσως να ήταν αυτή η παραγγελιά της κυβέρνησης, σίγουρα όμως συνετέλεσε σ’ αυτό η γενναία θέση ενός παλικαριού, του Σουλιώτη Δράκου, που παρουσιάστηκε στον Γκούρα και του είπε θαρρετά πως, ήταν ντροπή στ’ άρματα τους να φέρνονται έτσι σ’ έναν ιεράρχη.
Στο μεταξύ, ο Ιμπραήμ αλωνίζει το Μοριά και η Επανάσταση ψυχοραγεί. Ο Γερμανός βλέπει τον κίνδυνο και γράφει παντού, συνιστώντας ομόνοια και θάρρος.
Σ’ ένα γράμμα του στους πατριώτες του Δημητσανίτες, που του ζητούν τη συμβουλή του, γράφει ανάμεσα στα άλλα και τούτα:
«Όσον δε περί της συμβουλής που μου ζητάτε, εις τοιαύτας περιστάσεις μηδέ και ημείς τι να σας συμβουλεύσωμεν δεν ηξεύρομεν. Ημείς λέγομεν, αν το εγκρίνετε και η τιμιότης σας, ν’ ασφαλίσετε τας φαμίλλιας σας εις ένα τόπον οχυρόν, φθάνει να έχετε τα αναγκαία και να είστε και αρκετά άρματα, να είστε προσεκτικοί και εις μίαν έφοδον του εχθρού, παρατηρούντες μακρόθεν τα κινήματα του, ν’ αντιπαραταχτήτε όλοι ενωμένοι, και όχι μόνον τας φαμίλλιας σας θέλετε διασώσει από την αιχμαλωσίαν, αλλά και τους εχθρούς θέλετε τρέψει εις φυγήν, μάλιστα όπου οι εχθροί δεν διαμένουν πολύ εις κανέν μέρος, αλλ’ είναι περαστικοί- το να καταλήγετε δε εις άλλο μέρος, είναι και δύσκολον και δια τα δεινά του δρόμου και αχρειότητα των ανθρώπων και δια τους πτωχούς πατριώτας, δεν θέλουν ημπορέσει ν’ ακολουθήσουν, επειδή και ο τρόπος και όλα τα βοηθητικά μέσα λείπουν… Προσέτι πρέπει, ως καλοί χριστιανοί οπού είστε, επειδή και μερικοί από τους πατριώτας και λοιπούς χριστιανούς είναι πτωχοί και δεν έχουν μήτε πόρον οικονομίας, οι έχοντες να τους συνδράμετε και να τους βοηθήσετε ό,τι δύναται έκαστος, εις αυτάς τας περιστάσεις».
Δεν άργησαν οι κυβερνώντες να καταλάβουν την αδικία που έκαναν σε βάρος του Ιεράρχη Γερμανού. Έδωσαν διαταγή να αφεθεί ελεύθερος.
Και κείνος δε μνησικάκησε σε βάρος κανενός. Όλους τους συγχώρησε και όλα τα ξέχασε. Στο μεταξύ, η τρίτη συνέλευση της Επιδαύρου τον διορίζει πρόεδρο μιας επιτροπής, που κανόνιζε όλα τα σχετικά με τα δάνεια και τις εξωτερικές βοήθειες του έθνους.
Αυτή θα οργάνωνε και την νέα εθνική συνέλευση. Με πάθος και αφοσίωση αφιερώθηκε ο Επίσκοπος Γερμανός και στη νέα του αποστολή.
Εργαζόταν νυχτόημερα για να αντιμετωπισθούν οι μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζονταν. Έτσι εξαντλημένος από κόπους, αγρυπνίες και στενοχώριες, πέφτει βαρέιά άρρωστος από εξανθηματικό τύφο, που θέριζε τότε το Ναύπλιο.
Και το μοιραίο δεν αργεί. Πεθαίνει στις 30 Μαίου 1826 τη νύχτα. Η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος» έγραψε την άλλη μέρα την είδηση: «Κατά την 30 Μαΐου την νύκτα, επλήρωσε το κοινόν χρέος, μετά ολίγων ημερών ασθένειαν, ο πανιερώτατος μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Κύριος Γερμανός και την 31 ετάφη λαμπρώς και εκκλησιαστικώς και πολιτικώς. Η πατρίς εστερήθη ενός καλού πολίτου και η επιτροπή της Συνελεύσεως έχασε τον πρόεδρόν της. Ο καλός ούτος πατριώτης εφάνη πολλάκις χρήσιμος εις την πατρίδα και δια της φρονήσεως, της παιδείας και της υπολήψεώς του, συνήργησε εις πολλών καλών κατόρθωσιν. Λυπούμεθα ότι δεν γνωρίζομεν τας περιστάσεις του βίου του Πατρός, δια να ομιλήσωμεν διεξοδικώτερον περί τούτου».
Ο Παπούλιας στα «Απομνημονεύματα» γράφει πως: «ο ιεράρχης απέθανε εξ υπέρμετρου δόσεως ιατρικού της εμετικής τρυγός. Το τοιούτον διήγειρεν υπόνοιαν περί δηλητηριάσεως, ήτις ενισχύθη έπειτα και εκ του ότι ο Γιάννης, ο καφεντζής του, πιστός αυτού υπηρέτης, απώλετο δολοφονηθείς μετ’ ου πολύ, εις Γαστούνην, άδηλον παρα τίνος, και εκ τούτου, ενισχύθη η υπόνοια, ότι και τούτο ίσως εγένετο προς εξάλειψιν πάσης ενδεχομένης αποκαλύψεως».
Η παραπάνω εκδοχή δεν έχει επιβεβαιωθεί, δεν είναι όμως και απίθανο να συνέβη κάτι τέτοιο, αν υπολογιστεί το μίσος που έδειξαν κάποιοι εχθροί του και στον τρόπο που θα γινόταν η κηδεία του ιεράρχου.
Γράφει σχετικά ο Παπούλιας:
«Γενομένου λόγου περί της κηδείας αυτού, (του Γερμανού) ως προέδρου της εθνοσυνελεύσεως, καθ’ ο δε και αρχιερεύς, κατά τας δια τους τοιούτους εκκλησιαστικά έθιμα, να κηδευθή εις τον καθεδρικόν ναόν του εν Ναυπλίω Αγίου Γεωργίου, πολλοί τίνες, φθονερώς προς αυτόν και δυσμενώς δι’ αντιπολίτευσιν διακείμενοι, κατέκρινον και εμπόδιζον τούτο και άλλοι ηδιαφόρουν, ώστε εκινδύνευσε να στερηθή ο νεκρός αυτού, της επιταφίου εκείνης συνήθους εκκλησιαστικής τιμής και η κοινή γνώμη να προσβληθή».
Πρόλαβαν όμως αυτό το κακό οι στρατιωτικοί που κατάγονταν απ’ τα Εφτάνησα και σήκωσαν ανταρσία, απαιτώντας να γίνει η κηδεία του ιεράρχη όπως έπρεπε1 και έγινε. Το ξόδι του, το ακολούθησαν με δάκρυα στα μάτια πλήθη λαού. Ιδιαίτερα οι αναρίθμητοι ευεργετημένοι απ’ αυτόν. Ο Ανδρέας Ζαίμης «εθρήνησε τον θάνατον του μέχρι κοπετού».
Όταν σε λίγες μέρες οι κληρονόμοι του άνοιξαν το μπαούλο του, όπου έκρυβε τα χρήματα, βρήκαν μονάχα εικοσιέξη χρεωστικές ομολογίες- τίποτε άλλο. Και το τελευταίο του γρόσι, όπως γράφει ο Σ. Μελάς, το είχε δανείσει σε φίλους.
Συγκεκριμένα βρέθηκαν: «I ποσάδα ασημένια από εν κουτάλι, εν πηρούνι και εν μαχαίρι. Ένας σταυρός χρυσός. Δύο ταμπακιέρες χρυσές. Ένας μικρός φάκελλος και εν καλαμάρι ασημένιον. Περιείχε ο φάκελλος 26 χρεωστικές ομολογίες διαφόρων ατόμων».
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993. & Ορθόδοξη Πορεία

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Δημήτριος Νατσιός, Κι απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των αγίων τα ιερά...



Κι απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των αγίων τα ιερά...
«...Και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν» Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος
Στο γόνατο αποκεφαλίζουν κόσμο, δεν υπάρχει κτηνωδία που δεν διαπράττουν, τρόμος επικρατεί στις δυτικές πόλεις, μήπως εμφανισθεί κάποια αγέλη-ή μοναχικός λύκος- και επιδοθεί σε σκοποβολή επί δικαίων και αδίκων, όμως σιγούν ιχθυοπρεπώς οι θιγμένοι, από την λαϊκή ευσέβεια, τζιτζιφιόγκοι του ψευτοπροοδευτισμού. Δειλά και τρομαγμένα ανθρωπάκια, όταν πρόκειται γιά το Ισλάμ, λεονταρισμοί και διαβολές όταν προβάλλεται η πίστη του Χριστού. Άθεοι και ασεβείς από τα γεννοφάσκια τους, παθαίνουν ψύχωση όταν βλέπουν ότι τούτος ο κατασυκοφαντημένος και εξαπατημένος λαός κρύβει, όπως η ανοιξιάτικη γη τον σάπιο σπόρο, το πατροπράδοτο σέβας, την εμπιστοσύνη στην αγία Ορθοδοξία.

Και επειδή δεν πάσχω από την αίρεση του... «ονοματοκρυπτισμού», όπως την ονομάζει ο πολιός και αξιοσέβαστος δάσκαλος μας πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, δεν κρύβω ονόματα μιλώντας γενικώς και ασαφώς, απαριθμώ:
Κάποιος Ψαριανός, βουλευτής, του γεμάτου αναθυμιάσεις «Ποταμιού» με σκουλαρίκι στο αυτί και με μάτι που γυαλίζει από το μίσος για την Εκκλησία, ειρωνευόταν, ο ανεμιαίας συμπεριφοράς πολιτικάντης, τις χιλιάδες Ελλήνων, που έσπευσαν προς προσκύνησιν των ιερών λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας. (Κρύβουν κάτι τέτοιοι, κάτω από το κέλυφος του δήθεν αριστερού, την φασιστική τους νοοτροπία. Ενώ όλη τους η βιοτή, βρομάει από πάνω μέχρι κάτω, ότι είναι τυχοδιώκτες και τίποτε άλλο. Η ίδια θλιβερή ιστορία κάποιων, που τα νιάτα τους, τα μοναδικά και ανεπανάληπτα, τα αφιέρωσαν στην ενσάρκωση της μαρξιστικής ιδέας, η οποία αποδείχθηκε όχι απλώς ένα πελώριο φιάσκο, αλλά τερατογονία. Όμως αφού «άντεξαν στα βασανιστήρια, λύγισαν στις προσφορές».
Μόλις αναρριχήθηκαν, εγκαταλείποντας το «αδειανό πουκάμισο» της ιδέας, και γεύτηκαν τα καλούδια της «μπουρζουαζίας», ρίχτηκαν με μανία στην απόλαυσή τους. Όπως έλεγε και ένας ήρωας του Κούντερα «η πιο θλιβερή ανακάλυψη της ζωής μου υπήρξε ότι οι διωκόμενοι δεν είναι καλύτεροι από τους διώκτες». Το μόνο που διατηρούν, ως αναλαμπή από τα ανεόρταστα νιάτα τους, είναι η εκκλησιομαχία. Μπαζώνουν την συνείδησή τους, αποφεύγοντας έτσι και τον εσωτερικό έλεγχο για τις ασωτείες).
Κατά πόδας και ο αρχηγός του, ο νεοφανής τιποτολόγος της πολιτικής Σ. Θεοδωράκης, τον οποίο, όταν τον βλέπουμε να κόπτεται δήθεν για την πορεία της χώρας, μας έρχεται στο νου το γνωστό ανέκδοτο με το σαλιγκάρι.
Βρέθηκε στη σκεπή του υψηλότερου μεγάρου της πρωτεύουσας. Πώς βρέθηκες εσύ εδώ πάνω, το ρωτούν. Και εκείνο εξομολογείται: Έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου!
Κάποιοι θα αντιτείνουν ότι τους ψήφισε ο λαός. Τους προτείνω να διαβάσουν την αειθαλή μελέτη του Ευάγγελου Λεμπέση με τίτλο «περί της τεράστιας σημασίας των βλακών εν τω συγχρόνω βίω».
Επιθυμεί, καταπώς λέει, και τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει, όπως υποψιαζόμαστε, τι εννοεί. Του απαντά ο σπουδαίος Γ. Θεοτοκάς:
«Η Ορθοδοξία, όπως παρουσιάζεται στα μάτια του ελληνικού λαού, είναι θρησκεία εθνική, συνυφασμένη αξεδιάλυτα με τα ήθη του και τον ομαδικό του χαρακτήρα, με το κλίμα και με το άρωμα του τόπου, με τα τοπία του, με την οικογενειακή του ζωή και με τα γυρίσματα των εποχών της χρονιάς. Η οργάνωσή της είναι δημοκρατική, η γλώσσα της θερμή, η ηθική της ανθρώπινη, ταιριαγμένη με την ελληνική νοοτροπία, τα σύμβολά της οικεία και αναντικατάστατα στη λαϊκή συνείδηση. Οι μεγάλες εορτές της, ο Ευαγγελισμός, το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος, τα Χριστούγεννα και τα Δωδεκάμερα και άλλες, είναι κάθε χρόνο οι μεγάλες μέρες της Ελλάδας, οι μέρες όπου το εθνικό σύνολο αισθάνεται περισσότερο από κάθε άλλη ώρα την ενότητά του, την αλληλεγγύη του, την αμοιβαία αγάπη των μελών του.
Αυτή η θαλπωρή, αυτά τα ζεστά πνευματικά κύματα που μεταδίδονται ακατάπαυστα, σ’ όλην την Ελλάδα, από τους ορθόδοξους ναούς κι από τις βυζαντινές τους ακολουθίες, αποτελούν στοιχείο συστατικό, εκ των ων ουκ άνευ, της ελληνικής ζωής. Για τούτο και δεν μπορεί να νοηθεί στην Ελλάδα χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας ούτε και υπήρξε εδώ ποτέ αντικληρικό πολιτικό κίνημα, όπως συνέβη αλλού. Επικρίνουμε συχνά την Εκκλησία-κάποτε μάλιστα με μεγάλη δριμύτητα-αλλά την επικρίνουμε από μέσα, σαν μέλη της που απαιτούμε απ’ αυτήν να γίνει καλύτερη. Δεν την πολεμούμε σαν να είναι ένα ξένο σώμα, από το οποίο ζητούμε να χωριστούμε».
(«Πνευματική Πορεία», εκδ. «ΕΣΤΙΑ», σελ. 134).
Ερχόμαστε τώρα σε κάτι αμαθέστατα, ανάγωγα και εξαχρειωμένα άτομα που τάχα διασκεδάζουν με τις ανοησίες τους το φιλοθεάμον κοινό: Τους συντελεστές και παρουσιαστές της εκπομπής «Ράδιο Αρβύλα» (ή «Ράδιο Ξεφτίλα»).
«Άνθρωποι παντός εστερημένοι διανοητικού προτερήματος παρακάθηνται εκεί, έχοντες ανήκουστον θράσος αμαθείας... εξευτελίζουσι δε και καταρυπαίνουσι το (τηλεοπτικόν) βήμα, φλυαρούντες άνευ αισχύνης ό,τι και αν τοις κατεβή εις την μεστήν μωρίας κεφαλήν των», όπως έγραφε εφημερίδα του 19ου αι. για τους τότε βουλευτές.
Ροκανίδια του ψευτοπροοδευτισμού και αυτοί, παρουσίασαν ορθόδοξη εικόνα της αγίας Βαρβάρας να διαλέγεται, μέσω «τρυκ», μαζί τους και να κατακεραυνώνει τους «αφελείς και θεομπαίχτες» που συμμετέχουν σε τέτοια πράγματα. Δεν είναι η πρώτη φορά που ξερνούν δηλητήρια κατά της εκκλησίας και ξέρουμε από πού παίρνουν γραμμή και πληρώνονται αυτά τα υποκείμενα. Η Νέα Εποχή τα προσέχει τα τσιράκια της, αλλά φταίνε και οι ανυποψίαστοι ή οι ολιγόφρενοι που τους παρακολουθούν. Το ερώτημα ισχύει και γι’ αυτά τα μειρακιώδη γραΐδια: Γιατί δεν τολμούν να στηλιτεύσουν τον λιθοβολισμό μιας γυναίκας μουσουλμάνας, για παράδειγμα, από μαινόμενο όχλο; Ξέρουμε τι θέλουν κάτι τέτοιοι, μας το διδάσκει ο... Μακρυγιάννης.
«-Ήταν ένας μπαρμπέρης φίλος του Κολοκοτρώνη και του Πρωτοσύγκελου κι αλλουνών. Εγώ ‘λεγα να πάγω να σκοτωθώ με τους οχτρούς, αυτός γύρευε να μου γκρεμίσει τον βαθμό μου. Του μίλησα δι’ αυτό, του κακοφάνη. Είπε ενού ανηψιού του πού ‘χε εις το ψωμί και γεμεκλίκια και μας τα ‘κοψε. Πήγα και τον έπιασα και το ‘δωσα ένα ξύλο διά πεθαμόν, κι αν δεν πήδαγε από το παλεθύρι κάτου ο διοικητής, δεν ξέρω αν έμενε ζωντανός».
Υπάρχει και ο κυρ-Φίλης, που αναρωτήθηκε «τι δουλειά έχουν τα λείψανα να τριγυρνάνε από δω κι από κει». Στην περίπτωσή του ισχύει το υπό του Μ. Βασιλείου ρηθέν «παχεία γαστήρ ου λεπτόν τίκτει νουν». (Εκτρέπομαι σε βαρείς χαρακτηρισμούς, αλλά όταν «πειράζουν πίστη και πατρίδα μου» καπνίζουν τα μάτια μου από οργή).
Να κλείσω παραπέμποντας στον Κολοκοτρώνη. «Λίγο πριν τον πιάσουν οι Βαυαροί ο Άρμανσμπεργκ, θέλοντας να τον δοκιμάσει, του είπε:
-Έχει πολλούς εχθρούς, στρατηγέ;
-Έχω, παραδέχτηκε ο Κολοκοτρώνης, μα δύο απ’ αυτούς στέκονται οι χειρότεροι απ’ όλους.
-Και ποιοί είναι αυτοί οι δύο εχθροί σου, ρώτησε περίεργα ο προϊστάμενος των αντιβασιλιάδων.
Ο Γέρος του αποκρίθηκε:
-Ο ένας τ’ όνομά μου κι ο άλλος οι δουλεψές μου στο Γένος».
(Κ. Φωτιάδης, «Κολοκοτρώνης», σελ. 13)
Ας μου συγχωρεθεί η σύγκριση, αλλά την ίδια απάντηση δίνει και η Εκκλησία μας στους τωρινούς διώκτες της. «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά», τραγουδά ο Σολωμός. Εκτός από τους ήρωες, ο ποιητής υπονοεί και «ψάλλει» και για τα κόκαλα, των αγίων των Ελλήνων, τα ιερά. Κι από ιερά λείψανα βγήκε η ελευθερία μας, γι’ αυτό και ο λαός τα προσκυνά.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ ΠΡΟΜΠΟΝΙΩΤΕΣ!




         ΟΙ ΑΠΙΘΑΝΟΙ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑΤΟΣ ΣΦΡΑΓΙΣΑΝ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ  ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΟΥ         ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΕ.

        ΠΟΤΕ ΘΑ ΕΠΕΜΒΕΙ Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ;

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΡΟΝΤΙΟΝΩΦ




Του θεολόγου κ. Ανδρέα Κυριακού
=====
Ο νεομάρτυρας του Χριστού Ευγένιος Ροντιόνωφ, γεννήθηκε στο χωριό Κουρίλοβο κοντά στη Μόσχα στις 23 Μαΐου 1977. Βαπτίστηκε σε νεαρή ηλικία και όταν έγινε δώδεκα χρόνων η ευλαβέστατη γιαγιά του το πήρε στην εκκλησία του χωριού, για εξομολόγηση και θεία κοινωνία. Κατά την εξομολόγηση ο ιερέας πρόσεξε πως ο μικρός δεν φορούσε σταυρό και του έδωσε ένα. Ο Ευγένιος από τότε δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ. Τελειώνοντας τις σπουδές του εργάστηκε σαν επιπλοποιός, μέχρι που πήγε στρατιώτης. 

Στις 13.1.1996 βρέθηκε σε συνοριακό φυλάκιο στα σύνορα Τσετσενίας στο Βόρειο Καύκασο. Ένα βράδυ αυτός και τρεις άλλοι στρατιώτες σταμάτησαν ένα ασθενοφόρο για έλεγχο. Απ’ αυτό βγήκαν αστραπιαία δέκα Τσετσένοι ένοπλοι που τελικά τους συνέλαβαν αιχμαλώτους. Η μητέρα του Ευγένιου, μαθαίνοντας τα νέα, έφτασε στη Τσετσενία και έψαχνε να βρει το γιο της. Η προσπάθειά της δεν τελεσφόρησε διότι οι εγκληματίες ζητούσαν ένα υπέρογκο ποσό για λύτρα. Ο νεομάρτυρας έμεινε φυλακισμένος στην Τσετσενία για εκατό μαρτυρικές μέρες. Οι Μωαμεθανοί απαγωγείς του τον πίεζαν με ξυλοδαρμούς κι άλλα βασανιστήρια να αρνηθεί το Χριστό και να γίνει Μωαμεθανός. Αυτός δεν δέκτηκε και υπέμεινε καρτερικά τις κακουχίες. Τελικά οι απαγωγείς του αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν. Λίγο πριν την εκτέλεση βλέποντας το σταυρό που φορούσε από παιδί του πρότειναν να βγάλει το σταυρό και θα του χάριζαν τη ζωή. Ο Άγιος αρνήθηκε κατηγορηματικά κι οι αιμοδιψείς δήμιοι του έκοψαν το κεφάλι. Ήταν 23 Μαΐου του 996 όταν συνέβηκε το μαρτύριο του Αγίου μέρα των γενεθλίων του και ήταν μόλις 19 χρόνων. Μετά από χίλια βάσανα η μητέρα του κατάφερε να πάρει το τίμιο λείψανό του και να το θάψει στο χωριό του. 

Από τότε πλήθος ανθρώπων μαρτυρούν ότι έχει κάνει πολλά θαύματα σ’ αυτούς που τον επικαλούνται με πίστη. Ο τάφος του έχει γίνει προσκύνημα των Ορθοδόξων.

Ο Άγιος Ευγένιος Ροντιόνωφ -όπως όλοι οι Νεομάρτυρες- συνιστούν τον μόνο ορθόδοξο τρόπο διεξαγωγής διαλόγου Ορθοδοξίας και Ισλάμ.

Κλείνω, αναξία χειρί, το σύντομο αυτό σημείωμα παραθέτοντας ένα Μεγαλυνάριο για το σύγχρονο αυτό Άγιο της Εκκλησίας:

Χαίρεις αθλοφόρων ο κοινωνός, 
σταυροφόρε μάρτυς και ακόλουθε του Χριστού, χαίρεις Εκκλησίας ο μέγας αντιλήπτωρ,
Ευγένιε Ρωσίας το νέον καύχημα. 

Η άλωση της Πόλης: προσέγγιση στο χθες και στο σήμερα

Ρωμηοί απροσκύνητοι μιλάνε για την Άλωση

Ρωμηοί απροσκύνητοι μιλάνε για την Άλωση
Γράφει ο Φώτης Μιχαήλ, ιατρός

Ο Ιωσήφ Βρυένιος , ονομαστός διδάσκαλος του Γένους μας, σε λόγο του ενώπιον του αυτοκράτορα, τριανταπέντε χρόνια πριν από την Άλωση, όρισε την αιτία, της διαφαινόμενης πτώσης της Πόλης, με τα παρακάτω λόγια:
’’Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι. Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι και οι πάντες αχρείοι. Χάθηκε ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία’’.

Στο τέλος της ομιλίας του, ως ανάχωμα στην επερχόμενη Άλωση, πρότεινε, σε όλους, μετάνοια και υπακοή στις εντολές του Θεού.
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ήταν μαθητής του Ιωσήφ Βρυένιου και ως επίσκοπος Εφέσου, συμμετείχε και αυτός σ’ εκείνη την ψευτοσύνοδο της Φερράρας, στην οποία, δεκαπέντε χρόνια πριν από την Άλωση, σύρθηκαν οι Έλληνες κάτω από την απειλή των Τούρκων και τις εκβιαστικές απαιτήσεις του πάπα, να ζητήσουν βοήθεια από την Δύση.
Τελικά, την δυσσεβή εκείνη συμφωνία περιφρόνησης της Ανατολικής Ορθόδοξης παράδοσης και της υποταγής μας στην παπική αίρεση, την υπέγραψαν όλοι, πλην ενός. Του Μάρκου του Ευγενικού.

Θα μου πείτε, και τι θα μπορούσε να πετύχει η αντίσταση του ενός; Και όμως! Τα αποτελέσματα της αντίστασης, του ενός και μόνον, προέκυψαν καθοριστικά.

Πρώτον, ανάγκασε τον τότε πάπα να παραδεχθεί την πλήρη αποτυχία του, στην προσπάθειά του να υποτάξει την Ορθοδοξία, λέγοντας την γνωστή φράση: ’’Ει Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν’’. Εάν ο Μάρκος δεν υπέγραψε, δεν κάναμε τίποτε.

Και δεύτερον, η αντίσταση του ενός παραδειγμάτισε τόσο δυνατά τους Ρωμηούς, που πίστεψαν ακράδαντα, ότι τα Έθνη χάνονται, όχι όταν απωλέσουν την κρατική τους οντό¬τητα, αλλά όταν χάσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, δηλαδή, την ψυχή τους.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος, εξέχων λόγιος, μαθητής του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και πρώτος Πατριάρχης του υπόδουλου Γένους, μέσα από τις διασωθείσες επιστολές του, παραδίδει υψηλής πνευματικής και πολιτικής στάθμης μαθήματα, όχι μόνον για τους Ρωμηούς των ημερών του, αλλά και για ολόκληρη την σύγχρονη Ρωμηοσύνη, που όλο και ανθεί σε ολόκληρη την οικουμένη.

Ανάμεσα στα άλλα γράφει ο Γεννάδιος:
’’ Οι ηγέτες πρέπει να ξυπνήσουν την Πόλη, που φαίνεται ότι κοιμάται.

Οι περισσότεροι νομίζουν, ότι θα σωθούν χωρίς θυσίες, διότι πιστεύουν στην σκιά και στο παραμύθι της παπικής βοήθειας, αφού προηγηθεί η προδοσία της Πίστεως.

Αυτό, που απαιτείται, είναι η τόνωση του φρονήματος του λαού και όχι μοιρολατρική εγκαρτέρηση και ηττοπάθεια. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και την ζωή μας ακόμη να θυσιάσουμε.
Όσες φορές η Πόλη εναπέθετε τις ελπίδες της στον Θεό και όχι σε δυσσεβείς συμμαχίες ανθρώπων, εσώζετο.
Πώς, όμως, να κρατήσει το θάρρος του ο λαός και να πιστέψει στην σωτηρία της Βασιλεύουσας, όταν βλέπει τους πλουσίους και τους μορφωμένους να φεύγουν στην Δύση και στις αυλές των Φράγκων ηγεμόνων, με τις περιουσίες τους και τις ανέσεις τους, απ’ όπου δήθεν φροντίζουν να στείλουν βοήθεια’’;
Η Πόλις εάλω. Η Ρωμιοσύνη, όμως, δεν έσβησε ποτέ.

Το Πνεύμα της Ρωμηοσύνης, παρά τα μύρια εμπόδια, κατάφερε να φτάσει, μέχρι και τις ημέρες μας, ακέραιο και ρωμαλέο.
Είναι το πνεύμα των ησυχαστών Πατέρων της Εκκλησίας μας, που οι δυνάμεις του σκότους το τρέμουν και το πολεμάνε με μανία, από τότε μέχρι και σήμερα.

Είναι εκείνο το Πνεύμα, που σαν ωριμάσει στις ψυχές μας, θα φέρει και την πολυπόθητη λύτρωση του Γένους μας από την σημερινή ‘’κάμινο του πυρός, την καιομένη επταπλασίως’’.
29/5/2015

ΚΑΙ ΟΜΩΣ! Η ΡΩΜΑΝΙΑ ΖΕΙ

alwsi-palaiologos1


Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός | Εφ. Δημοκρατία

Τόν 4ο αἰ. μ. Χ. ἐμφανίζεται ἓνα ὁλότελα νέο κρατικό μέγεθος στήν ἱστορία καί μαζί του γεννιέται ἓνας νέος κόσμος.
Εἶναι ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης ἢ ὃπως ὀνομάζεται ἢδη ἀπό τόν 4ο αἰ., ἡ Ρωμανία.
Στά ὃρια τῆς ἀνανεώσεως τῆς αὐτοκρατορίας ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μεταφέρει τήν πρωτεύουσα (τήν Παλαιά Ρώμη, ἑλληνική πόλη καί αὐτή) στήν Ἀνατολή.
Γι’ αὐτό ἡ Νέα Ρώμη θά ὀνομασθεῖ πρός τιμή του καί Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία μεταστοιχειώνεται σέ «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ Πολιτείαν». Διαμορφώνεται συνάμα μία νέα συνείδηση καί νέα πολιτειακή ἰδεολογία.
Εἶναι ἡ αὐτοκρατορική ἰδέα γιά τήν προοδευτική ἐνσωμάτωση ὃλων τῶν Λαῶν τῆς Οἰκουμένης στήν χριστιανική Πίστη.
Τά στηρίγματα τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης εἶναι: ἡ ρωμαϊκή Οἰκουμένη καί νέα πολιτειακή ἰδεολογία, ὁ Χριστιανισμός ὡς πατερική Ὀρθοδοξία καί ἡ Ἑλληνικότητα (γλώσσα, πολιτισμός, παιδεία).
Αὐτό ἐκφράζει τό γνωστό τροπάριο τῆς ἁγίας Κασσιανῆς: «Ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται, καί εἰς μίαν δεσποτείαν θεότητος τά ἒθνη ἐπίστευσαν».
Ἡ χριστιανική πίστη εἶναι τό συνδετικό στοιχεῖο ὃλης τῆς αὐτοκρατορίας καί αὐτό ἀλλοιώνει ἡ αἳρεση, πού δέν εἶχε μόνο θεολογικό, ἀλλά καί πολιτικό χαρακτήρα.
Κύριο στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας εἶναι ἡ ἁρμονική ἱεράρχηση τῆς ἐθνικότητας (συνείδηση τῆς καταγωγῆς) στήν ὑπερεθνικότητα.
Τό φυλετικό στοιχεῖο δέν ἒθιγε τήν ἑνότητα στό ἓνα ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἀληθινοί ἡγέτες, ἂλλωστε, ἦσαν οἱ Ἃγιοι καί τό ὑπέρτατο ἰδανικό δέν ἦταν ἡ πολιτική δύναμη ἢ ἡ κοσμική σοφία, ἀλλά ἡ ἁγιότητα, ὡς θέωση.
Γι’ αὐτό ἡ μελέτη τοῦ «Βυζαντίου»/Ρωμανίας χωρίς γνώση τῆς Θεολογίας εἶναι ἀδύνατη.
Καρδιά τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἡ ἑλληνικότητα (γλώσσα, παιδεία, πολιτισμός). Ἀπό τόν Ἰουστινιανό (6ος αἰ) μέχρι τόν Ἡράκλειο (7ος αἰ.) ἐξελληνίζεται καί ἡ κρατική διοίκηση (Νεαρές).
Ἡ Λατινική γλώσσα ὑποχωρεῖ (στήν Ἀνατολή) καί στή διγλωσσία τῆς αὐτοκρατορίας (Λατινικά καί Ἑλληνικά) τό βάρος πέφτει στά ἑλληνικά.
Ἡ ὑπερεθνική ἓνωση μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὁδηγεῖ στό οἰκουμενικό ἒθνος («ἒθνος ἃγιον», Α΄ Πέτρ. 2,9), τό «Γένος τῶν Ρωμαίων», τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς αὐτοκρατορίας, μία χριστιανική κοινοπολιτεία μέ ἀπόλυτο κέντρο τήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς.
Εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ συγγένεια ἢ παγγένεια τῶν Πολιτῶν τῆς Ν. Ρώμης, Ρωμαίων, Νεο-Ρωμαίων (ἀπό τήν Πόλη) καί ἁπλούστερα Ρωμηῶν.
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐθεμελίωσε τήν ἒννοια τοῦ Γένους, ὃλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτή ἡ ἑνότητα θά ἐπιβιώσει καί μετά τίς δύο ἁλώσεις (φραγκική τοῦ 1204 καί ὀθωμανική τοῦ 1453).
Ἡ ἑνιαία ὃμως οἰκουμενική συνείδηση τῶν Ρωμηῶν (ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης) θά ὑπονομευθεῖ ἀπό τήν φραγκική προπαγάνδα γιά τόν ἐκδυτικισμό τους. Ταύτιση τῆς ἐθνικότητας μέ τή γλώσσα δέν γνωρίζει ἡ Ρωμανία.
Αὐτό ἐπιβλήθηκε ἀπό τούς δυτικοευρωπαίους τόν 19ο αἰώνα.
Τό εὐρωπαϊκό σκάνδαλο ὃμως δέν ἀπουσιάζει, πού ἀνατρέπει αὐτή τήν νοοτροπία! Οἱ Ἐλβετοί μιλοῦν τρεῖς γλῶσσες, γαλλικά-γερμανικά-ἰταλικά, ἀλλά ἐθνικά εἶναι μόνο Ἑλβετοί.
Τά ρωμαίϊκα (ἁπλά ἑλληνικά) ἦταν ἡ κοινή γλώσσα τῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τόν 19ο αἰώνα καί ἐξασφάλιζαν τήν ἑνότητά της.
Μέ τήν κοινή πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, τήν κοινή λατρεία, τήν κοινή πνευματική ζωή καί τήν κοινή κανονική τάξη συνεχίσθηκε ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας, χωρίς νά καταργοῦνται οἱ ἐθνικές ταυτότητες (συνείδηση τῆς καταγωγῆς) μέσα στήν ἐν Χριστῷ ὑπερεθνικότητα.
Ὁ ἐθνικισμός, ὡς φυλετισμός, μέ τόν τονισμό τῆς ἐθνικότητας, θά ἀναπτυχθεῖ μετά τό 1204 καί θά κορυφωθεῖ τόν 19ον αἰώνα.
Ἡ ἐθνική (ἐθνικιστική) ἰδέα θά καλλιεργηθεῖ ἀπό τό τέλος τοῦ 18ου αἰώνα (διαφωτισμός, σχολική ἐκπαίδευση).
Ἒτσι θά προκύψουν οἱ βαλκανικοί ἐθνικισμοί μέ ἂμεση συνέπεια τά ἐκκλησιαστικά αὐτοκέφαλα (διάλυση τῆς ρωμαίϊκης ἑνότητας), διάλυση τῆς ἐθναρχίας καί τῆς αύτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, πού συνεχιζόταν σ’ αὐτή.
Τό 1872 πανορθόδοξη σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη καταδικάζει τόν «ἐθνοφυλετισμό» (τήν εἲσοδό του στήν Πίστη) ὡς αἳρεση. 
Ἡ ἑνότητα τῆς Ρωμανίας καί ἡ συνέχεια τῆς οἰκουμενικῆς ρωμαίϊκης ἰδέας ἐξασφαλίζεται στά ὃρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας.
Ὁ ἐκκλησιαστικός χῶρος, ὃταν καί ὃπου κυριαρχεῖ τό πατερικό φρόνημα, μένει πάντα πιστός στήν ἐν Χριστῷ οἰκουμενικότητα καί τήν πανενότητα τῶν Ρωμαίων-Ρωμηῶν-Ὀρθοδόξων.
Ὃπου ὃμως ἐπικρατεῖ τό κοσμικό φρόνημα, ἐκεῖ ὑπερισχύει ἓνας νοσηρός ἐθνικισμός (φυλετισμός).
Μέ τήν ἐπιβίωση τῶν ἐθναρχιῶν τῶν κατακτημένων ἐδαφῶν της ἡ Ρωμανία (αὐτοκρατορία) ζεῖ: Ἐθναρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.
Ἡ δικαιοδοσία αὐτῶν τῶν ἐθναρχικῶν κέντρων ἒσωσε καί σώζει καί ἐδαφικά-δικαιοδοσιακά τήν παλαιά γεωγραφική ἒκταση τῆς Ρωμανίας.
Ἡ διάσωση δέ καί συνέχεια τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων καί τῆς πατερικότητας τοῦ φρονήματος σώζει καί πνευματικά τή Ρωμανία.
Εἰς πεῖσμα τῶν καιρῶν καί τῶν ὁποιωνδήποτε ἀλλαγῶν τους. Αὐτό διεκήρυσσε σθεναρά ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Καί εἶχε δίκιο!

Οδοιπορικό στα ασκητήρια του γέροντα Ιωσήφ του ησυχαστή

29 Μαϊου 1453: Η αποφράδα ημέρα μέσα από τη μοναδική ιστορική αφήγηση του Γ. Φραντζή


 

Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα [Κωνσταντίνου Παλαιολόγου] έσφιξαν την καρδιά τους, αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παιδιά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθελαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης.
Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους.
Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρήνους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα.
Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τείχη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρατούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας.
Όταν φτάσαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβήκαμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κοντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθεση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει.
Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επίθεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύτερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότερο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ριχτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη. Έτσι λοιπόν ο πόλεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκονταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέφοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκητικές τους μηχανές.
Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρατόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.
Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλπιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φωνές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιάκοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παραθαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα.
Οι πολεμικές μηχανές, που έριχναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις εχθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα.
Όπου έβλεπαν συγκεντρωμένους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλεβόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή αντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κάνουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυλής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν.
Ποιος μπορεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μερικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους εχθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νικήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρεψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κάτω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενεθάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρατάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στεφάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».
Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πάνω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμάτησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιωπηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν είπε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.
Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλησίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πόλη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθανε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβαλε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρκοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμίζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς.
Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθήσουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμποδίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χασάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λιθοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώθηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο.
Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέβαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα».
Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.
Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δεσπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συμπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτασε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρίζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγωνίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέθηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Όσοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών.
Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους εχθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκείνη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή του.
Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους.
Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γενναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πάντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη.
Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχειρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν.
Ποιος μπορούσε να περιγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικόνες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιερέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα.
Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κειμήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!
Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τράπεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέλες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκκλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλεπαν. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φόνοι και βιασμοί.
Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέτρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.
Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διάφορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πατριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προηγούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χειροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννάδιο.
Σημείωση: Ο πρωτοβεστιάριος, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος, Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1480) ήταν ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης Πόλης από τους Τούρκους.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟY ΣΑΛΟΥ

"Τρελός", ελεύθερος, ταπεινός, κρυμμένος, γεμάτος αγάπη - Άγιος Ανδρέας ο σαλός (28 Μαΐου)