Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Ιωάννης Καποδίστριας "H θυσία"

Παχεία γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον



Ἅγιος Πορφύριος


Δέν γίνεστε ἅγιοι κυνηγώντας τὸ κακό. Ἄστε τὸ κακό. Νὰ κοιτάζετε πρὸς τὸν Χριστὸ κι αὐτὸ θὰ σᾶς σώσει. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρὸς τὸν Χριστό, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, δὲν μπορεῖ, δὲν μπορεῖ... Καὶ προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνει ἀσκήσεις,νὰ κάνει τέτοια πράγματα καὶ νὰ καταπονεῖ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Κανεὶς ἀσκητὴς δὲν ἅγιασε χωρὶς ἀσκήσεις. Κανεὶς δὲν μπόρεσε ν’ ἀνέλθει στὴν πνευματικότητα χωρὶς ν’ ἀσκηθεῖ. Πρέπει νὰ γίνονται ἀσκήσεις. Ἄσκηση εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ ἀγρυπνίες κ.λπ.,ἀλλὰ ὄχι μὲ βία. Ὅλα νὰ γίνονται μὲ χαρά. Δὲν εἶναι οἱ μετάνοιες ποὺ θὰ κάνουμε, δὲν εἶναι οἱ προσευχές, εἶναι τὸ δόσιμο, ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὰ πνευματικά. Ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ τὰ κάνουνε αὐτὰ ὄχι γιὰ τὸν Θεὸ ἀλλὰ γιὰ ἄσκηση, γιὰ ὠφέλεια σωματική. Ὅμως οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τὸ κάνουνε γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια, γιὰ τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ὠφελεῖται πολύ, δὲν ἀρρωσταίνει. Πολλὰ καλὰ ἔρχονται.

Μέσα στὴν ἄσκηση, τὶς μετάνοιες, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὶς ἄλλες κακουχίες εἶναι καὶ ἡ νηστεία. «Παχεία γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον». Ἐγὼ τὸ γνωρίζω αὐτὸ ἀπ’ τοὺς Πατέρες. Ὅλα τὰ πατερικὰ βιβλία μιλοῦν γιὰ τὴ νηστεία. Οἱ Πατέρες τονίζουν νὰ μὴν τρῶμε δυσκολοχώνευτα φαγητὰ ἢ λιπαρὰ καὶ παχιά, γιατὶ κάνουν κακὸ στὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. Λένε ὅτι τὸ προβατάκι τρώει τὰ χορταράκια τῆς γῆς κι εἶναι τόσο ἥσυχο. Εἴδατε ποὺ λένε, «σὰν τὸ πρόβατο». Ἐνῷ ὁ σκύλος ἢ ἡ γάτα κι ὅλ’ αὐτὰ τὰ σαρκοφάγα εἶναι ὅλα τους ἄγρια ζῶα. Τὸ κρέας κάνει κακὸ στὸν ἄνθρωπο. Κάνουν καλὸ τὰ χόρτα, τὰ φροῦτα κ.λπ. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες μιλοῦν γιὰ νηστεία καὶ κατακρίνουν τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἡδονὴ ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μὲ τὰ φαγητὰ τὰ πλούσια. Νὰ εἶναι πιὸ ἁπλὰ τὰ φαγητά μας. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε τόσο πολὺ μ’ αὐτά.

Δὲν εἶναι τὸ φαγητό, δὲν εἶναι οἱ καλὲς συνθῆκες διαβίωσης, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν καλὴ ὑγεία. Εἶναι ἡ ἁγία ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ξέρω γιὰ ἀσκητὲς ποὺ νηστεύανε πολὺ καὶ δὲν εἴχανε καμιὰ ἀρρώστια. Δὲν κινδυνεύει νὰ πάθει κανεὶς τίποτε ἀπ’ τὴ νηστεία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀρρωστήσει ἀπ’ τὴ νηστεία. Πιὸ πολὺ ἀρρωσταίνουν ἐκεῖνοι ποὺ τρῶνε κρέατα κι αὐγὰ καὶ γάλατα, παρὰ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι λιτοδίαιτοι. Εἶναι παρατηρημένο αὐτό. Νὰ τὸ πάρουμε καὶ ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη΄ τώρα τὸ συνιστᾶ αὐτὸ τὸ πράγμα. Οἱ νηστευτὲς νηστεύουν καὶ δὲν παθαίνουν τίποτε΄ ὄχι ἁπλῶς δὲν παθαίνουν, ἀλλὰ θεραπεύονται ἀπὸ ἀρρώστιες.

Γιὰ νὰ τὰ κάνετε ὅμως αὐτά, πρέπει νὰ ἔχετε πίστη. Ἀλλιῶς σᾶς πιάνει λιγούρα. Ἡ νηστεία εἶναι καὶ ζήτημα πίστεως. Ὅταν ἔχετε τὸν ἔρωτα στὸ θεῖον, μπορεῖτε νὰ νηστεύετε μὲ εὐχαρίστηση κι ὅλα εἶναι εὔκολα΄ ἀλλιῶς σᾶς φαίνονται ὅλα βουνό. Ὅποιοι ἔδωσαν τὴν καρδιά τους στὸν Χριστὸ καὶ μὲ θερμὴ ἀγάπη ἔλεγαν τὴν εὐχὴ, κυριάρχησαν καὶ νίκησαν τὴ λαιμαργία καὶ τὴν ἔλλειψη ἐγκράτειας.

Ὑπάρχουν σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ νηστέψουν μιὰ μέρα καὶ τώρα ζοῦν μὲ χορτοφαγία, ὄχι γιὰ λόγους θρησκευτικούς, ἁπλῶς γιατὶ πίστεψαν ὅτι αὐτὸ θὰ κάνει καλὸ στὴν ὑγεία τους. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ πιστέψεις, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πάθεις τίποτε, ποὺ δὲν τρώεις κρέας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βέβαια εἶναι ἀσθενής, δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ φάει πρὸς στήριξιν τοῦ ὀργανισμοῦ καὶ φαγητὰ μὴ νηστήσιμα.

Τὸ ἁλάτι χρειάζεται στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει μιὰ φήμη ὅτι τὸ ἁλάτι κάνει κακό. Δὲν εἶναι σωστὸ αὐτό. Εἶναι στοιχεῖο ποὺ χρειάζεται. Καὶ εἶναι ὁρισμένοι μάλιστα ποὺ τὸ ἔχουν πολὺ ἀνάγκη.

Ἐγὼ τί ὄνειρα ἔχω! Γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος δηλαδή. Παρήγγειλα σιτάρι, γιὰ ν’ ἀλέθουμε, νὰ φτιάχνουμε ψωμὶ σταρίσιο. Καὶ σκέφτομαι νὰ πάρουμε διάφορα ὄσπρια καὶ νὰ τ’ ἀλέθουμε καὶ νὰ τ’ ἀνακατώνουμε, σιτάρι μὲ ρύζι, σόγια, σογιάλευρο μὲ φακὲς κ.λπ. Κι ἔπειτα ἔχουμε καὶ τὰ κολοκύθια καὶ τὶς ντομάτες καὶ τὶς πατάτες κι ὅλα τ’ ἄλλα χορταρικά. Καὶ μὲ τὸν πατέρα Ἡσύχιο εἴχαμε ἕνα ὄνειρο. Μιὰ φορὰ λέγαμε νὰ πᾶμε νὰ γίνουμε ἐρημίτες κάπου καὶ νὰ σπείρουμε σιτάρι καὶ νὰ τὸ μουσκεύουμε καὶ νὰ τὸ τρῶμε. Μήπως ὁ Μέγας Βασίλειος ἐκεῖ, στὴν ἔρημο, ἔτσι δὲν ἔκανε; Ἀλλὰ τώρα ἐμᾶς μᾶς κακοφαίνεται 

πηγή

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Δημήτριος Νατσιός, Να γίνουν οι Γεωγραφίες, οι Ιστορίες και οι Γραμματικές, κηρύγματα λευτεριάς



Να γίνουν οι Γεωγραφίες, οι Ιστορίες και οι Γραμματικές, κηρύγματα λευτεριάς
«Είμασταν σχολιαρούδια και ο τόπος μας ακόμα σκλαβωμένος στην Τουρκία. Και Σχολάρχης μας, ο αξέχαστος εκείνος Σπύρος Αναγνώστου. Από τους δασκάλους του υποδουλωμένου Γένους, που συντηρούσαν μέσα στην καρδιά των παιδιών την ιερή φωτιά της Μεγάλης Ιδέας, και ένιωθαν τούτη την αποστολή σαν την πιο σπουδαία της καριέρας των της παιδαγωγικής. Αφορμές για την εθνική διαπαιδαγώγηση του ‘διναν όλα τα μαθήματα που μας δίδασκε. Μας έκαμε Γεωγραφία του νησιού μας, και σιγά-σιγά το χέρι του περνούσε το Αιγαίο, όπου τα νησιά μας ήταν κίτρινα όπως όλη η Τουρκία και η κοντινή μας Μικρασία, και έφτανε στην Ελλάδα, την ελεύτερη την Ελλάδα. Αυτή ήταν τριανταφυλλιά. Ένα μικρό τριανταφυλλί σημάδι πάνω στο μεγάλο χάρτη της Ευρώπης. Εκεί σταματούσε το δάχτυλο του Αναγνώστου, κίτρινο από το αδιάκοπο κάπνισμα. Σταματούσε δισταχτικό και έκαμε αργά-αργά τον περίπατό του γύρω στα σύνορα του ελεύθερου κράτους. Τα σύνορα ήταν κοντινά, ο περίπατος σύντομος.

Τότες ο Αναγνώστου πήγαινε και κλείδωνε από μέσα την πόρτα της τάξης, και μεις αναστενάζαμε με αγαλλίαση. Για δύο λόγους. Πρώτα γιατί θα ξεφεύγαμε από το ανιαρό μάθημα της Γεωγραφίας, που ήταν μόνο ονόματα και αριθμοί, και δεύτερο γιατί ξέραμε πως θα μας μιλούσε για την Ελλάδα και για τη Μεγάλη Ιδέα. Αυτές τις δύο λέξεις τις πρόφερνε πιο σιγά, και αυτό μας έκανε να νιώθουμε την ιερότητα της Ιδέας σαν μία θρησκευτική αποκάλυψη, που έπρεπε να τη φυλάξουμε στα άδυτα της ψυχής μας, και να την προφυλάγουμε από τους καταχτητές σαν ένα μυστικό θησαυρό, ή σαν ένα βαρέλι μπαρούτη που κάποτε εμείς θα της ανάβαμε το φιτίλι».
(Στρατή Μυριβήλη, «Απ’ την Ελλάδα», εκδ. «ΕΣΤΙΑ», σελ. 11-12).
Τότε, όταν το Ισλάμ αφάνιζε το Γένος, μιλούσαν οι καρδιές, τώρα μιλούν τα πουγκιά, τα χρήματα.
Τότε οι δάσκαλοι έριχναν προσανάμματα στις ψυχές των μαθητών τους, συντηρούσαν την «ιερή φωτιά της Μεγάλης Ιδέας», της ελευθερίας, τώρα σβήνουν τις «φωτιές τις πλάστρες». Τώρα «κάνουν δράσεις» για τον ρατσισμό και την διαφορετικότητα.
Μεγάλη Ιδέα της παιδείας η ποινικοποίηση της φιλοπατρίας και της ορθόδοξης πίστης μας. (Για τους νέους υπουργούς Φίλη και… CIA, τι να πω; Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης.
Τότε κλείδωναν τις τάξεις από μέσα, οι σπουδαίοι εκείνοι δάσκαλοι, και μεταμόρφωναν τις Γεωγραφίες, τις Ιστορίες και τις Γραμματικές σε κηρύγματα λευτεριάς. Έκλινε ο δάσκαλος τα βλοσυρά και δύσπεπτα τριτόκλιτα «Θραξ-Θρακός» και «Κρης-Κρητός» και μ’ αυτά έφτιαχνε μπαρουτοβάρελα που κάποτε «εμείς τα παιδιά θα ανάβαμε το φιτίλι».
Ενώ τώρα... Φέτος ανέλαβα Ε’ δημοτικού. Πρώτο κεφάλαιο στο βιβλίο της Γλώσσας; Ένα κείμενο για την πατρίδα σαν αυτό του Μυριβήλη; Ένα ποίημα ευωδιαστό του Σολωμού, του Δροσίνη, του Βρεττάκου, του Πολέμη; Όχι βέβαια. Δύο-τρεις έντυπες ευτέλειες , άχαρες και άψυχες φλυαρίες, οικολογικού περιεχομένου. Ζούμε σε μία χώρα, «Πάσχα των ματιών», δεν υπάρχει λογοτέχνης που να μην μαστόρεψε κείμενο για να εξυμνήσει το κάλλος της και τούτοι οι αμαθέστατοι, οι εθνοκτόνοι γέμισαν τα βιβλία με αποκόμματα εφημερίδων. (Μόνο από τις... προοδευτικιές ΝΕΑ, ΒΗΜΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ).
Έχουμε χρέος, εμείς οι δάσκαλοι, όσοι αντικρίζουμε με «πόνο και αγάπη» την καταβαράθρωση της πατρίδας μας και ελπίζουμε στον Χριστό μας, να κλειδώνουμε την αίθουσά μας και να διδάσκουμε εκείνο το παλιό μάθημα: την πατριδογνωσία. Εσχάτη ώρα εστί. Οι Φράγκοι μας ποδοπατούν, το Ισλάμ ξανάρχεται για να μείνει στην πατρίδα, οι πολιτικοί νάνοι και αρλεκίνοι είναι ανίκανοι να σηκώσουν το βάρος της ιστορίας μας. Θέλει χέρια γερά ο Ελληνισμός, τα παντοειδή ανδρείκελα τα ‘χουν κατεβασμένα.
Να κλείσω με την διήγηση για μία άλλη δασκάλα, όταν στέναζε και μάτωνε η Ελλάδα κάτω από την ναζιστική θηριωδία.
«...Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. Ήταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. “Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;” λαχτάρισε η μάνα μου. “Αν σου χυνόταν στο δρόμο;” “Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου”, δήλωσε ορθά κοφτά. “Το ίδιο κι εγώ”, φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου. Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή.
Ώσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. “Γλυκόζη” το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. Ένα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. “Τι συμβαίνει παιδί μου;” ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. “Σκαρώνουμε κάτι;” άκουσε έναν από τους συμμαθητές του- “πειραχτήρης” ήταν το παρατσούκλι του- να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε “ναι”. Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ’ αυτί, κρυφογέλασαν οι δύο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στην στιγμή. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. Ύστερα τ’ αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλαβαίνεις πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δύο μαύροι κύκλοι. Όταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεισε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε “εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά” κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα. Το “εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά” τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι. “Μα τι κάνει η κυρία εκεί;” ρώτησε παρεξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, γιατί τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα. “Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη”, χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, “για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε”. Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι. Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της... Ύστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. “Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ’ όνομα του Θεού!”, είπε ξέπνοα. “Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μία σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είν’ αμαρτία!”. Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε...
Μαζεύτηκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί “από το δικό μου, από το δικό, κυρία, να πάρετε λίγο!”.
Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε...».
(Από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς, «Ο καιρός της σοκολάτας»).

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Δημήτριος Νατσιός, Ο δάσκαλος του Γένους Φώτης Κόντογλου




 
«Όποτε καθίσω και λογαριάσω τι γερό, τι ακατάλυτο έχω στην βιβλιοθήκη μου, τι θα μπορούσα να πιάσω σε μίαν ώρα ανάγκης και να στυλωθώ, πιάνω τον Κόντογλου…»
(Γιώργος Ιωάννου)
Στις 13 Ιουλίου του 1965 κλείνει για πάντα τα μάτια του ο Φώτης Κόντογλου, ο Δάσκαλος του Γένους, ο «αρχαίος» άνθρωπος της Ανατολής. Κατά το ξόδι του, ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χρυσόστομος, είπε μεταξύ άλλων: «Τοιούτον άνδρα προπέμπομεν σήμερον, αδελφοί, άνδρα, ο οποίος μπορεί να καταταγή, χωρίς υπερβολήν, μεταξύ των αγίων και ομολογητών της Πίστεως. Διότι οι ομολογηταί της Πίστεως αυτό ακριβώς έκαμνον, ό,τι έκαμνε και ο αείμνηστος Φώτιος. Εστάθη ευθυτενής, εστάθη γενναίος απέναντι των πολεμίων της Ορθοδόξου ημών Πίστεως και εγκατάλειψεν εις τον κόσμον αυτόν μίαν παράδοσιν, αλλά και γραπτόν λόγον, ίνα η νεωτέρα γενεά εκπαιδεύεται εις τα ελληνοχριστιανικά νάματα…».

Όταν αυτά λέγονται από το στόμα του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου, Μακεδονομάχου, αρχιδιακόνου και δεξί χέρι του εθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης αλλά και προμάχου και υπερασπιστή της αγίας Ορθοδοξίας μας, τότε «τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων»;
Όντως έζησε οσιακά, ορθόδοξα ο μαστρο-Φώτης, που φέτος τιμάμε τα 50 χρόνια από την κοίμησή του.
Αφήνουμε όμως τον ίδιο να διηγηθεί τον βίο και την πολιτεία του, σε επιστολή του στις 5 Αυγούστου του 1964 στον επίσης μακαριστό γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη. Περιλαμβάνεται στην εξαίρετη έκδοση του Ιερού Κοινοβίου Οσίου Νικοδήμου Πενταλόφου Παιονίας Κιλκίς, "Ο Φώτης Κόντογλου στην τρίτη διάστασή του". (Γουμένισσα 2003, σελ. 64-66):
<<Εις την ζωήν μου, ποτέ δεν εσκέφθην διά την εξασφάλισίν μας οικονομικώς. Μου ήλθαν και μου έρχονται ευκαιρίαι διά να αποκτήσω πολλά χρήματα (προτάσεις από το εξωτερικόν να ζωγραφήσω ναούς και μέγαρα, δι’ εκδόσεις βιβλίων προπάντων κοσμικής γνώσεως και τέχνης, διά δημοσιεύματα παντός είδους, ιστορικά, λαογραφικά, αισθητικά, περιγραφικά ταξειδίων, κλπ). Τίποτε δεν δέχομαι. Θέλω να μείνω ακτήμων και ν’ αποθάνω τοιούτος. Ο Χριστιανός πρέπει να μην συνδέεται με τίποτα με τούτον τον κόσμον. Ούτε εις την Ακαδημίαν δεν εδέχθην να έμπω, παρ’ όλας τας προσκλήσεις από πολλών ετών. Όχι αξιώματα. Όχι πρωτοκαθεδρίαι. Επάνω εις το ικρίωμα εργάζομαι σκληρώς, ιδρώνω, τσακίζομαι, ακόμα σήμερα, με πόδι τσακισμένο.
Πέρασα το ήμισυ της ζωής μου επάνω στην σκαλωσιάν, ως στυλίτης. Με χαράν υπηρετώ την Εκκλησίαν, η οποία υπήρξεν αδιάφορος διά το έργον της αγιογραφίας, ακόμη και εχθρική. Τώρα δε, με τα παπικά, οι πλείστοι των προϊσταμένων των ναών, όντες φιλοπαπικοί, δεν με θέλουν ως αγιογράφον και μόλις ζω από την μίαν εκκλησίαν που έχω, ενώ τιποτένιοι μπογιατζήδες και ανάξιοι μαθηταί μου έχουν εργασίαν που δεν προφθάνουν, πλουτίζουν, καθ’ όσον συναλλάσσονται με τους επιτρόπους και προϊσταμένους των ναών και μουντζουρώνουν τους τοίχους, μη πατώντες εις την λειτουργίαν, συχνά δε και σαρκάζοντες τα της θρησκείας. Εγώ εις αυτάς τας επιφοράς του σατανά αντιτάσσω την πίστιν μου. Και ενώ διασαλπίζεται ανά τον κόσμον η φήμη μου ως «πρυτάνεως» της β.(=βυζαντινής) τέχνης κ.τ.(=κ.τ.λπ.), εγώ πολλάκις δεν έχω εργασίαν. Οι Ζωϊκοί, παρ’ ότι έρχονται να με ιδούν, δεν με χωνεύουν. Οι καθηγηταί του Πανεπ.( θεολόγοι) με μισούν, και με έδιωξαν από την αγιογράφησιν της Καπνικαρέας και πήραν έναν άθλιον μαθητήν μου. Οι Ουνίτες μου πρότειναν να ζωγραφήσω την εκκλησίαν των και τους έδιωξα, αλλά έσπευσε να την ζωγραφήση ο Κοψίδης, πρ. μαθητής μου. Ουδείς ανθίσταται εις τον μαμωνάν. Βασιλεία αυτού και όχι του Χριστού…
…Λοιπόν, πάτερ Θεόκλητε, δεν αφήνομεν τίποτε από όσα κερδίζω από την εργασίαν μου, τόσον, ώστε συχνά να δανειζόμεθα διά να βοηθήσωμεν άλλους. Όταν επάθαμεν το δυστύχημα, απεκαλύφθη η απενταρία μας, και έτσι επίστευσαν και κάποιοι φίλοι μας ότι όντως δεν είχαμεν χρήματα. Επιρρίπτομεν την μέριμνάν μας επί τον Κύριον τον Θεόν μας. Αυτά, σας παρακαλώ, να φυλαχθούν μεταξύ μας>>.
Ο Κόντογλου ανήκει στους λίγους, τους ελάχιστους πνευματικούς ανθρώπους, που όσο ζούσε δεν φιλούσε «κατουρημένες» ποδιές, αλλά μάστιζε αλύπητα με την μάχαιρα της ρωμαίικης παράδοσης τους Γραικύλους της σήμερον, τους προσκυνημένους ευρωλιγούρηδες.
Τρεις κυρίως άνθρωποι από την ευλογημένη Επανάσταση του ’21 και εντεύθεν είχαν συλλάβει εναργέστατα και με αξιοθαύμαστη συνέπεια λόγου και πράξης τον πνευματικό μας εξανδραποδισμό: ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης και ο Κόντογλου, σαν να παρέδιδε ο ένας στον άλλο την σκυτάλη της γνήσιας παράδοσης του Γένους και τα όπλα για την απόσειση των μιασμάτων του Φραγκολεβαντινισμού και της δυτικολαγνείας, που σάπισαν-το βλέπουμε στις ημέρες μας-το «ολόδροσο δέντρο της φυλής μας».
Γράφει για όλους αυτούς τους σπουδαγμένους στην σκοτεινή και δυσώδη Ευρώπη, που επιστρέφουν στην φτωχή πατρίδα και λεηλατούν κυρίως την ψυχή της:
<<Οι περισσότεροι σπουδαστές μας, μόλις πατήσουνε στην Ευρώπη απομένουνε εμβρόντητοι από τις ψευτοφιλοσοφίες που διδάσκουνε κάποιοι σπουδαίοι καθηγητές, και μάλιστα σε ξένη γλώσσα. Η ξένη γλώσσα τους κάνει μεγάλη εντύπωση! Κατάπληξη τους κάνουνε και οι μεγάλες πολιτείες, οι φαρδιοί δρόμοι, τα μεγάλα χτίρια, οι λεωφόροι, τα τραίνα, οι λογής-λογής μηχανές, οι αγορές, το πολύ χρήμα, τα βλοσυρά Πανεπιστήμια. Κι αυτό γίνεται, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους σπουδαστές είναι χωριατόπουλα, που νοιώθουνε μέσα τους ντροπή για το χωριό τους, κι ό,τι βλέπουνε κι ακούνε, είναι γι’ αυτούς ουρανοκατέβατο!
Τους ξέρω καλά αυτούς τους σπουδαστές, γιατί και εμείς περάσαμε από κείνες τις χώρες, και ζήσαμε σ’ αυτές κάμποσα χρόνια. Όποτε ερχόντανε στην Ευρώπη από την Ελλάδα ήτανε, στην αρχή, σαστισμένοι και ζαρωμένοι, σαν και κείνα τα μαντρόσκυλα που ακολουθήσανε τον τσομπάνο και βρεθήκανε στο κέντρο της πολιτείας, μέσα στην οχλοβοή κι ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, και σαστίσανε, τα κακόμοιρα, και βάζουνε την ουρά τους ανάμεσα στα σκέλια τους, τρομοκρατημένα. Μα σαν γυρίσουνε στο μαντρί, την ξανασηκώνουνε περήφανα, και γίνουνται θηρία ανήμερα. Μ’ αυτά τα σκυλιά μοιάζανε, στα μάτια τα δικά μας, που είχαμε ζήσει πριν από χρόνια στις μεγάλες πολιτείες, εκείνα τα νεοφερμένα Ελληνόπουλα, που μας θεωρούσανε στην αρχή σαν προστάτες τους. Κ’ ήτανε ταπεινά και φρόνιμα. Μα με τον καιρό ξεθαρρεύανε, και πολλά απ’ αυτά παίρνανε στο τέλος έναν εγωϊσμό σιχαμερόν, μιλώντας με καταφρόνηση για την πατρίδα τους. Και πολλά απ’ αυτά σαν γυρίζανε πίσω στην Ελλάδα, κάνανε τα θηρία, κάνανε τους πάνσοφους, κάνανε τους προφέσσορας, μιλώντας ολοένα για την Ευρώπη και για την κακομοιριά τη δική μας σε όλα τα πράγματα.
Γι’ αυτό λέγω, πως η Ευρώπη είναι η δοκιμαστική πέτρα για κάθε έναν από μας, που θα πάει σε κάποια χώρα της: ή θα γίνει πίθηκος ξενόδουλος, θαυμάζοντας σαν ουρανοκατέβατα όλα όσα βλέπει κι ακούει σε κείνη τη χώρα, και θ’ αρνηθεί το γάλα της μάνας του, ή θα καταλάβει πόσο ψεύτικα είναι τα φανταχτερά στολίδια της, και πόση βαρβαρότητα υπάρχει κάτω από την πολιτισμένη επιφάνειά της, και θα αγαπήσει με πάθος τον τόπο του, νοιώθοντας «με επίγνωση», την πνευματική της ευγένεια και την υπεροχή μας, μπροστά σε κείνες τις ανθρωπομερμηγκιές>>. (Ευλογημένο καταφύγιο, έκδ. «Ακρίτας», σελ. 226-227).
Ατίμητη και ανυπολόγιστη όμως είναι η συμβολή του στην αναχαίτιση των παπικών και προτεσταντικών κακοηθειών στο ήθος και το δόγμα της Ορθοδοξίας. «Ο παπισμός είναι η πιο σατανική διαστροφή του ανθρώπου. Είναι ο Αντίχριστος» θα γράψει σε επιστολή του στον Γέροντα Θεόκλητο.
Χωρίς υπερβολή υπήρξε ο πρώτος ευαγγελιστής και διδάσκαλος στην Ελλάδα της βυζαντινής αγιογραφίας. Επαναφέρει την αγιογραφία στην ορθόδοξη περπατησιά της, γιατί «είχεν αλωθεί από τις χαλκομανίες του δυτικού ανθρωπισμού, τις "γενοβέφες"-όπως τις έλεγε-, που είχαν κυριαρχήσει στους αγιορείτες αγιογράφους μέσω των ρωσικών παραγγελιών». (Ο Φώτης Κόντογλου στην τρίτη διάστασή του, σελ. 204).
Με αγωνία διαβλέπει την αλλοτρίωση του Γένους σ’ όλες τις καλλιτεχνικές του φανερώσεις εξαιτίας της πνευματικής πανούκλας που ονομάζεται εξευρωπαϊσμός.
<<Καμαρώστε τι "έργα" παρουσιάζουν οι "τέχνες" σήμερα. Είναι να φράζει κανένεας τα μάτια του. Όλα αυτά τα πασαλείμματα απάνω στους μουσαμάδες, που λέγονται "έργα ζωγραφικής", όλα αυτά τα παλιοσίδερα ή τα νταμαροκοτρώνια που παρουσιάζονται για "έργα γλυπτικής" σε κάνουνε όχι μονάχα να αηδιάσεις για το κατάντημά μας, αλλά και να θυμώσεις για την αδιαντροπιά που φανερώνουν αυτά τα τερατουργήματα…>>. (Μυστικά Άνθη, εκδ. «Αστήρ», σελ. 14).
Δεν ξεφεύγει από το ανύστακτο ενδιαφέρον του για το Γένος και το τυμπανιαίας αποφοράς-σήμερα-πτώμα της Παιδείας.
<<Τώρα, ας πούμε και τα σημερινά μας. Τα σχολειά, αν βγάλει κανένας λίγα στην μπάντα, τ’ άλλα όλα δουλεύουν για να βγάλουνε λεβαντίνους κι όχι Έλληνες, μ’ όλα τα ψευτοελληνικά εξωτερικά πασαλείμματα. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που διδάσκουνε τα παιδιά μας κινήσανε από το χωριό, και πέσανε με τα μούτρα στα "μοντέρνα". Γινήκανε θεριακλήδες του μοντερνισμού. Ο νους και ο λογισμός τους, μέρα-νύχτα, στριφογυρίζει στις μοντέρνες ανοησίες. Την Ελλάδα δεν θέλουνε μήδε να την ακούσουνε, την "Ψωροκώσταινα"! Δεν υπάρχει πιο αντιπαθητικό και πιο μικρόμυαλο πλάσμα από τον ξιπασμένο άνθρωπο, που αρνήθηκε το γάλα της μάνας του και ρεμπεύεται κιόλας γι’ αυτό το κατόρθωμα.
Λοιπόν, από τέτοιους δασκάλους τι θα μάθουνε τα παιδιά μας, τα κακόμοιρα τα παιδιά μας; Θα μάθουνε, πως για να γίνει κανένας σπουδαίος και για να φαίνεται πως είναι έξυπνος, πρέπει να μην έχει τίποτα ελληνικό απάνω του. Ακόμα και το μόρτικο ύφος, που είναι σήμερα της μοντέρνας μόδας, πρέπει να είναι ξενικό, τεντυμποϊκό.
Είτε βιβλίο, είτε τραγούδι, είτε παιδικό θέατρο, είτε χορός, είτε προσευχή, όλα πρέπει να μην είναι ελληνικά, για να είναι καλά για τους μαθητές των σκολειών μας.
Στα βιβλία, στα παιδικά θέατρα, στα παραμύθια και στα βλακώδη αναγνώσματα, όλα είναι ξανθά. Όλα! Άνθρωποι, ζώα, σύννεφα, τοποθεσίες. Αν ήτανε μπορετό να γίνει κ’ η θάλασσα ξανθιά>>. (Ευλογημένο Καταφύγιο, σελ. 183-184).
Δασκάλους «θεριακλήδες του μοντερνισμού», «αναγνώσματα βλακώδη» εντοπίζει με εκπληκτική διορατικότητα ο Κόντογλου στις «σημερινές-και διαχρονικές- γάγγραινες της πολύπαθης Παιδείας!
Κορφολουγούμε, ως επίλογο, από τον πνευματικό του ανθώνα τούτα τα ελάχιστα (τίποτε άλλο, εξάλλου, δεν «ζωγραφίζει» καλύτερα τον Φώτη Κόντογλου απ’ ότι τα ίδια τα γραψίματά του):<< Όσοι απομείναμε πιστοί στην παράδοση, όσοι δεν αρνηθήκαμε το γάλα που βυζάξαμε, αγωνιζόμαστε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, καταπάνω στην ψευτιά. Καταπάνω σ’ αυτούς που θέλουνε την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρουδιά. Κουράγιο! Ο καιρός θα δείξει ποιος έχει δίκιο, αν και δε χρειάζεται ολότελα αυτή η απόδειξη>>. (Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη, εκδ. «Αστήρ», σελ. 324).

Κατάντησε η πατρίδα μας κουφάρι άψυχο, παίγνιο των Ευρωπαίων κακεργετών. Τον δρόμο για να βρούμε τα φτερά τα πρωτινά μας, τα μεγάλα, μας τον δίδαξε ο Φώτης Κόντογλου: πίσω στην Παράδοσή μας. Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;

Ιερώνυμος "Αν δεν θέλετε παπάδες αλλάξτε το Σύνταγμα"

27 Σεπτεμβρίου του 1831: Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια


 
Ηταν ένα κυριακάτικο φθινοπωρινό πρωινό του 1831. Συγκεκριμένα 27 Σεπτεμβρίου του 1831.
Η θεία λειτουργία στο μικρό Ι. Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο είχε ξεκινήσει, και οι πιστοί εντός και εκτός του Ναού ανέμεναν την έλευση του Εθνικού Κυβερνήτη Καποδίστρια.

Όμως ξαφνικοί πυροβολισμοί αναστατώνουν το κλήρο και όσους πιστούς ευρίσκοντο εντός του ναού.

Η θεία λειτουργία σταμάτησε και όλοι προσπάθησαν να εξέλθουν από την μικρή θύρα της εκκλησίας προκειμένου να δουν τι συνέβη.

Το θέαμα που αντίκρισαν μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας ήταν συγκλονιστικό.

Ο Εθνικός Κυβερνήτης κειτόταν νεκρός μέσα σε μια λίμνη αίματος.

Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος ο Ι. Καποδίστριας είχε δολοφονηθεί από ξενοκίνητους δολοφόνους και από την εγχώρια πλουτοδημοκρατία.

Επιφανής πολιτικός

Ο Καποδίστριας είχε σπουδάσει ιατρός.
Με την ιδιότητα του αυτή προσπάθησε, όσο του επέτρεψαν οι δολοφόνοι του, να απαλύνει, να επουλώσει να θεραπεύσει το καταματωμένο από τους αγώνες ιερό σώμα της πατρίδος.

Ο Καποδίστριας ανήκει στους πλέον επιφανείς πολιτικούς από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους.

Σε ηλικία τριάντα τριών ετών είχε αναλάβει υπηρεσία στο Ρώσικο υπουργείο Εξωτερικών.

Οι αναλύσεις πάνω σε θέματα εξωτερικής πολιτικής του φωτισμένου αυτού Έλληνα, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την Κέρκυρα, προκάλεσαν το άμεσο ενδιαφέρον του ίδιου του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου του Α΄, ώστε μετά από λίγο χρόνο του έδιδε το αξίωμα του « εν ενεργεία κρατικού συμβούλου».

Η διαπρεπής αυτή φυσιογνωμία καθόρισε για μεγάλο χρονικό διάστημα τις τύχες των Ευρωπαϊκών χωρών, πράγμα που δεν του συγχωρούσαν μεγάλοι εχθροί του όπως ο Μέττερνιχ.

Ήταν εκείνος ο οποίος προετοίμασε την ενότητα της Ελβετίας και έβαλε τις βάσεις για την διαχρονική ουδετερότητα της.

Μέσα από πολλές δυσχέρειες οργάνωσε το Ελβετικό ομοσπονδιακό σύστημα και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την λειτουργία του Ελβετικού πολιτικού συστήματος.

Αλλά βέβαια αυτά ποιος τα γνωρίζει.

Ο Εθνικός Κυβερνήτης σήμερα έχει λησμονηθεί παντελώς από την Ελληνική Πολιτεία.

Η οπτική του για την επανάσταση του ‘21

Στην αρχή ο Καποδίστριας, γνωρίζοντας καλά τι διαδραματιζόταν στην πολιτική σκακιέρα της Ευρώπης, δεν ήταν υπέρ της επαναστάσεως των Ελλήνων. Γνώριζε πολύ καλά ότι η εξέγερση αυτή εάν επετύγχανε θα οδηγούσε σε μια κουτσουρεμένη Ελλάδα.

Ο Καποδίστριας όπως και ο Κοραής αλλά και άλλοι μορφωμένοι και σπουδαίοι Έλληνες, επεδίωκαν την «εκ των έσω διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την αναβίωση της Ελλάδος εφ’ όλης της εδαφικής επικρατείας της» (Ι. Καποδίστριας. – Κων. Πλεύρης 1996 Εκδ. ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.). Προς αυτόν τον σκοπό εργαζόταν το Φανάρι, οι Έλληνες εφοπλιστές, οι μορφωμένοι Έλληνες οι οποίοι κυριολεκτικά κυριαρχούσαν στην παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία.

Η επανάσταση του 1821 όμως παρ’ όλα αυτά ξεκίνησε και επομένως ο Καποδίστριας αλλά και οι οπαδοί της υποκαταστάσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναγκάστηκαν να την αποδεχθούν.

Το γεγονός της επαναστάσεως του 1821 είχε σαν αποτέλεσμα να ανακόψει απότομα την μακροχρόνια αλλά βεβαία αναβίωση της Ελληνικής αυτοκρατορίας. (Ι. Καποδίστριας. – Κων. Πλεύρης 1996 Εκδ. ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.).

Στην Ελλάδα

Μετά από σκληρούς και αιματοβαμμένους αγώνες τελικά ένα κομμάτι Ελληνικής γης απελευθερώθηκε.

Τότε ο ελληνικός λαός κάλεσε τον Ι. Καποδίστρια να αναλάβει την διακυβέρνηση του νεοελληνικού κρατιδίου.

Ήταν ο μόνος τον οποίο εμπιστευόταν ο λαός και ο μόνος που μπορούσε να επιβάλει τον νόμο και την τάξη.

Στην επίτομη Ιστορία του Παπαρηγόπουλου (μελέτη καθ. Δασκαλάκη) διαβάζουμε, «Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε ότι ήτο ανίκανος να κυβερνήσει με φιλελεύθερο σύστημα και απέβλεπεν από διαθέσεως και προθέσεως εις την άσκηση δικτατορικής εξουσίας.

Αι κατηγορίαι αυταί επαναλαμβάνονται μέχρι και σήμερον κατά του .Καποδιστρίου υπό Ελλήνων και ξένων ιστορικών». (Ι. Καποδίστριας. – Κων. Πλεύρης 1996 Εκδ. ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.).

Όταν έφτασε στην Ελλάδα εκείνο που βρήκε ήταν παντού ερείπια.

Τα ερείπια αυτά είχαν συσσωρευτεί όχι τόσο από τον αιματηρό επαναστατικό αγώνα του 21, αλλά από τον εμφύλιο σπαραγμό, την διχόνοια, την πολυαρχία και την αδυναμία των Ελλήνων να συμφωνήσουν ώστε να κυβερνηθούν με φιλελεύθερους και αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.

Ο κάθε πολιτικός ή στρατιωτικός αρχηγός είχε το δικό του κόμμα και ήθελε την εξουσία για λογαριασμό του.

Η διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων είχε φτάσει στο έσχατο σημείο.

Από άκρον εις άκρον της χώρας επικρατούσαν οι ληστείες, η πειρατεία, η διαρπαγή. Έτσι έφτασαν στο σημείο οι Έλληνες να θεωρούν ότι περισσότερο ασφαλείς ήσαν κάτω από την διακυβέρνηση των τούρκων παρά με εθνική ελευθερία.

Ριζικές αλλαγές

Αυτά και άλλα πολλά είχε να αντιμετωπίσει ο Καποδίστριας αναλαμβάνοντας την διακυβέρνηση του Νεοελληνικού κράτους. Επομένως, πώς μπορούσε να κυβερνήσει εάν άφηνε ουσιαστικά την εξουσία στους αντιπροσώπους του λαού οι οποίοι μέχρι τότε ήσαν υπεύθυνοι για την αναρχία και την λαϊκή δυστυχία;

Αντίθετα, ο λαός με μεγάλη ανακούφιση είδε να συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στα χέρια του.

Έτσι λοιπόν και όπως είχαν τα πράγματα ο λαός μόνο σε αυτόν είχε εμπιστοσύνη. “ Ο Καποδίστριας ήτο εθνικιστής και διεκρίνετο για τον κρατισμό του.

Είχε πίστη στην έννοια του κράτους, στην εξουσία του οποίου όλοι πρέπει να υπακούουν.

Βεβαιούμε ότι ο Καποδίστριας είναι ο πρώτος πολιτικός που εφήρμοσε την θεωρία του κράτους την οποία κατόπιν ακολούθησε ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός”. ( Ι. Καποδίστριας. – Κων. Πλεύρης 1996 Εκδ. ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.).

Ο Καποδίστριας ήθελε να δημιουργήσει ένα ισχυρό εθνικό κράτος στο οποίο άπαντες θα πειθαρχούν και γι’ αυτόν τον λόγο τις θέσεις του αυτές τις επέβαλε και νομοθετικώς.

Τίποτα δεν μπορούσε να βρίσκεται έξω από το κράτος και τίποτα δεν μπορούσε να γίνει μέσα στο κράτος. «Απηγόρευσε αυστηρώς πάσα μείωση της κρατικής ισχύος και τον έλεγχο των εκπροσώπων του κράτους από εξωκρατικάς κινήσεις, οργανώσεις, συμφέροντα κλπ. (ό,τι δηλαδή συμβαίνει ακριβώς σήμερα).

Ενδεικτική είναι η εγκύκλιος του Καποδίστρια που απηγόρευε εις δημοσίους υπαλλήλους, στρατιωτικούς κλπ, να συμμετέχουν σε μυστικές εταιρείες, υποννοών προφανώς τον τεκτονισμό». ( Ι. Καποδίστριας. – Κων. Πλεύρης 1996 Εκδ. ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.).

Ενώ λοιπόν ένα μικρό κομμάτι της Ελλάδος είχε απελευθερωθεί και ενώ ακόμη η τουρκική απειλή ήταν προ των πυλών, τους δημοκράτες της εποχής το μόνο που τους απασχολούσε ήταν η εδραίωση της δημοκρατίας, η βουλή, οι εκλογές, τα πολιτικά δικαιώματα οι μισθοί και γενικά οι βουλευτικές απολαβές.

Φυσικά ο Καποδίστριας δεν μπορούσε να ανεχθεί βουλή και βουλευτές οι οποίοι θα μπορούσαν να ανατρέψουν όχι μόνο τις αποφάσεις αλλά και τον κυβερνήτη, ο οποίος δεν θα ετύγχανε της εύνοιας των. Όταν ήλθε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας οι βουλευτές είχαν την εντύπωση ότι θα τον έβαζαν και αυτόν μέσα στο κοινοβουλευτικό παιγνίδι.

Όμως αυτός είχε άλλες απόψεις. Δημοκρατικά συντάγματα, βουλή και βουλευτές τα διέγραψε με μια μονοκονδυλιά.

Από αυτό το σημείο και μετά οι ξένες δυνάμεις με τα εγχώρια μίσθαρνα όργανα τους, αλλά και τους θιασώτες της πλουτο-δημοκρατίας άρχισαν να συνεργάζονται για την καθαίρεση του με κάθε μέσο.

Το έργο του Εθνικού Κυβερνήτη μέσα στον λίγο χρόνο που κατάφερε να κυβερνήσει ήταν τεράστιο. Ίσως αναφερθούμε σε αυτό σε κάποια μελλοντική αρθρογραφία μας.

Οι δημοκράτες βλέποντας το έργο του και την αγάπη του λαού για το πρόσωπο του, άρχισαν να τον διαβάλουν.

Τους απασχολούσαν οι εκλογές, τα δικαιώματα τους και αντί να πολεμούν τους Τούρκους πολεμούσαν τον Καποδίστρια. Κάποιες στάσεις εναντίον του από δημοκρατικούς παλληκαράδες έσβησαν «εν τη γενέσει τους».

Ο κυβερνήτης είχε την δύναμη να επιβάλλει την τάξη και, οι στασιαστές για να προστατευθούν κατέφυγαν στους τούρκους.

Έτσι πάντα ενεργούν οι δημοκράτες από τότε μέχρι σήμερα. Πίσω από αυτούς κρυπτόντουσαν οι κεφαλαιοκράτες της εποχής, οι περιβόητοι “κοτζαμπάσηδες”, καθώς επίσης και οι μεγάλες ξένες δυνάμεις.

Και οι μεν “κοτζαμπάσηδες” ήθελαν δημοκρατία για να χρηματοδοτούν και να ελέγχουν τους πολιτικούς ενώ οι ξένες δυνάμεις για δικούς τους λόγους.

Το χρονικό της δολοφονίας

Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1931 ο ΙΚαποδίστριας προσέρχεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα για να εκκλησιασθεί.

Τον συνοδεύει μόνο ο μονόχειρας σωματοφύλακας του ο κρητικός Κοκκόνης.

Στον δρόμο προς την εκκλησία συναντά τους Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και Γεώργιο Μαυρομιχάλη οι οποίοι αφού τον χαιρετούν τον προσπερνούν και καταλαμβάνουν θέσεις δεξιά και αριστερά της μικρής θύρας του Ναού.

Κοντά τους βρίσκεται και ο αστυνομικός Καραγιάννης ο οποίος είχε μυηθεί στην συνωμοσία.

Ο Καποδίστριας προφανώς είχε διαισθανθεί τι ακριβώς τον περίμενε.

Όταν συναντήθηκε με τους Μαυρομιχαλαίους τους έριξε μια ματιά βγάζοντας τον καπνό του κατά την συνήθεια της εποχής.

Πλησιάζοντας προς την εκκλησία τον πυροβολεί πρώτος ο Καραγιάννης αλλά αστοχεί.

Τον πυροβολεί συγχρόνως και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης.

Η σφαίρα τον βρίσκει στο κεφάλι.

Ο Εθνικός Κυβερνήτης πέφτει αιμόφυρτος. Τότε τρέχει ο εώργιος Μαυρομιχάλης και με το μαχαίρι του τον καρφώνει πολλές φορές. Ο λαός που ήταν συγκεντρωμένος στην αρχή έκπληκτος και άφωνος παρακολουθεί το πρωτοφανές αυτό φονικό. Αμέσως μετά αρχίζει να καταδιώκει τους δολοφόνους οι οποίοι εκλιπαρούν το έλεος των διωκτών τους.

Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καταδιωκόμενος από το πλήθος και στρατιώτες συλλαμβάνεται. Αμέσως άρχισαν να τον κτυπούν με μανία ενώ εκείνος ζητούσε έλεος. Τότε ο οπλαρχηγός Φωτομάρας σηκώνει την πιστόλα του και από το παράθυρο του σπιτιού του πυροβολεί τον Μαυρομιχάλη και τον σκοτώνει.

Η αγανάκτηση του κόσμου δεν εκτονώθηκε. Διαμέλισαν το πτώμα του και σε φρικτή κατάσταση το πέταξαν στην θάλασσα όπου επέπλεε για πολλές ημέρες. Κάποτε το έδεσαν σε μία πέτρα όπου και βυθίστηκε στα γαλανά νερά του Ναυπλίου.

Ο έτερος των δολοφόνων Γ. Μαυρομιχάλης στάθηκε περισσότερο τυχερός αφού καταδιωκόμενος και αυτός από το πλήθος κατέφυγε στην Γαλλική πρεσβεία, «ζητών την Γαλλικήν υπεράσπισιν έκραξε ότι εφονεύσαμε τον τύραννον, και φιλών την πιστόλα του αφιερώνων αυτήν και εαυτόν εις την τιμή της Γαλλίας».(Ν. Κασομούλη «Απομνημονεύματα» 3ος τόμος σελίς 441).

Σε έξαλλη κατάσταση ο λαός του Ναυπλίου συγκεντρώθηκε γύρο από την Γαλλική πρεσβεία και με κραυγές αγανακτήσεως απαιτούσε να του παραδοθεί ο δολοφόνος. Προ του κινδύνου να καταλάβει το αγανακτισμένο πλήθος την πρεσβεία, οι Γάλοι παρέδωσαν τον Γ. Μαυρομιχάλη στους στρατιώτες που παρευρίσκοντο μαζί με τον λαό.

Ο δολοφόνος αμέσως μετά οδηγήθηκε στο δικαστήριο το οποίο τον δίκασε για το έγκλημα του και τον καταδίκασε σε θάνατο.

« Για δικηγόρο του είχε τον Εδουάρδο Μάσον ο οποίος υπέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, η οποία φυσικά απερρίφθη.

Στην συνέχεια προσέβαλε την πρωτόδικο καταδικαστική απόφαση στο Αναθεωρητικό, το οποίο όμως την επικύρωσε και έτσι ο δολοφόνος του Εθνικού κυβερνήτη και αρχηγού του Ελληνικού κράτους εξετελέσθη». ( Ι. Καποδίστριας. – Κων. Πλεύρης 1996 Εκδ. ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.).

Ο αστυνομικός Καραγιάννης καταδικάστηκε επίσης σε θάνατο. Του δόθηκε όμως εξάμηνη αναβολή διότι υποσχέθηκε στο δικαστήριο ότι θα προβεί σε αποκαλύψεις. Μετά από λίγο χρόνο τον άφησαν ελεύθερο.

Ο συνήγορος του Γ. Μαυρομιχάλη Εδουάρδος Μάσον οποίος ήταν εβραίος στην καταγωγή, ως εισαγγελεύς, στην δίκη του Κολοκοτρώνη ήταν αυτός ο οποίος ζήτησε την θανατική του καταδίκη.

Η οδύνη του λαού
Πώς όμως αντέδρασε ο απλός λαός στο πρωτοφανές αυτό ξενοκίνητο έγκλημα, την δολοφονία του Εθνικού Κυβερνήτη; «Ο δε πολύς λαός ησθάνθη πραγματικήν οδύνην δια το φοβερό γεγονός. Το Ναύπλιον έκλαιγε τον μεγάλον πατέρα του Έθνους. Γυναίκες του λαού άφηναν κατάρας κατά των φονέων και άλλαι έκαναν σαν να είχαν αλλοφρονήσει».

Μας πληροφορεί ο ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος όπως γράφει στην « Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος», (εκδόσεις Μέλισσα, 1ος τόμος σελ. 482).

Όταν η σορός του Ι. Καποδίστρια εξετέθη σε δημόσιο προσκύνημα τότε φάνηκε η αγάπη του λαού για τον “τύραννο”.

Πλήθος κόσμου ήλθε να ασπασθεί για τελευταία φορά τον Εθνικό Κυβερνήτη και πολλοί από αυτούς δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα δάκρυα τους.

Τότε φάνηκε η αγάπη και η εμπιστοσύνη που έτρεφε ο απλός λαός για τον Καποδίστρια.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε μέγας πατριώτης διότι απέθανε για την πατρίδα.

Ενώ είχε αντιληφθεί τι επρόκειτο να του συμβεί είχε το θάρρος, δεν δίστασε, να συνεχίσει την πορεία του προς τον θάνατο.

Ήταν ο μόνος πολιτικός ο οποίος όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας ήταν πάμπλουτος και έφυγε από την ζωή πάμφτωχος.

Υπήρξε δημιουργός διότι παρέλαβε ένα εξαθλιωμένο κρατίδιο και συγκρότησε και οργάνωσε το Νεοελληνικό κράτος από το μηδέν.

Γι’ αυτούς του λόγους και όχι μόνο και αυτός ο μεγάλος Έλληνας έχει μπει στο πάνθεο της λήθης από τους νεο-βαρβάρους Έλληνες.

πηγή

Εις δεινά ελληνικά θεραπεία ελληνική




Του 
Πέτρου Μανταίου 
"Εφημερίδα των Συντακτών"

«Ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι, σκόρπιοι εις τα βουνά και εις τα σπήλαια΄ το δημόσιο είναι πλακωμένο από δύο εκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, άλλα τόσα ζητείτε οι στρατιωτικοί, η γη είναι υποθηκευμένη εις τους Αγγλους δανειστάς΄ ανάγκη να την ελευθερώσομε με την ίδια απόφαση ως θα την ελευθερώσομε και από τα άρματα του Κιουτάγια [Κιουταχή] και του Αιγύπτιου [Ιμπραήμ]. Δεν λυπούμαι, δεν απελπίζομαι΄προτιμώ αυτό το σκήπτρο του πόνου και των δακρύων παρά άλλο. Ο Θεός μου το ’δωσε, το παίρνω, θέλει να με δοκιμάσει […]

»Ως οι παλαιοί ήρωες ή βασιλείς της Ελλάδος πρέπει να φυτεύομε δένδρα, ν’ ανοίγομε δρόμους, να παλεύομε με τα θηρία του δάσους, να δέσομε την κοινωνία μας με νόμους σύμφωνους προς το έθνος μας΄ ούτε οπίσω ούτε εμπρός του καιρού μας΄ μη μου ζητείτε ζωγραφιές πολύτιμες εις οικοδόμημα ακόμη ατελείωτο. Μέτρο μας και άστρο εις δεινά ελληνικά θεραπεία ελληνική. Με το στόμα μας, όχι ως οι χειρουργοί της Ευρώπης κόφτοντες, αλλά με το στόμα μας να βυζαίνομε το έμπυο της πατρίδας μας διά να την γιάνομε […]

»Ενα μόνο φοβούμαι πολύ και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνηση τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων –επειδή κάθε τόπος έχει χωριστά το μυστήριο της ζωής του, τον νόμο της ευτυχίας του– αν πλανεθεί ο ελληνισμός και σηκώσει σκοτάδι μεταξύ μας ώστε εσείς να μη διαβάζετε εις την καρδίαν μου, θολωθούν και εμένα οι οφθαλμοί, ποιος ξεύρει; Πού θα πάμε; Τι θα γενούμε;» -Ιωάννης Καποδίστριας, Κυβερνήτης της Ελλάδος.

Τα σημειώνει ο Γ. Τερτσέτης, στα Απόλογα για τον Καποδίστρια (Απαντα – Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη), ότι τα είπε ο Καποδίστριας στον μέλλοντα… δολοφόνο του, Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη. Δολοφονήθηκε, μπροστά σε εκκλησιά, Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831.

πηγή

ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΙΛΟΥΣΕ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΤΣΙ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ!




Του Παναγιώτη Τελεβάντου

Κατά την επίσκεψή του στο Σιδηρόκαστρο ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μίλησε με αξιοθαύμαστη παρρησία και έβαλε στη θέση της την κυρία Σία Αναγνωστοπούλου που αποφάσισε αυθαίρετα να καταργήσει το Σύνταγμα και τις αποφάσεις των δικαστηρίων και να αλλάξει τη στάση του Υπουργείου Παιδείας για το θέμα των απαλλαγών από το μάθημα των θρησκευτικών.

Δεν μπορούμε να λέμε ανοησίες, είπε ο Μακαριότατος, και χαρακτήρισε τις θέσεις της κυρίας Αναγνωστοπούλου ανεύθυνες και εντελώς αναρμόδιες να καθορίσουν τη στάση του Υπουργείου Παιδείας για το θέμα.

Μακάρι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος να μιλούσε πάντοτε για τα θέματα της πίστεως με την ίδια παρρησία και σαφήνεια. Ο λαός του Θεού θα προσέβλεπε στο πρόσωπό του με πολλή αγάπη και εμπιστοσύνη.

Αναμένουμε, Μακαριότατε, να ακούσουμε και τη φωνή σας στον ίδιο τόνο και με την ίδια σαφήνεια στο θέμα του Οικουμενισμού και της Πανορθόδοξης Συνόδου.

Είναι αδιανόητο να μεθοδεύεται η επικύρωση της οικουμενιστικής πορείας με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας.

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πρέπει να αναγνωρίσει ως Οικουμενικές τις συνόδους που δικαίωσαν τον Μέγα Φώτιο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και να καταδικάσει τον Οικουμενισμό ως παναίρεση και επ’ ουδενί λόγω να μην αποπειραθεί να τον δικαιώσει. 

Αν, Μακαριότατε, τηρήσετε τη σωστή στάση στα θέματα αυτά η Εκκλησιαστική Ιστορία θα γράψει με γράμματα χρυσά το όνομά σας στις δέλτους της.

Γόρτυνος Ιερεμίας: To αντίδωρο

Γόρτυνος Ιερεμίας: To αντίδωρο
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑ

1. Στο σημερινό μου σύντομο κήρυγμα, αδελφοί χριστιανοί, θα σας μιλήσω για το Αντίδωρο, που παίρνουμε στο τέλος της θείας Λειτουργίας.
Λέγεται «Αντίδωρο», γιατί το παίρνουμε αντί των «Δώρων». «Δώρα», «τίμια Δώρα», καλούμε την θεία Κοινωνία. «Δωρεάν» μας δίνει ο Χριστός το Σώμα Του και το Αίμα Του στην θεία Κοινωνία, «δωρεάν» χωρίς να μας αξίζει, γι᾽ αυτό και τα λέμε «Δώρα». Το Αντίδωρο, λοιπόν, οικονομήθηκε γι᾽ αυτούς, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να κοινωνήσουν και έτσι, αντί της θείας Κοινωνίας, αντί των Τιμίων Δώρων, παίρνουν για ευλογία το Αντίδωρο.
2. Πραγματικά, χριστιανοί μου, είναι μεγάλη ευλογία το Αντίδωρο. Είναι ευλογία γιατί «περνάει» πρώτα από ολόκληρη ιερή Ακολουθία, την Ακολουθία της Προσκομιδής. Κατά την Ακολουθία αυτή, από το πρόσφορο, που ετοιμάζουν τα ευλογημένα χέρια των ευσεβών γυναικών, ο ιερεύς αποχωρίζει την κεντρική μερίδα που γράφει «ΙΗΣΟΥΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ, ΝΙΚΑ» την βάζει πάνω στο άγιο Δισκάριο, και το υπόλοιπο μέρος του προσφόρου, ξέρετε, χριστιανοί μου τι συμβολίζει; Συμβολίζει την Κοιλία της Παναγίας! Έτσι λέγει ο άγιος Γερμανός, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως. Γιατί, όπως από την Κοιλία της Παναγίας μας βγήκε ο Χριστός, έτσι και από την «κοιλία» του προσφόρου βγαίνει από τον ιερέα στην Προσκομιδή η κεντρική μερίδα «ΙΗΣΟΥΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ, ΝΙΚΑ». Αυτή η μερίδα στην θεία Λειτουργία με την ευχή πάλι του ιερέα, ω μέγιστο θαύμα!, θα γίνει Χριστός, θα γίνει το Σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!

3. Το υπόλοιπο, λοιπόν, πρόσφορο, που είπαμε ότι συμβολίζει την Παναγία μας, κόπτεται για Αντίδωρο. Πραγματικά, δεν είναι μεγάλη ευλογία το να πάρετε μερίδα και να φάτε από αυτό το πρόσφορο; Οι παλαιοί έλεγαν το Αντίδωρο «Ύψωμα της Παναγίας»! Το έλεγαν «ύψωμα», γιατί πραγματικά ο ιερέας υψώνει το πρόσφορο, μέχρι το μέτωπό του, όταν αρχίζει την Προσ-κομιδή λέγοντας μάλιστα και ένα ειδικό τροπάριο (το «εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του Νόμου...»). Καί το λέμε «της Παναγίας» ύψωμα, γιατί είπαμε ότι το πρόσφορο συμβολίζει την Κοιλία της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Όπως το καταλαβαίνετε, χριστιανοί μου, για να φάτε το Αντίδωρο πρέπει να είστε νηστικοί. Γιατί το Αντίδωρο «πέρασε» από την Ακολουθία της Προσκομιδής, η οποία δεν είναι όπως η Αρτοκλασία, που τρώμε τους άρτους και ας έχουμε φάει προηγουμένως· αλλά η Προσ¬κομιδή λέγω, είναι Ακολουθία που συνδέεται με την θεία Λειτουργία. Καί την λέγουν μάλιστα την Προσκομιδή «λειτουργία εν εμβρύω»!

4. Με το Αντίδωρο, χριστιανοί, παίρνετε και μία άλλη ειδική ευλογία. Ακούστε: Πόσο θα το θέλατε να μπείτε μέσα στο Ιερό και να προσκυνήσετε την Αγία Τράπεζα!... Δεν επιτρέπεται όμως αυτό για σας τους λαικούς και για σας τις γυναίκες ιδιαίτερα. Αλλά, ενώ δεν επιτρέπεται εσείς οι λαικοί να μπείτε στο Ιερό, για να ασπαστείτε την Αγία Τράπεζα, παίρνοντας το Αντίδωρο, ασπάζεσθε το χέρι του ιερέα, που αγγίζει την Αγία Τράπεζα. Αλλά θα πείτε, μπορώ και στο δρόμο να ασπαστώ το χέρι του ιερέα και να πάρω την ευλογία αυτή. Όχι, προσέχετε! Την ώρα που παίρνετε το Αντίδωρο είναι μια ειδική ευλογία από το χέρι του ιερέα. Γιατί είναι ακριβώς η ώρα μετά την θεία Λειτουργία, που το χέρι του ιερέα άγγιξε πριν από λίγο τα άγια, και στάζει Αίμα, του Χριστού το Αίμα, είναι χέρι «αιμοσταγές»! Έτσι, ασπαζόμενοι το χέρι του ιερέα, όταν παίρνετε το Αντίδωρο αυτή την στιγμή, είναι σαν να ασπάζεστε την ίδια την Αγία Τράπεζα, για να μην πω ότι είναι και ακόμη περισσότερο.
Γι᾽ αυτήν όμως την τελευταία ευλογία που είπα ότι λαμβάνετε παίρνοντας το Αντίδωρο, εννοείται ότι πρέπει να παίρνετε το Αντίδωρο από τον λειτουργούντα ιερέα και όχι να το παίρνετε μόνοι σας από το παγκάρι.

5. Τέλος, σας συνιστώ το Αντίδωρο που λαμβάνετε από τον ιερέα την Κυριακή, μην το τρώτε όλο (ή ζητήστε και διπλό)· αλλά κρατάτε λίγο, για να τρώτε μόνοι σας κάθε μέρα στο σπίτι σας ένα μικρό θρύμμα κάθε πρωί (νηστικοί), με τον αγιασμό του μηνός μαζί. Αλλά πρώτα θα τρώτε το Αντίδωρο και μετά θα πίνετε τον Αγιασμό, γιατί το Αντίδωρο συνδέεται με την Θεία Λειτουργία. Ξαναλέγω όμως ότι κανονικό Αντίδωρο είναι αυτό που κόβεται από το προσ¬φορο που προσκομίστηκε από τον ιερέα. Αυτό από το οποίο βγήκε η μερίδα «ΙΗΣΟΥΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ, ΝΙΚΑ» και τέθηκε στο Άγιο Δισκάριο και όχι αυτό που κόβεται από άλλο πρόσφορο.
Με πολλές ευχές,


† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Την στενοχώρια ,γεννούν στην ψυχή οι αναθυμιάσεις του εγώ


Ο πόνος, η αγωνία, η ψυχική τραγωδία ,η στενοχώρια είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, η οποία οφείλεται στον εγωισμό του. Την στενοχώρια ,γεννούν στην ψυχή οι αναθυμιάσεις του εγώ , ενώ η φυσιολογική της κατάσταση είναι η χαρά, διότι ο Θεός είναι χαρά, είναι ειρήνη, και η ψυχή είναι εμφύσημα του Θεού, δημιουργήθηκε από […]
Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης για την προσευχή

Γέροντα Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Ο πόνος, η αγωνία, η ψυχική τραγωδία ,η στενοχώρια είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, η οποία οφείλεται στον εγωισμό του. Την στενοχώρια ,γεννούν στην ψυχή οι αναθυμιάσεις του εγώ , ενώ η φυσιολογική της κατάσταση είναι η χαρά, διότι ο Θεός είναι χαρά, είναι ειρήνη, και η ψυχή είναι εμφύσημα του Θεού, δημιουργήθηκε από Αυτόν και οδεύει προς Αυτόν. Επομένως, μέσα στην ανθρώπινη ζωή, η στενοχώρια είναι ξένη και αδικαιολόγητη.
Και όμως σήμερα δεν βρίσκεις άνθρωπο χαρούμενο, που σημαίνει πως δεν βρίσκει κανείς άνθρωπο ισορροπημένο, ήρεμο, φυσιολογικό. Η στενοχώρια είναι αρρώστια τρομερή που μαστίζει την οικουμένη, η μεγαλυτέρα ίσως βάσανος της ανθρωπότητος, το μεγαλύτερό της δράμα. Δεν είναι απλώς τα προοίμια της κολάσεως αλλά η βίωσις της κολάσεως από της παρούσης ζωής.
Έλλειψις χαράς σημαίνει έλλειψις Θεού, ενώ η χαρά απόδειξις της παρουσίας αυτού. Εάν κανείς είναι κοσμικός άνθρωπος και τέρπεται επί τοις επικήροις, χαίρεται για τις ηδονές, για τα παροδικά και μάταια, αυτός ίσως έχει κάποια ηδονή, κάποια ευχαρίστηση, αλλά στην πραγματικότητα, αν προσέξει κανείς, θα δει ότι υπάρχει θλίψις και στενοχώρια στην ζωή του, όπως λέγει η Αγία Γραφή: <θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν>.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χαρά εκεί όπου υπάρχει παράβασις της εντολής του Θεού, όπως είναι αδύνατον να υπάρχει στενοχώρια με την εφαρμογή του νόμου του Θεού.
Χαρά, Λύπης Όλεθρος. Λύπη είναι ένα ξίφος που έρχεται αιφνιδίως και χτυπάει το σώμα, ιδιαίτερα όμως την ψυχή του ανθρώπου. Και μάλιστα κάτι που εξέρχεται από την κακία των ανθρώπων, από την αμαρτία, από την δυσωδία, από την αντίθεση των άλλων. Η λέξη λύπη είναι συγγενής προς την λέξη λύμη, η οποία σημαίνει πληγή, κάτι που στάζει πύον. Επομένως, λύπη είναι η κατάσταση της ψυχής, η οποία στάζει πύον. Κυρίως προέρχεται από βέλη τα οποία εξακοντίζονται από την κακία των ανθρώπων ή και από τις κακίες της δικής μας ψυχής. Η λύπη εδώ δεν είναι αυτό που λέμε, είμαι λυπημένος. Όταν λέμε, είμαι λυπημένος, κατά κανόνα εννοούμε, ζω τις αναθυμιάσεις της δικής μου αμαρτίας, της δικής μου εγωπάθειας, της δικής μου απομονώσεως από τον Θεό. Όταν οι πατέρες ομιλούν για την λύπη, εννοούν κάτι διαφορετικό.
Η χαρά λοιπόν είναι λύπης όλεθρος. Επομένως όταν μας χτυπήσουν τα βέλη αμαρτίας, των πονηρών παθών, των εμπαθών λογισμών, τα βέλη των κακών ανθρώπων ή οποιαδήποτε άλλα, όταν φαίνεται η δυσωδία του προτέρου μας βίου, όταν η αποτυχία της ζωής μας έλθει να μας χτυπήσει, τότε η χαρά είναι όλεθρος της λύπης. Η χαρά είναι σαν μια ασπίδα που χτυπούν τα βέλη και φεύγουν και δεν παθαίνεις τίποτε. Όλοι εκείνοι και όλα εκείνα που έρχονται να θλίψουν την δική μας ψυχή καταστρέφονται, απόλλυνται.
Η τροφή των εν Χριστώ ασκουμένων είναι η χαρά. Η χαρά τρέφει την ψυχή, το πνεύμα, τον νου, ώστε να μπορούν να ανεβαίνουν και να δίδωνται εις τον Θεόν. Καμία άσκησις, καμία εγκράτεια, κανείς πόθος, καμία αγάπη δεν μπορεί να φτάσει εις το τέρμα εάν δεν τρέφεται. Σκεφτείτε κάποιον που θέλει να είναι καλός αθλητής και δεν τρώει. Απλούστατα θα πέσει εις τον δρόμο. Έτσι ακριβώς παθαίνει και κάποιος πνευματικός ασκητής αν δεν έχει χαρά.

πηγή