Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Ο Άγιος Ιωάννης ο ασκητής και ο Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός




Άγιοι Συμεών ο δια Χριστόν σαλός και Ιωάννης – Εορτάζουν στις 21 Ιουλίου
Στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του έτους 518 πήγαν στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν και δυο νέοι, φίλοι αχώριστοι, από την Έδεσσα της Συρίας.
Μετά την προσκύνηση του Σταυρού του Χριστού είπαν να επισκεφτούν μοναστήρια και ασκητήρια για να πάρουν ευχές και νουθεσίες από τους ασκητές. Χάρηκαν τόσο πολύ από την περιήγηση αυτή και την επαφή τους με τους μοναχούς, που ήθελαν να μείνουν εκεί. Σ’ ένα μοναστήρι λοιπόν έγιναν μοναχοί κι από ‘κει αναχώρησαν μόνοι για την έρημο. Κοντά στη Νεκρά θάλασσα βρήκαν σπήλαια και κατοίκησαν. Εκεί ζούσαν ασκητικά, προσευχόμενοι και διαβάζοντας τις Γραφές καθημερινά. Καθάριζαν το νου και την καρδιά τους από κάθε επιθυμία κοσμική, ώσπου έφτασαν σε κατάσταση απάθειας, δηλαδή, δεν επιθυμούσαν πια τίποτε κακό ούτε μπορούσαν να σκεφθούν κάτι αντίθετο από το θέλημα του Θεού. Πέρασαν εκεί είκοσι εννέα χρόνια.
Μια μέρα λέει ο Συμεών στον Ιωάννη: «Έχω μία εσωτερική πληροφορία, που μου λέει να πάω στον κόσμο. Ίσως εκεί βοηθήσω και κάποιους άλλους να βρουν το δρόμο του Θεού». Μα ο Ιωάννης δεν ένοιωθε πως ήταν έτοιμος ή ικανός για κάτι τέτοιο. Μάλιστα προσπαθούσε να μεταπείσει το συνασκητή του ν’ αλλάξει γνώμη. Ο Συμεών όμως είχε μία εσωτερική σιγουριά για την απόφαση αυτή. Έτσι μια μέρα αποχαιρέτησε το φίλο του κι έφυγε για τον κόσμο. «Πάω να περιπαίζω τον κόσμο» του είπε.
Πήγε πρώτα στα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και μετά έφυγε για την πατρίδα του, την Έδεσσα. Κατά την επαφή του με τον κόσμο, συνέχεια γίνονταν θαύματα με την προσευχή του και το άγγιγμα των χεριών του. Όμως παρακάλεσε το Θεό να τον προστατεύσει, να μην γνωρίσουν οι άνθρωποι ποιος ήταν. Γι’ αυτό και ο ίδιος προσποιείτο πως ήταν σαλός, δηλαδή τρελός. Άρχισε τις τρέλες του με την είσοδό του στην πόλη. Βρήκε έναν ψόφιο σκύλο, τον έδεσε με το ζωνάρι του και σέρνοντάς τον μπήκε στην πόλη. Εκεί κοντά ήταν ένα σχολείο. Μόλις τον είδαν τα παιδιά, τον πήραν για τρελό, έτρεχαν ξωπίσω του και τον γιουχάιζαν.
Σαν ήρθε στη αγορά τον βρήκε κάποιος εστιάτορας και τον προσέλαβε να πουλά ξηρές τροφές. Αυτός μόλις ανάλαβε καθήκοντα πωλητή άρχισε να τρώει, (είχε μία βδομάδα να φάει). Όταν χόρτασε, άρχισε να διαμοιράζει τις υπόλοιπες τροφές στους ζητιάνους. Σαν τον πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, τον έδιωξε βρίζοντας και κλωτσοκοπώντας τον. Ο Όσιος Συμεών έφυγε, μα επέστρεψε πάλι το απόγευμα. Μπήκε στο εστιατόριο με αναμμένα κάρβουνα στη χούφτα του και λιβάνι. Θύμιαζε το μαγαζί και τους παρευρισκόμενους. Όταν είδε αυτό το θαύμα η γυναίκα του εστιάτορα, ευλαβήθηκε πολύ τον Άγιο και ολόκληρη η οικογένεια επέστρεψε στην Ορθοδοξία, γιατί ήσαν αιρετικοί.
Μετά απ’ αυτό όλοι τον σέβονταν. Άρχισε, λοιπόν, να τρώει κρέας μπροστά τους. Για κάθε κομμάτι κρέας, που έτρωγε φανερά, νήστευε στα κρυφά για μια βδομάδα όλα τα φαγητά. Επειδή και πάλι τον τιμούσαν και ιδίως η γυναίκα του εστιάτορα, σκέφτηκε κάτι άλλο να κάνει. Ανέβηκε ένα βράδυ στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα μόνη της κι έκανε πως ήθελε να την αγκαλιάσει. Αυτή μόλις το αντιλήφθηκε, έβαλε τις φωνές και με κλωτσιές τον έβγαλαν έξω.

Κάποιος διάκος, ονόματι Ιωάννης, έγινε φίλος με τον Άγιο Συμεών. Τον συμπονούσε για την κακοπάθεια και τη σκληραγωγία του. Προσφέρθηκε μια μέρα να τον πάει στα κοινά λουτρά, να τον λούσει. Ο Όσιος αντί να τον ακολουθήσει στο αντρικό λουτρό όρμησε στο γυναικείο. Οι γυναίκες που λούζονταν ξαφνιάστηκαν, τον άρπαξαν και αφού τον έδειραν, τον έριξαν έξω. Αργότερα τον βρήκε ο Ιωάννης, ο διάκος, και τον ρώτησε: «Πώς αισθάνθηκες, αλήθεια, ανάμεσα σε τόσες γυμνές γυναίκες;». Κι αυτός του απάντησε: «Τίποτε δεν αισθάνθηκα, ήμουν σαν ξύλο ανάμεσα στα ξύλα».
Ο διάκος Ιωάννης είχε ένα γιο, ο οποίος επισκεπτόταν κρυφά μια παντρεμένη γυναίκα. Όταν τον βρήκε ο Όσιος στην αγορά, του ‘δωσε ένα σκαμπίλι και του είπε: «Πάψε να κάνεις αυτά που κάνεις, γιατί θα σε πάρει ο δαίμονας και θα σε σηκώσει». Και ο δαιμονίστηκε πάραυτα! Έπεσε χαμαί κι’ άφριζε. Είδε τότε τον Άγιο να βγάζει από πάνω του ένα μαύρο ζώο και να το διώκει με ξύλινο σταυρό. Αμέσως ο νέος θεραπεύτηκε και σωφρονίστηκε, Δεν μπορούσε όμως να πει τίποτε απ’ όσα είδε κι έπαθε, παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου.
Ο Άγιος Συμεών συνήθως έκανε παρέα με φτωχούς, ζητιάνους και δούλους. Συχνά πήγαινε στα σπίτια των πλουσίων κι έκανε παρέα με τις υπηρέτριες, χαριεντιζόταν μαζί τους και προσποιείτο ότι τις φιλούσε. Μια φορά κάποια υπηρέτρια έμεινε έγκυος και είπε στην κυρία της ότι ο πατέρας του παιδιού είναι ο σαλός. Ο Όσιος δεν το αρνήθηκε, μάλιστα φρόντιζε κάθε τόσο να παίρνει κρέας και ψάρια στην υποτιθέμενη γυναίκα του. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, τρία μερόνυκτα κοιλοπονούσε χωρίς αποτέλεσμα. Ήρθε τότε ο Συμεών κι όλοι του έλεγαν: «Κάνε προσευχή, σαλέ, για τη γυναίκα και το παιδί σου». Αυτός κτυπούσε παλαμάκια κι έλεγε: «Αν δεν ομολογήσει τον πατέρα του παιδιού, δεν γεννιέται παιδί». Αυτή ομολόγησε την αλήθεια και παρευθύς γέννησε.
Ένας παντοπώλης Εβραίος έτυχε να δει τον Όσιο να συνομιλεί με δυο αγγέλους την ώρα που πλενόταν και ήθελε να το πει. Ο Όσιος πήγε στον ύπνο του και του είπε: «Μην πεις σε κανένα αυτό που είδες». Όταν ξημέρωσε όμως και πήγε στο παντοπωλείο του, ήθελε να το πει στους πελάτες του. Τότε πέρασε ο Άγιος, τον άγγιξε στα χείλη και βουβάθηκε. Ο Εβραίος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε με νεύματα να τον θεραπεύσει. Αυτός δεν του απάντησε, μόνο φάνηκε πάλι στον ύπνο του και του είπε: «Αν πιστέψεις και βαπτιστείς, θεραπεύεσαι, αλλιώς θα πεθάνεις άλαλος ». Ο Εβραίος δεν αποφάσισε να βαπτιστεί παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου. Και πραγματικά, μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, ήρθε η λαλιά του. Και είχε τόση ευλάβεια προς αυτόν, ώστε αυτός πρώτος τον τίμησε ως Άγιο και γιόρταζε κάθε χρόνο τη μνήμη του.

Μια μέρα πέρασε από μια συγκέντρωση, όπου χόρευαν πολλές κοπέλες. Αυτές μόλις τον είδαν, άρχισαν να τον περιπαίζουν τραγουδώντας αισχρά τραγούδια. Ενώ τραγουδούσαν διαπίστωσαν ότι τυφλώθηκαν όλες στο ένα τους μάτι. Τότε κλαίγοντας τον πήραν ξωπίσω και τον παρακαλούσαν να τις συγχωρέσει και να τις θεραπεύσει. Στάθηκε αυτός και είπε: «Όποια δεχθεί να την φιλήσω στο μάτι θα θεραπευθεί». Μερικές δέχθηκαν και θεραπεύθηκαν. Οι άλλες έμειναν μονόφθαλμες. Αργότερα κι αυτές τον έτρεχαν κατόπι φωνάζοντας: «Φίλησέ μας, φίλησέ μας». Αυτός όμως δεν δέχθηκε πια. Όταν αργότερα ο διάκος φίλος του τον ρώτησε γιατί δε θεράπευσε κι αυτές, είπε: «Εάν αυτές θεραπευθούν θα γίνουν οι πιο αμαρτωλές γυναίκες στη Συρία. Μονόφθαλμες σώζονται».
Κάποτε κάποιος έμπορος από την Έδεσσα πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει και να γιορτάσει την Ανάσταση. Μετά τη γιορτή επισκεπτόταν σπήλαια και ασκητήρια της ερήμου δίνοντας ελεημοσύνη στους μοναχούς και ζητώντας την ευχή τους. Έτυχε τότε να συναντήσει και τον Άγιο Ιωάννη, το φίλο και συνασκητή του Αγίου Συμεών. «Πόθεν είσαι»; τον ερωτά. «Από την Έδεσσα» του απαντά. «Έχεις τον Αββά Συμεών, το σαλό, στη γειτονιά σου και ήρθες εδώ ζητώντας ευχή από μένα; Εγώ και όλος ο κόσμος χρειαζόμαστε την ευχή του. Να του πεις να μην ξεχνά να προσεύχεται και για τον αδελφό του τον Ιωάννη, τον ασκητή». Ο έμπορας πήρε τα χαιρετίσματα στον Άγιο Συμεών, αλλά μόνο μετά το θάνατό του μπόρεσε να πει το γεγονός.
Κάποτε κάποιο κακοποιοί σκότωσαν κάποιον και τον έριξαν κρυφά στο σπίτι του διάκου Ιωάννη. Όταν βρήκαν το νεκρό, κατηγόρησαν το διάκο για φόνο και επρόκειτο να τον οδηγήσουν στην αγχόνη. Αυτός συνέχεια φώναζε: «Ο Θεός του σαλού, βοήθησέ με». Ο Συμεών ήταν στο καλυβάκι του και προσευχόταν γι’ αυτόν. Τη τελευταία στιγμή συνέλαβαν τους πραγματικούς δολοφόνους κι άφησαν ελεύθερο τον διάκο. Αυτός κλαίγοντας πήγε να ευχαριστήσει τον φίλο του. Ο Άγιος Συμεών του είπε: «Ξέρεις γιατί τα έπαθες όλα αυτά; Χθες δυο φτωχοί σου ζήτησαν ελεημοσύνη και ενώ είχες δεν έδωσες, Μήπως νομίζεις ότι είναι δικά σου εκείνα που δίνεις; Λοιπόν, εάν πιστεύεις στο Θεό, δίνε όσο μπορείς. Εάν δε δίνεις είναι φανερό πως είσαι άπιστος».
Ένα πρωί ο Συμεών κρατούσε σινάπι τριμμένο στο αριστερό του χέρι και στο δεξί ψωμί. Το άρτυζε με σινάπι κι έτρωγε. Όποιος τον πείραζε του έτριβε το σινάπι στο στόμα. Τον πλησίασε και κάποιος, που είχε ασθένεια στα μάτια. Του ‘χρισε τα μάτια με το σινάπι και του είπε: «Πήγαινε, νίψου με σκορδόξυδο και θα γιάνεις, κουτέ». (Όλους συνήθιζε να τους αποκαλεί κουτούς ή κάτι παρόμοιο). Εκείνος δεν εμπιστεύθηκε τον Όσιο και πήγε σε γιατρούς, όπου και χειροτέρεψε. Μια μέρα αγανακτισμένος είπε: «Θα κάμω ό,τι μου πει ο σαλός κι ας βγουν και τα δύο μου μάτια». Και πλύθηκε με σκορδόξυδο κι έγιναν τα μάτια του σα μικρού παιδιού. Όταν τον συνάντησε στο δρόμο ο Όσιος, του είπε: «Βλέπεις πως έγινες καλά, κουφιοκέφαλε; Να μην ξανακλέψεις κατσίκες από το μαντρί του γείτονά σου».
Ο δούλος κάποιου πλούσιου του ΄κλεψε πεντακόσια χρυσά νομίσματα. Μη μπορώντας να βρει ούτε τον κλέφτη, ούτε τα λεφτά, πήγε στο Συμεών και του λέγει: «Μπορείς, τρελέ, να μου βρεις τα νομίσματα, που ‘χασα, να σου δώσω και σένα δέκα;». Του λέει ο Όσιος: «Δώσε μου υπόσχεση ότι δε θα ξαναδείρεις πια κανένα δούλο σου». Αυτός ορκίστηκε και ο Άγιος του υπέδειξε πού είναι τα χρυσά νομίσματα και τα βρήκε. Μετά από καιρό πήγε να δείρει ένα δούλο κι άρχισε να τρέμει το χέρι του. Κατάλαβε τότε πως είναι δουλειά του σαλού. Πήγε και του λέει: «Λύσε με από τον όρκο, τρελέ». Ο Άγιος δεν του απάντησε. Πήγε όμως στον ύπνο του και του είπε: «Αν λύσω τον όρκο, θα σκορπίσω όλα τα αργύρια κι όλο το βιός σου. Δε φοβάσαι και δεν ντρέπεσαι να δέρνεις αυτούς που κατευθείαν πηγαίνουν στην αιώνια ζωή, εσύ που αδίκαστος πας στην κόλαση;».
Μια γυναίκα έκανε φυλακτά για το μάτι και διάφορα άλλα μαγικά. Ο Άγιος την αγαπούσε και της έδινε φαγητά και ρούχα που του χάριζαν. Μια μέρα της λέει: «Να σου κάνω κι εγώ ένα φυλακτό να μη σε βλάπτει ποτέ κανένα μάτι». Και της έγραψε ένα φυλακτό στη συριακή διάλεκτο που αυτή δεν μπορούσε να διαβάσει. Έγραφε «Ο Θεός να σ’ ελεήσει και να σε καταργήσει, να μη σ’ αφήνει να απομακρύνεσαι απ’ Αυτόν, ούτε τους άλλους ν’ απομακρύνεις». Αυτό το σημείωμα πάνω της η γυναίκα σα φυλακτό και δεν μπορούσε πια να κάνει καμιά μαγεία.
Μια μέρα καθόταν στο φούρνο ενός Εβραίου, που έψηνε γυάλινα σκεύη και παρακολουθούσε μ’ ένα τσούρμο φτωχούς. Σε κάποια στιγμή λέει στους ζητιάνους: «θέλετε να σας κάνω να γελάσετε; Προσέξτε!» Πλησίασε, σταύρωσε από πάνω τα αγγεία κι έσπασαν επτά. Οι ζητιάνοι έσκασαν στα γέλια ενώ ο Εβραίος έγινε έξω φρενών και κτύπησε τον Άγιο. Αυτός του είπε: «Στ’ αλήθεια, ντενεκέ, αν δεν κάνεις το σημείο του σταυρού στο μέτωπό σου, θα σπάσουν όλα τ’ αγγεία σου». Και πριν τελειώσει το λόγο, έσπασαν άλλα δεκατρία. Ο Εβραίος κατανύχθηκε, έκανε σταυρό στο μέτωπό του και δεν έσπασαν άλλα αγγεία. Έτσι πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε μ’ όλη την οικογένειά του.
Ο Άγιος Συμεών κάθε Μεγάλη Σαρακοστή δεν έτρωγε τίποτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη. Τότε πήγαινε στον αρτοποιό, άρπαζε ένα ψωμί κι έτρωγε λαίμαργα μπροστά στον κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι σκανδαλίζονταν κι έλεγαν: «Αυτός ο καλόγερος ούτε τη Μεγάλη Πέμπτη δεν μπορεί να νηστέψει».
Είχε για διαμονή του μια ξύλινη καλύβα και ξάπλωνε σ’ ένα δεμάτι κληματίδες. Συχνά ξαγρυπνούσε προσευχόμενος. Όταν έβγαινε το πρωί να γυρίσει την πόλη, έκοβε κλάδους ελιάς ή άλλων φυτών κι έκανε στεφάνι, που το φορούσε στη κεφαλή. Κρατούσε κι ένα κλαδί στο χέρι και συχνά φώναζε: «Νίκα το βασιλιά και την πόλη». Πόλη εννοούσε την ψυχή και βασιλιά το νου. Δηλαδή να νικάς και να υποτάσσεις νου και ψυχή στο θέλημα του Θεού.
Ο Άγιος Συμεών έκαμνε όλες τις διδασκαλίες, τις ευεργεσίες και τα θαύματα με σαλότητα. Γι’ αυτό κανείς δεν τον εκτιμούσε για πολύ. Μόνο το διάκο Ιωάννη εμπιστευόταν και κάποτε του έλεγε την αλήθεια.
Δυο μέρες πριν το θάνατό του φώναξε το φίλο του και του είπε: «Ήθελα να σου πω, φίλε Ιωάννη, πως σήμερα πήγα και είδα τον αδελφό μου Ιωάννη τον ασκητή, στην έρημο και ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Τον είδα να φορά τίμιο στεφάνι που έγραφε γύρω-γύρω: »Στεφάνι υπομονής της ερήμου». Εκείνος μου είπε πως είδε τον Κύριό μας να με πλησιάζει και να μου λέγει: «Έλα, σαλέ, να πάρεις τα στεφάνια των ψυχών που μου έφερες». Όσο για σένα, θέλω να σε παρακαλέσω, φίλε Ιωάννη, να επιμελείσαι κάθε άπορο πλάσμα, να ελεείς κατά τη δύναμή σου. Διότι αυτή η αρετή βοηθά από τις άλλες περισσότερο. Όλοι αυτοί οι ταπεινοί και περιφρονημένοι θα σε πάρουν στη βασιλεία του Θεού. Ακόμα κάτι, να μη πλησιάζεις την Αγία Τράπεζα αν έχεις στην καρδιά σου κάτι εναντίον κάποιου. Λοιπόν, την Τρίτη μέρα από σήμερα, ο Κύριος θα παραλάβει το σαλό Συμεών. Την ίδια ώρα θα παραλάβει και τον αδελφό μου τον Ιωάννη, τον ασκητή».
Πραγματικά, την τρίτη μέρα ο Θεός πήρε την ψυχή του. Οι πτωχοί και οι ζητιάνοι φίλοι του τον αναζήτησαν και τον βρήκαν ολομόναχο, νεκρό στην καλύβα του. Τον σήκωσαν με σκοπό να τον ενταφιάσουν στο νεκροταφείο των ξένων. Όταν περνούσαν έξω από το σπίτι του Ιουδαίου υαλοποιού, αυτός άκουσε υπερκόσμιες μελωδίες. Άνοιξε το παράθυρο και είδε τη νεκρώσιμη πομπή. ταυτόχρονα είδε πλήθος αγγέλων ν’ ακολουθούν και να ψάλλουν την νεκρώσιμη ακολουθία. Δάκρυσε τότε, ο Εβραίος, και είπε: «Μακάριος είσαι συ, σαλέ Συμεών, δεν έχεις ανθρώπους να σ’ ενταφιάσουν, αλλ’ έχεις τάξεις θείων Αγγέλων και Αρχαγγέλων να σε συνοδεύουν». Και πήγε κι αυτός με την οικογένειά του στον ενταφιασμό.

Ο διάκος Ιωάννης άργησε να πάει κι όταν έμαθε πως ήδη τον έθαψαν, κλαίγοντας πήγε στο μνήμα. Ήθελε να τον ξεθάψει για να του κάμει κανονική κηδεία, μα προς έκπληξή του δεν βρήκε το σώμα. Είχε μετατεθεί με θεία δύναμη κι είχε θαφτεί στην έρημο, κοντά στον αγαπημένο του φίλο Ιωάννη, τον ασκητή, που κι αυτός κοιμήθηκε την ίδια μέρα.
Από τότε τιμάται η μνήμη τους κάθε χρόνο από την Εκκλησία μας στις 21 Ιουλίου. Ας έχουμε την ευχή και τη βοήθειά τους.
Από το βιβλίο: «Για την Αγάπη του Χριστού» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από noctoc

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΤΗΣ ΑΡΙΖΟΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ



Παπικοί, Προτεστάνται, Χιλιασταί, Μασῶνοι, Ἑνωτικοί, Οἰκουμενισταί, καί κάθε ἄλλη "ρίζα πικρίας", ὅλοι αὐτοί μίαν γνώμην ἔχουσι, καί "τήν δύναμιν καί τήν ἐξουσίαν αὐτῶν τῷ Θηρίῳ διδόασιν. Οὗτοι μετά τοῦ Ἀρνίου πολεμήσουσι, καί τό Ἀρνίον νικήσει αὐτούς, ὅτι Κύριος κυρίων ἐστι καί Βασιλεύς Βασιλέων, καί οἱ μετ' αὐτοῦ κλητοί καί ἐκλεκτοί καί πιστοί" (Ἀποκ. 17-13)

Φρονοῦμεν ὄτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἔχει καμμία θέση ἀνάμεσα σ' αὐτό τό συνονθύλευμα τῶν πλανῶν καί τῶν αἱρέσεων. 

Αὐτό τό δόλιο "οἰκουμενικό" κατασκεύασμα δέν ἀποσκοπεῖ στήν ἀναζήτηση τῶς ἀληθείας, ἀλλά κατά τόν π. Χαράλαμπον Βασιλόπουλον: "εἶναι ἕνα ἀνακάτεμα ἀφανισμοῦ τῆς Ἀληθείας. Εἶναι μία προσπάθεια ὄχι νά βροῦν τήν ἀλήθεια οἱ πλανεμένοι, ἀλλά νά τήν χάσουν καί ἐκεῖνοι πού τήν ἔχουν...".

Κτίζοντας τὴν Ἑλλάδα χωρὶς τὴν πίστη στὸ Θεό

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Ἡ πνευματικὴ ἀξία τῆς Παραδόσεως


Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. ∆ιονυσίου Τάτση
ΠΟΛΛΟΙ χριστιανοὶ βρίσκονται µακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Πρόκειται γιὰ κατ’ ὄνοµα µόνο χριστιανοὺς καὶ ἡ ζωή τους δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν κοσµικῶν καὶ µὴ χριστιανῶν.

Ἔχουν ὅµως τὸ θάρρος νὰ µιλοῦν γιὰ µιὰ σύγχρονη καὶ νεωτερικὴ Ἐκκλησία, ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἐπιθυµίες καὶ ἀνάγκες τῶν σηµερινῶν ἀνθρώπων. Ζητοῦν µιὰ Ἐκκλησία κοµµένη καὶ ραµµένη στὰ µέτρα τους ποὺ θὰ ἀµνηστεύει τὴν ἁµαρτωλὴ ζωή τους - χωρὶς φυσικὰ τὴ µετάνοιά τους καὶ τὴ διόρθωσή τους - καὶ θὰ προσφέρει κοινωνικὲς ὑπηρεσίες στὸ λαό. Μιὰ Ἐκκλησία ποὺ θὰ θέσει σὲ δεύτερη µοῖρα τὶς ἐντολὲς καὶ θὰ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους πῶς θὰ εἶναι χαρούµενοι καὶ εὐτυχισµένοι, χωρὶς ὑποχρεώσεις καὶ ἠθικοὺς φραγµοὺς καὶ χωρὶς ἀναφορὰ στὸν δίκαιο Κριτή, ὁ ὁποῖος θὰ ἀποδώσει στὸν κάθε ἄνθρωπο τὴν ἀµοιβὴ ἤ τὴν τιµωρία, ἀνάλογα µὲ τὸν τρόπο ζωῆς του.
Βέβαια, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀπαράδεκτα καὶ ἀποκαλύπτουν ὅτι οἱ συγκεκριµένοι ἄνθρωποι µόνο χριστιανοὶ δὲν εἶναι καὶ ἄς µὴ ἔχουν δηλώσει δηµοσίως κάτι τέτοιο. Ἔχουν πλήρη ἄγνοια γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πρέπει ὅµως νὰ τοὺς τὸ ποῦµε. Ἡ Ἐκκλησία στεγάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς προσφέρει τὰ µέσα, γιὰ νὰ ζήσουν κατὰ Θεόν. Ἡ παράδοσή της εἶναι ἱερὴ καὶ διατηρεῖ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως. Ὅποιος ἀρνεῖται τὴν παράδοση δὲν πρόκειται νὰ µείνει ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ µπορέσει νὰ γευθεῖ τὴν γλυκύτητα τῆς πνευµατικῆς ζωῆς, τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἔµπρακτης ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον καὶ νὰ ζήσει τὴν παρηγορητικὴ ἐλπίδα τῆς µακαριότητας τοῦ παραδείσου.
Ὁ ἀγωνιζόµενος χριστιανὸς κινεῖται µέσα στὸ πνεῦµα τῆς µετάνοιας, εἶναι ἀπελευθερωµένος πνευµατικά, ἔχει καθαροὺς ὁρίζοντες, ἡ ζωή του ἔχει νόηµα καὶ µπορεῖ εὔκολα νὰ ξεπερνάει τὰ ἀδιέξοδα καὶ τοὺς ποικίλους πειρασµούς.
Ἕνας θεολόγος ἔλεγε ὅτι «στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αἰσθάνοµαι νὰ µὲ περιβάλει ἀπὸ παντοῦ ἡ µυστικὴ ἀτµόσφαιρα τῆς ἱερῆς παράδοσης καὶ ζώντας µέσα σ’ αὐτὴ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται γλυκύτατη ἀνάπαυση καὶ πνευµατικὴ ἀσφάλεια. Πιστεύω ὅτι µέσα στὴν παράδοση διαφυλάσσεται ἀµόλυντη καὶ ἀκέραιη ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Χριστό, ἡ πίστη διδάσκεται καὶ βιώνεται ὀρθῶς, ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς µου εἶναι κάτι ἀντικειµενικῶς ἀσφαλὲς καὶ βέβαιο, ἐὰν συντρέξουν σχετικὰ οἱ ἀπαραίτητοι γι’ αὐτὸ ὑποκειµενικοὶ παράγοντες καὶ ὅροι» (Ἀνδρέου Θεοδώρου, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, 1961, σελ. 7-8).
Μακάριος εἶναι ὁ χριστιανὸς ποὺ βρίσκεται µέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀρνεῖται κάθε νεωτερισµὸ καὶ κάθε ἀλλαγή. Τὴν παράδοση τὴ δέχεται χωρὶς ἀλλοιώσεις καὶ τὸ κοσµικὸ φρόνηµα τὸ ἀποβάλλει εὔκολα. Γι’ αὐτὸν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ µοναδικὴ καὶ ἀσφαλὴς κιβωτὸς σωτηρίας.
πηγή:Ορθόδοξος Τύπος, 15/7/2016

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Ποιος φοβάται τα μετρητά;


  Αποτέλεσμα εικόνας για Ποιος φοβάται τα μετρητά; 

Εξαιρετικό, νηφάλιο, πλήρες επιχειρημάτων.

Γεώργιος Ι. Μάτσος
Πλησιάζει ο χρόνος της κατάθεσης νομοσχεδίου για τον περιορισμό των πληρωμών με μετρητά. Οι αντιφάσεις και η προχειρότητα του νομοσχεδίου είναι εμφανείς ήδη από τις πρώτες πληροφορίες. Ας αναφερθεί μόνον η πλέον εμφανής: Το χτίσιμο του αφορολόγητου για εισόδημα άνω των 40.000 ευρώ φέρεται να απαιτεί διατραπεζικές δαπάνες άνω του 30% του εισοδήματος. Όμως με εισόδημα 40.000 ευρώ, ο μισθωτός δεν έχει πια καθόλου αφορολόγητο. Πώς λοιπόν θα δίδεται κίνητρο;

Προχειρότητες και αντινομίες αυτού του είδους μαρτυρούν μόνον ένα: Άνευ ορίων αμηχανία εκ μέρους του συστήματος του Υπουργείου Οικονομικών (μέρος του οποίου τυγχάνει εκ της επαγγελματικής καταγωγής του ο σημερινός Υφυπουργός Οικονομικών) ενώπιον της οικονομικής ελευθερίας. Την οποία δεν γνωρίζουν ούτε πώς να διαχειριστούν φορολογικά, ούτε πώς να σεβαστούν, ώστε να μην πλήξουν την οικονομική δραστηριότητα.

Λίγες ημέρες μετά την επιβολή των capital controls πέρυσι, επιφανές τότε μέλος του κυβερνώντος κόμματος διετείνετο ότι ο λαός "συνήθισε" την επιβολή των capital controls. Αν όμως παρατηρήσει κανείς τις ουρές στα ΑΤΜ τέλη και αρχές κάθε μήνα, δίδεται η αντίθετη εντύπωση: Οι άνθρωποι σπεύδουν να σηκώσουν τα λεφτά τους από την τράπεζα αμέσως μόλις κατατεθούν. Το ρεπορτάζ φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι οι πολίτες εξακολουθούν, έναν χρόνο μετά, να εξαντλούν το όριο ανάληψης των 420 ευρώ ανά εβδομάδα. Γιατί όμως, αν "ο λαός συνήθισε";

Εσχάτως διάφορα δημοσιεύματα στον ελληνικό και διεθνή τύπο προσπαθούσαν να πείσουν για το πόσο κοντά βρίσκεται τάχα η Δανία ή η Σουηδία στην κατάργηση των μετρητών. Εν μέσω αυτού του κλίματος η ΕΚΤ ήδη αποφάσισε κατάργηση του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ, παρά τις μη εισακουσθείσες ενστάσεις της Bundesbank,. Δεν φαίνεται να έχει λάβει οποιαδήποτε απόφαση κατάργησης των μετρητών η Δανία ή η Σουηδία. Πάντως εάν ήμουν Σουηδός ή Δανός προσωπικά θα είχα αυξήσει τη χρήση των μετρητών: Θα ήταν αντίδραση παρόμοια με τις ελληνικές ουρές στα ΑΤΜ. Όταν απειλούν να στερήσουν τη φυσική πρόσβαση στην περιουσία σου, τότε ακριβώς αισθάνεσαι μεγαλύτερη ανάγκη για φυσική πρόσβαση, ώστε να μειώσεις την ανασφάλεια που αναπόφευκτα σου προκαλούν.

Η ελληνική εμπειρία των capital controls, η μονιμοποίηση των οποίων καθόλου δεν φαίνεται να ενοχλεί την Κομισιόν, αποστολή της οποίας είναι πρωτίστως η προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, αποτελεί ένα είδος πειράματος δυνητικώς παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Πείραμα ως προς το κατά πόσο μπορεί να εξασθενήσει η σχέση των ανθρώπων με τα μετρητά και να υποκατασταθούν αυτά στην καθημερινότητα των ανθρώπων από το τραπεζικό σύστημα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να το παρακολουθήσει και μελετήσει η παγκόσμια οικονομική επιστήμη. Μπορεί να επιβληθεί ευχερώς η υποκατάσταση του φυσικού χρήματος από το διατραπεζικό;

Η μέχρι στιγμής απάντηση είναι όχι. Οι καταθέσεις των νοικοκυριών όχι μόνον δεν αυξήθηκαν, αλλά ούτε καν σταθεροποιήθηκαν τον καιρό των capital controls. Μόνον τον μήνα Μάιο 2016 οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 760 εκατ. ευρώ. Το προφανές συμπέρασμα από τις ουρές στα ΑΤΜ, την εξάντληση του εβδομαδιαίου ορίου αναλήψεων και την συνεχιζόμενη μείωση των καταθέσεων νοικοκυριών, είναι ότι ο "λαός" ούτε συνήθισε ούτε θα συνηθίσει ποτέ τη μη πρόσβαση στην περιουσία του. Το e-banking δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ασφάλεια που δίδει η αίσθηση των χαρτονομισμάτων στην τσέπη.

Περισσότερη κρατική επιβολή του πλαστικού χρήματος θα σημάνει, λοιπόν, περισσότερη οικονομική ανασφάλεια. Περισσότερη οικονομική ανασφάλεια θα σημαίνει αναζήτηση νέων οδών φυσικής πρόσβασης στην περιουσία. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω χρήσης νομίμων συναλλακτικών οδών, τότε θα οδηγηθούμε αναπόφευκτα σε αύξηση και, ακόμη περισσότερο, σε ριζοσπαστικοποίηση της παραοικονομίας.

Όσοι δε προσδοκούν "πάταξη" της φοροδιαφυγής μέσω των διατραπεζικών συναλλαγών, ας δουν πόσο έχει μεταβληθεί η συναλλακτική ζωή στην Ελλάδα μετά την ψήφιση του ασφαλιστικού. Οι αποδείξεις αρχίζουν να σπανίζουν, η κατανόηση στη φοροδιαφυγή αυξάνεται, η δημιουργία δομών έξω και παράλληλα από τις κρατικώς ελεγχόμενες συναλλακτικές οδούς από εξαίρεση να γίνεται κανόνας.

Η αγορά βιώνει μετά την 8η Μαΐου 2016 ένα είδος σιωπηρής φορολογικής αντίστασης και επανάστασης, μέσω της άρνησης πληρωμής φόρων. Κανένας δεν έριξε σύνθημα στα social media, κανένας δεν έκανε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, κανένας δεν βγήκε σε κανάλια να καλέσει τον κόσμο σε φορολογική αποστασία. Το κάνει η κοινωνία μόνη της, αυθόρμητα, χωρίς σχεδιασμό, ως συλλογική πράξη επιβίωσης.

Και ακόμη δεν έχουν δει τίποτε οι αρμόδιοι. Πού να δουν τι έχει να γίνει μετά την κυοφορούμενη απόπειρα νομοθετικού περιορισμού των μετρητών. Η ανθρώπινη εφευρετικότητα θα βρει νέες διόδους υπέρβασης του κρατικού ελέγχου. Και αν ακόμη καταργηθούν τα μετρητά, ο κόσμος θα συναλλάσσεται σε χρυσό. Και αν ακόμη απαγορευθούν κάπως οι συναλλαγές σε χρυσό, θα βρεθούν νέοι τρόποι. Μέχρι και οι συναλλαγές με κοχύλια μπορεί να αναπτυχθούν, όπως στις πρωτόγονες κοινωνίες, προκειμένου οι άνθρωποι να διαθέτουν μη κρατικά ελεγχόμενο συναλλακτικό μέσο. Πόσο μάλλον στην εποχή της σύγχρονης τεχνολογίας, όπου το bitcoin είναι μόνον η πιο γνωστή έκφανση ιδιωτικώς δημιουργημένου μέσου συναλλαγής.

Κάτι τελευταίο: Είναι γνωστό το χωρίο της Αποκάλυψης που περιγράφει τα περί Αντιχρίστου: "ἵνα μή τις δύνηται ἀγοράσαι ἢ πωλῆσαι εἰ μὴ ὁ ἔχων τὸ χάραγμα, τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ". Όσοι πιστεύουν, ασφαλώς προβληματίζονται ήδη από τις αναλογίες με αυτό που συμβαίνει. Όσοι όμως δεν πιστεύουν, ας αναλογιστούν το εξής, ασχέτως του αληθούς ή μυθοπλαστικού της προφητείας: Η δημοφιλέστερη θρησκεία του πλανήτη περιγράφει το απόλυτο κακό ως οικονομικό σύστημα, όπου ή δεν θα υπάρχουν μετρητά ή, έστω, οι συναλλαγές ("αγοράσαι ή πωλήσαι") θα γίνονται μόνον μέσα από κάποιο ειδικό, ελεγχόμενο σύστημα. Αν όμως κάποιος περιέγραψε πριν από 2.000 χρόνια την άμεση ή έμμεση κατάργηση των μετρητών, έστω και ως ιστοριούλα, ως μέρος του απόλυτου κακού, πόσο τυφλοί είμαστε σήμερα, αν θεωρούμε την δήθεν "πάταξη της φοροδιαφυγής" ως a priori υπέρτερο αγαθό σε σχέση με την οικονομική ελευθερία;

Πόσο μάλλον όταν ο περιορισμός ή η κατάργηση των μετρητών είναι το τελευταίο πράγμα που θα μπορέσει να περιορίσει την φοροδιαφυγή. Όποιος δεν βλέπει τι αποτελέσματα ήδη φέρνει η διευρυνόμενη οικονομική ανελευθερία, είναι εξίσου τυφλός.

* Γεώργιος Ι. Μάτσος - Δ.Ν., Δικηγόρος

O π. Θεόδωρος Ζήσης για τον οικουμενισμό στις Θεολογικές σχολές

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΡΟ ΣΤΟΝ ΕΩΣ-ΦΟΡΟ



Η ΕΥΡΩΠΗ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ
ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ
Η ονομασία Ευρώπη προέρχεται από το λεξιλόγιο των Αρχαίων Ελλήνων που ετυμολογικά σημαίνει
Ευρώπη : εὐρεία ὀπή=μεγάλη τρύπα (Μεγάλο τούνελ)
Μετά από τόσα χρόνια να!!  που δικαιώνονται οι προγόνοι μας αφού μέσα σε μεγάλες τρύπες και λαγούμια δαιμονικά ζούνε και περιφέρονται οι άθλιοι Πολιτικοί της Ευρώπη λατρεύοντας τον Εωσφόρο και κατόπιν έρχονται να μας κουνήσουν αλαζονικά το δάκτυλό τους προωθώντας μας από τους φόρους στους  Εωσ-φόρους τους .
Αυτή λοιπόν είναι η ΕΥΡΩΠΗ που οραματιστήκαμε;
«Αντίχριστες ,αποκρυφιστικές εωσφορικές τελετές για τα εγκαίνεια της σήραγγας Γκόταρντ παρουσία όλων των μεγάλων και τρανών της «πολιτισμένης Ευρώπης» μια δυσωδία κακού και εκφυλισμού. αμέτρητες παράξενες δαιμονικές φιγούρες, χορεύτριες που ήταν ντυμένες και ενεργούσαν σαν πόρνες με εξαιρετικά υποβλητικές κινήσεις και χορογραφία, άντρες ντυμένους με γυναικεία ρούχα, έκπτωτους αγγέλους να βασανίζουν χαμένες ψυχές, ζόμπι-εργαζόμενους και ένα εωσφορικής μορφής «διαφυλικό» μωρό με τεράστιο κεφάλι, που είδαμε στην τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου (βλέπε κάτω). Και τι "μουσική"! Κάτι από το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά», ουρλιαχτά, κραυγές, ατονική μουσική, το προϊόν ενός διαταραγμένου μυαλού. Δεν ήταν κάποια σκοτεινή αποκρυφιστική τελετή σε κάποιο δάσος μακριά από κάθε δημοσιότητα ,αλλά  για ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά έργα μηχανικής των τελευταίων χρόνων, μια εκδήλωση που παρακολούθησαν πρωτοκλασάτοι επίσημοι όπως ο Μέρκελ, ο Ολάντ και ο Ιταλός Renzi. 

"Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας"


Τοῦ Φώτη Κόντογλου
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ δεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ 'ἀγάπη'. Μὰ αὐτὸ εἶναι χονδροειδέστατη δικαιολογία καὶ καλὰ θὰ κάνουνε νὰ παρατήσουνε αὐτὰ τὰ ροσόλια τῆς 'ἀγάπης', ποὺ τὴν κάνανε ρεζίλι. Ὁ διάβολος, ἅμα θελήσει νὰ κάνει τὸ πιὸ πονηρὸ παιγνίδι του, μιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιὰ ἀγάπη. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ λέγει κι αὐτὸς κάλπικα, γιὰ νὰ ξεγελάσει.
Τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ρασοφόρους μας στὴν Πόλη, τοὺς ἔπιασε παροξυσμὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς Ἰταλιάνους, ποὺ στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καὶ περήφανοι καὶ δὲν....
γυρίζουνε νὰ τοὺς δοῦνε αὐτοὺς τοὺς 'ἐν Χριστῷ ἀδελφούς', ποὺ ὅσα τοὺς κάνανε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Σταυροφόρων ἴσαμε τώρα, δὲν τοὺς τἄκανε μήτε Τοῦρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωχαμετάνος. Ἴσως καὶ οἱ δικοί μας νὰ κάνουν ἀπὸ παρεξηγημένη καλωσύνη.
Ὅπως εἶπα, οἱ περισσότεροι δικοί μας δὲν δώσανε καμμιὰ σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς φιλοπαπικὲς κινήσεις, ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Τώρα τὰ μυαλὰ γινήκανε φαρδειά, καὶ καταγίνονται μὲ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ προβλήματα! "Θὰ καθόμαστε νὰ κυττάζουμε τώρα παπάδες κι Ὀρθοδοξίες"; Μὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς μέλει κι ἂν ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο κάθε ἑλληνικὸ πράγμα. Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατί γι᾿ αὐτοῦ πᾶμε. Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας. Νά γιατί εἶπα πῶς εἶναι πολὺ σπουδαῖο ζήτημα αὐτὲς οἱ ἐρωτοτροπίες ποὺ ἀρχίσανε κάποιοι κληρικοὶ δικοί μας μὲ τοὺς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες.

Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού: Μόνιµον πρόβληµα ο χαρακτηρισµός των Δυτικών «Εκκλησιών»


Μεταλληνος-620x264.jpg
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
1. Ἡ «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή»
Ὁ ὅρος «Ἀνατολὴ» ὄχι τόσο στὴν γεωγραφική, ὅσο κυρίως στὴν πνευµατικὴ διάστασή του, ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστὰ σ’ ἀντιπαράθεση πρὸς τὸν ὅρο «∆ύση», ὅταν καὶ αὐτός, ξεπερνώντας τὴν γεωγραφική του σηµασία, προσέλαβε πνευµατικὸ περιεχόµενο.

Ἀνατολὴ σηµαίνει µετὰ τὸ σχίσµα τὸ γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς πατερικῆς δηλαδὴ παραδόσεως, ἐνῶ ∆ύση τὸ γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ χῶρο τῆς ἀλλοτριωµένης Χριστιανοσύνης, τοῦ Παπισµοῦ καὶ τῆς Μεταρρυθµίσεως. Ἡ Ἀνατολὴ ταυτίσθηκε µὲ τὴ Ρωµαιοσύνη, ἐνῶ ἡ ∆ύση µὲ τὴ Φραγκοσύνη.
Στὴ γλώσσα, συνεπῶς, τοῦ Γένους µας ὁ ὅρος Ἀνατολὴ ἔλαβε πνευµατικὸ περιεχόµενο, χρησιµοποιεῖται δὲ καὶ ὡς ἐπίθετο γιὰ τὸν χαρακτηρισµὸ τῆς Ἐκκλησίας µας (Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία), ἡ ὁποία εἶναι κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία της ἡ µία καὶ µόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπίσης στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα ὀνοµάζεται «Ἀνατολή». Πρβλ. τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Χριστουγέννων: «καὶ σὲ γιγνώσκειν ἐξ ὕψους Ἀνατολήν», ποὺ ἀναφέρεται στὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» Χριστόν.
Πολὺ νεώτερος εἶναι ὁ ὅρος «ἡ καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολὴ» γιὰ τὸν ἀκριβέστερο — γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ — ὁρισµὸ τῆς Ρωµηοσύνης- Ὀρθοδοξίας. ∆ηµιουργός του εἶναι ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος ἀοίδιµος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος (1938-41) Χρύσανθος (Φιλιππίδης). Στὸ σπουδαῖο ἔργο του «Ἡ Ἐκκλησία Τραπεζοῦντος» (1936), ἀλλὰ καὶ στὴν ὁµιλία του κατὰ τὴν ἐπίσηµη ὑποδοχή του ὡς µέλους τῆς Ἀκαδηµίας Ἀθηνῶν («Ἐκκλησία καὶ πολιτισµὸς ἐν τῇ καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολῇ», 1940) δίνει τὶς γεωγραφικὲς καὶ πολιτιστικὲς συντεταγµένες τοῦ ὅρου. Γράφει: «Ἐννοῶ τὴν γεωγραφικὴν ἐκείνην µονάδα, ἥτις κέντρον ἔχει τὸ Αἰγαῖον καὶ ὅρια τὴν Ἀδριατικήν, τὴν Μεσόγειον, τὸν Κιλίκιον Ταῦρον, τὴν Μεσοποταµίαν, τὴν Ἀρµενίαν καὶ τὰ Καρπάθια, καὶ τῆς ὁποίας οἱ λαοὶ ἔχουσι τὸν αὐτὸν τρόπον τοῦ αἰσθάνεσθαι καὶ σκέπτεσθαι καὶ εὐλαβεῖσθαι καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἀπὸ τοῦ Αἰγαίου ἐκπορευοµένου Ἑλληνικοῦ Πνεύµατος ἐδηµιούργησαν πάντοτε ἰδιαίτερον εἶδος πολιτισµοῦ. ∆ιάφορον τρόπον τοῦ αἰσθάνεσθαι καὶ σκέπτεσθαι καὶ εὐλαβεῖσθαι ἔχουν οἱ λαοὶ τῆς ∆ύσεως, οἵτινες ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ Ρωµαϊκοῦ ἤ Λατινικοῦ πνεύµατος ἐδηµιούργησαν διάφορον εἶδος πολιτισµοῦ».
Ὁ ἀείµνηστος Ἱεράρχης µὲ τὸν νεόπλαστο ὅρο του, καὶ σύµφωνα µὲ τὰ δεδοµένα τῆς ἐποχῆς του, ἐκφράζει τὴ διαφορὰ ἑλληνικοῦ καὶ ρωµαϊκοῦ πνεύµατος καὶ πολιτισµοῦ, ἀκολουθώντας δυτικοὺς ἐπιστήµονες τῆς ἐποχῆς του, ὅπως ὁ Th. Mommsen. Στὴν οὐσία ὅµως ἡ ἀντίθεση εἶναι µεταξὺ Ἑλληνικοῦ/Ρωµαίικου καὶ Φραγκικοῦ/Λατινικοῦ πνεύµατος καὶ πολιτισµοῦ.
Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσµα τῆς Ρωµηοσύνης, µὲ τὸν ὅρο «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολὴ» ἐννοεῖται ἡ Ὀρθοδοξία/Ρωµηοσύνη, ὅπως διαµορφώθηκε µὲ τὴν ἀπόσχιση ἀπὸ αὐτὴν τῆς ἐκφραγκευµένης ∆υτικῆς Χριστιανοσύνης. Ταυτίζεται, ἔτσι, µὲ τὴν γεωγραφικὴ ἔκταση τῆς ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης, µετὰ τὸ σχίσµα, καὶ µὲ τὸ δικαιοδοσιακὸ χῶρο τῶν τεσσάρων Ρωµαίικων πατριαρχικῶν θρόνων, µὲ πρῶτο ἐκεῖνο τῆς Νέας Ρώµης – Κωνσταντινουπόλεως.
2. Ρωµαίϊκη καὶ ἀντιρωµαίϊκη ὁρολογία
1. Μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (±1830) καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Βαυαρῶν (1833) κατακλύζει τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο µία φρενίτιδα ρωµαντισµοῦ, ποὺ ὁδήγησε στὴ γνωστὴ ἀρχαιοπληξία καὶ τὸν παγερὸ φορµαλιστικὸ νεοκλασσικισµό. Μιὰ ἀπὸ τὶς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ πνεύµατος ἦταν καὶ ὁ «ἐξελληνισµὸς» τῶν ὀνοµάτων, δηλαδὴ ὁ ἐξαρχαϊσµός τους, µία ἀρρώστια, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ἔµεινε ἀπρόσβλητος οὔτε ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, παρόλη τὴ ρωµαίικη συνέχειά του. Ὁ Κων. Οἰκονόµος λ.χ. σὲ γράµµα του στὸν πρέσβη τῆς Ρωσίας στὴν Πόλη Τιτώφ, ἀπὸ 16.2.1850, παρατηρεῖ: «…Καὶ µήπως ἀφῆκαν (δηλ. οἱ Βαυαροὶ καὶ οἱ συνεργάτες τους) ἀνεπηρέαστα καὶ τὰ ὀνόµατα τῶν ἐπαρχιῶν; Οἱ κούφως ἐξελληνίσαντες τὰ πάντα ἐπὶ βλάβῃ καὶ αὐτῆς τῆς παλαιᾶς Γεωγραφίας, καὶ αὐτὰ τὰ ἑλληνικώτατα ὀνόµατα µετέβαλον, ὀνοµάσαντες τὰς ἐπαρχίας οὐχὶ κατὰ τὰς παλαιὰς τῶν πρωτευουσῶν πόλεων ὀνοµασίας (κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἱερὰν καὶ ἁγίαν διάταξιν, ἥτις εὑρίσκεται καὶ εἰς τὰ Πρακτικὰ καὶ τοὺς κανόνας τῶν θείων Συνόδων), ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ὅλης ἐπαρχίας. Οὕτως ὁ Κορίνθου ὠνοµάσθη Κορινθίας, ὁ Ἄργους Ἀργολίδος καὶ ὕστερον Κορινθαργολίδος, καὶ τὰ λοιπὰ σιωπήσοµαι…».
Ὁ λογιωτατισµός, ποὺ ἐπικράτησε στὴ ∆ιοίκηση καὶ τὴν Παιδεία, παραγνώρισε τελείως τὴν ρωµαίικη, ἑλληνορθόδοξη καὶ ὄχι ἀρχαιοελληνική, παράδοση στὴ χρήση ὁρισµένων ὅρων, οἱ ὁποῖοι ὅµως ἔχουν κεφαλαιώδη σηµασία στὴ δήλωση τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητάς µας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὅρους αὐτοὺς εἶναι ἡ λέξη καθολικός. Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ β΄ αἰ. (Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας) ὁ ὅρος χρησιµοποιεῖται, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σ’ ἀντίθεση µὲ τὶς αἱρέσεις, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν «καθολικότητα», δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία, ὡς πλήρωµα Ἀληθεἰας. Καὶ εἶναι γνωστό, ὅτι µετὰ τὸ σχίσµα ὁ Παπισµὸς σφετερίσθηκε τὸν ὅρο «καθολικὸς» γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Οἱ ἀνατολικοὶ ὅµως καὶ γνήσιοι ἑλληνορθόδοξοι φρόντισαν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε δυνατότητα συγχύσεως στὴ χρήση τοῦ ὅρου. Ἔτσι, ὅταν ἤθελαν νὰ χαρακτηρίσουν τὸν Παπισµὸ καὶ κυρίως τὴν Οὐνία, δὲν πρόφεραν τὸν ὅρο «καθολικὸς» µὲ τὴν ἑλληνικὴ προφορά του, ἀλλὰ «καΤόλικος», ἀποδίδοντας στὰ ἑλληνικὰ τὸ ἰταλικὸ catolico. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποφευγόταν κάθε σύγχυση καὶ παρέµενε στὴ γλώσσα τῆς Ρωµηοσύνης ὁ ὅρος «καθολικός», γιὰ νὰ χαρακτηρίζει τὴν Μία (καὶ Μόνη) Καθολικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων.
2. Ἡ πράξη αὐτὴ ἐπικρατεῖ σ’ ὅλη τὴν δουλεία (µὲ µόνες παρασπονδίες παραθέσεις µερικῶν Λογίων ἀρχαιοπλήκτων) καὶ φθάνει µέχρι τὸν 19ο αἰώνα. Θὰ δώσουµε δύο χαρακτηριστικὰ παραδείγµατα, ποὺ µολονότι προέρχονται ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς λογιοσύνης, ἐκφράζουν τὴ ρωµαίικη-ὀρθόδοξη συνείδηση. Πρέπει ὅµως νὰ λεχθεῖ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τὴν διαφωτιστικὴ διανόηση, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη λογιοσύνη, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ πατερικὴ καὶ παραδοσιακή.
Στὰ µέσα τοῦ 19ου αἰ. ὁ Κων. Εὐθυβούλης, φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Κων. Οἰκονόµου καὶ καθηγητὴς τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς στὴν Πόλη, γράφει στὰ Προλεγόµενα τῆς β΄ ἐκδόσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν (ἐν Κων/λει 1853, σ. κα΄): «…τῆς σώφρονος φιλοσοφίας, τῆς… διαστελλούσης ρητῶς καὶ ἐκπεφρασµένως τὴν κατολικότητα ἀπὸ τοῦ Χριστιανισµοῦ…» Εἶναι µάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι µὲ τὸ κατολικότητα ἀποδίδει τὸν ὅρο cotholicisme. Τὴν ἴδια ἐποχὴ περίπου γράφθηκε µία µελέτη, ποὺ σώθηκε χειρόγραφη µὲ τὸν τίτλο: «Ζήτηµα περὶ χειροτονίας, ὅπερ συνέπεσεν ἐν Χαλὲπ µεταξὺ Ρωµαίων καὶ Ρωµαιοκατολίκων» (Ἀρχεῖο Τυπάλδων Ἰακωβάτων στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας, ἀριθµ. χειρογ. 139). Ρωµαῖοι εἶναι οἱ Ρωµηοὶ -Ὀρθόδοξοι (καὶ µάλιστα ὄχι ἑλλαδικοί, ἀλλὰ τῆς Συρίας) καὶ Ρωµαιοκατόλικοι οἱ Οὐνίτες-Παπικοί. Ἡ διάκριση δηλαδὴ τῶν ὅρων εἶναι σαφὴς καὶ ἐνσυνείδητη.
3. ∆ύο Ὀρθόδοξοι τοῦ 19ου αἰώνα, δειγµατοληπτικὰ λαµβανόµενοι, ἕνας ἀπὸ τὸ Φανάρι καὶ ἕνας ἀπὸ τὴ Μ. Ἀνατολή, συµφωνοῦν — ὡς ρωµηοὶ — στὴ διάκριση τοῦ καθολικὸς ἀπὸ τὸ κατόλικος. Στὴν Ἑλλάδα ὅµως ἡ διαφωτισµένη λογιοσύνη καὶ οἱ δυτικίζουσες τάσεις µᾶς ὁδήγησαν στὴν ἀπώλεια τῆς συνειδήσεως τῆς διαφορᾶς καὶ στὴν ἀνεξέλεγκτη χρήση τοῦ καθολικὸς καὶ γιὰ τὶς δύο περιπτώσεις. Ἔτσι, λέµε σήµερα, καθολικὸς καὶ ἐννοοῦµε λατίνος ἤ παπικός. Ἀκόµη λέµε καὶ γράφουµε Ρωµαιοκαθολικὸς καὶ ἐννοοῦµε παπικός, ἀδιαφορώντας ἤ καὶ ἀγνοώντας, ὅτι τὸ καθολικὸς µόνο ὀρθόδοξος µπορεῖ νὰ σηµαίνει καὶ τίποτε ἄλλο (πρβλ. Εἰς µίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν).
Ἂς ἀφήσουµε ὅτι στὴν κυριολεξία ρωµαιοκαθολικοὶ εἶναι µόνο οἱ ὀρθόδοξοι, ὡς Ρωµαῖοι-Ρωµηοί, πολίτες τῆς Νέας Ρώµης/Κωνσταντινουπόλεως καὶ καθολικοί, δηλαδὴ ζῶντες στὴν πληρότητα τῆς ἀληθείας (καθολικότητα). Γιὰ τοὺς Λατίνους µπορεῖ νὰ χρησιµοποιηθεῖ ὁ ὅρος ρωµαιοκαΤόλικος, στὸν ὁποῖο ὅµως τὸ α΄ συνθετικὸ (ρωµαῖος) συνδέεται µὲ τὴν Παλαιὰ Ρώµη.
Ἡ ἀρχαιοπληξία ὅµως, ἀλλὰ καὶ ἄλλες διαθέσεις, ποὺ δὲν µποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ, δηµιούργησαν αὐτὴ τὴ σύγχυση, ποὺ µέσῳ τῆς σχολικῆς παιδείας ἔγινε κτῆµα τοῦ Ἔθνους καὶ ἀναπαράγεται σὲ κάθε γενεά. Ἔτσι, φθάσαµε σὲ σηµεῖο, ὁ πολὺς λαὸς ἀκούοντας τοὺς ὅρους καθολικός, καθολικότητα, νὰ τοὺς συνδέει µὲ τὸν παπισµὸ καὶ τὴ Φραγκιά, ἀγνοώντας ὅτι ἐκφράζουν τὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴ Ρωµηοσύνη. Καὶ τὸ χειρότερο νὰ κινδυνεύει ὁ χρησιµοποιῶν τοὺς ὅρους νὰ χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ ἑλληνορθοδόξους µέν, ἀλλὰ θρεµµένους µέσα στὴν ὁποιαδήποτε σύγχυση, ὡς µὴ ὀρθόδοξος καὶ δυτικόφρων, ἀφοῦ τολµᾶ νὰ χαρακτηρίσει τὰ ὀρθόδοξα πράγµατα µέ… δυτικοὺς ὅρους. Φαῦλος κύκλος, δηλαδή, τὸ λιγότερο.
4. Ἐφ ὅσον ἡ γλώσσα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ µέσο συνεννοήσεως, γιατί ἐκφράζει ὅλη τὴ ζωή καὶ παράδοση ἑνὸς λαοῦ, ἡ γνώση τῆς σηµασίας τῶν λέξεων καὶ ἡ ἀκριβής τους χρήση δὲν εἶναι κάτι χωρὶς σηµασία.. Οἱ λέξεις καὶ ὁ λόγος µας διασώζουν τὸν (ὀρθόδοξο) πολιτισµό µας. Εἶναι ἀνάγκη, συνεπῶς, νὰ ξαναβροῦν οἱ ὅροι στὴ χρήση τους τὴν ἀληθινή τους σηµασία. Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ γίνει στὴν ἐκδυτικισµένη σχεδὸν ἐξολοκλήρου παιδεία µας, ἂς γίνεται τουλάχιστον στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή µας.
3. Ὀνόµατα καὶ χριστιανικὴ ταυτότητα
Πρόβληµα, ἐξ ἄλλου, µόνιµο εἶναι οἱ ἀποδιδόµενοι στὴ ∆υτικὴ Χριστιανοσύνη χαρακτηρισµοί: Καθολικὴ – Ρωµαιοκαθολικὴ – ∆υτικὴ – Λατινικὴ καὶ Παπική. Τὰ χρησιµοποιούµενα ἀπὸ ἕνα χῶρο ὀνόµατα γιὰ τὸν αὐτοπροσδιορισµό του ἤ τὰ ἀποδιδόµενα σ’ αὐτὸν ἔχουν τεράστια σηµασία στὴν Ἱστορία, διότι σχετίζονται µὲ τὴν προσπάθεια καθορισµοῦ τῆς ταυτότητάς του.
1. Καθολικὴ Ἐκκλησία, Καθολικοὶ Χριστιανοί, Καθολικὴ Πίστη: Οἱ Χριστιανοὶ ὀνοµάζονταν ἀρχικὰ «µαθηταὶ» (τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), «Μαθητεύω σηµαίνει: καθιστῶ κάποιον µέλος τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας (πρβλ. Ματθ. 18,19). Τὸ ὄνοµα «χριστιανοὶ» δόθηκε στοὺς πιστοὺς στὸν Χριστὸ ἀργότερα (βλ. Πράξ. 11, 26) καὶ µάλιστα σὲ ἐθνικὸ περιβάλλον (Ἀντιόχεια). Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1ου αἰώνα-ἀρχὲς τοῦ 2ου ἐµφανίζεται τὸ ὄνοµα «Καθολικὴ Ἐκκλησία» (ὁ ὅρος στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου (+107). Ὁ ὅρος «καθολικὴ» (ἀριστοτελικῆς προέλευσης) σηµαίνει ὅλη τὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια, δεδοµένου ὅτι οἱ αἱρέσεις τεµαχίζουν τὴν Πίστη, δεχόµενες ἕνα µέρος της, καὶ τελικὰ τὴν διαστρέφουν (καταστρέφουν). Ὅταν ὅµως ἐµφανίσθηκαν οἱ µεγάλες αἱρέσεις, ὅπως ὁ Ἀρειανισµός, ποὺ καὶ αὐτὲς χρησιµοποιοῦσαν τὸ ἐπίθετο «Καθολικὴ» γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἡ αὐθεντικὴ (ἁγιοπατερικὴ) Ἐκκλησία προσέθεσε καὶ τὸ ἐπίθετο «ὀρθόδοξος», γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. (Πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι ὁ ὅσιος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὀνοµάζει τὸν «Παπισµὸ» «Νεστορειανισµό»). Σηµαντικὴ µαρτυρία: Τὸν 5ο αἰώνα ὁ γνωστὸς χριστιανὸς συγγραφέας καὶ ἱστορικὸς Θεοδώρητος Κύρου ἔχει τὴν σπουδαία φράση: «τῆς κατὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν τῶν Ὀρθοδόξων Καθολικῆς Ἐκκλησίας», «Αἱρετικῆς Κακοδοξίας Ἔλεγχος» 4, 12). Γι’ αὐτὸ µέχρι σήµερα ἐµεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιµοποιοῦµε γιὰ τὴν Ἐκκλησία µας τὸν χαρακτηρισµό: Καθολικὴ Ὀρθόδοξη (ποὺ εἶναι ἱστορικὰ ὀρθότερος) ἤ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία. Μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀποστολικοπατερικῆς παραδόσεως µπορεῖ νὰ ὀνοµάζεται Καθολικὴ καὶ Ὀρθόδοξος, διότι αὐτή εἶναι καί ἡ Μία καί Μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
2. Ρωµαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία: Γιὰ τὸ β΄συνθετικὸ εἴπαµε ἤδη. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη (ἀποστολικοπατερικὴ) εἶναι καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Τὸ ρωµαῖος/ρωµαϊκὴ δὲν συνδέεται µόνο µὲ τὴν Παλαιὰ Ρώµη, ποὺ καὶ αὐτὴ δηµιούργηµα τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρξε (θυγατέρα τοῦ Ὀδυσσέως Ρώµη) (ἁλκή, δύναµη, ἰσχύς), ἀλλὰ ἀπὸ τὸ 330 (ἐγκαίνια τῆς νέας Πρωτεύουσας, 11 Μαΐου) τὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο εἶναι ἡ Νέα Ρώµη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινό της ὄνοµα. Τὸ «Κωνσταντινούπολις», πρὸς τιµὴν τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἐδόθη ἀργότερα καὶ δὲν εἶναι συνεπῶς τὸ πρῶτο ὄνοµά της, Γι’ αὐτὸ οἱ Πολίτες τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ρωµαϊκοῦ Κράτους ὀνοµάζονται Ρωµαῖοικαὶ στὴν ἁπλούστερη µορφή: Ρωµηοί, ποὺ σηµαίνει πολίτες τῆς Νέας Ρώµης. (Ὁ Καποδίστριας κατὰ τὸν Νικ. Σπηλιάδη ἤθελε νὰ δηµιουργήσει: Νεορωµαϊκὴν Αὐτοκρατορίαν, νὰ ἀναστήσει δηλαδὴ τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώµης. Τὸ ὄνοµα Βυζάντιο γιὰ τὸ Κράτος χρησιµοποιεῖται ἀπὸ τὸ 1562 ἀπὸ τὸν φραγκοτεύτονα Ἱερώνυµο Βόλφ, (Νέο) Ρωµαῖος εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος πολίτης τῆς Νέας Ρώµης.
Γι’ αὐτὸ Ρωµηὸς σηµαίνει: Ὀρθόδοξος (οὔτε µασῶνος, οὔτε µαρξιστὴς κ,τ.ὅ.). Ρωµηοὶ ὀνοµάζονται µόνο οἱ Ὀρθόδοξοι. Γι’ αὐτὸ χρησιµοποιοῦνται τὰ ρωµαῖος ἤ ρωµάνος γιὰ τὴν Π. Ρώµη καὶ τοὺς πολίτες της καὶ τά: (νεο)ρωµαῖος ἤ ρωµηὸς γιὰ τὴν Νέα Ρώµη καὶ τοὺς πολίτες της. Ἐπίσης: διακρίνονται τὰ ρωµαϊκὸς καὶ ρωµαίικος, ἀντίστοιχα γιὰ τὴ ∆ύση καὶ τὴν Ἀνατολή.
Ἄρα: Τὸ Ρωµαϊκὴ «Ἐκκλησία» εἶναι ὀρθότερο ἀπὸ τὸ Ρωµαιοκαθολική, ἀφοῦ Καθολικὸς ΜΟΝΟ Ὀρθόδοξος µπορεῖ νὰ σηµαίνει.
3. ∆υτικὴ Ἐκκλησία: Οἱ ὅροι Ἀνατολικὸς-∆υτικὸς εἶναι πρῶτα γεωγραφικοί. Ἀπέκτησαν ὅµως ἱστορικά, ἀπὸ πολλῶν αἰώνων, µετὰ τὸ Σχίσµα τοῦ 1054, καὶ πνευµατικὴ σηµασία. Ἀνατολικὴ εἶναι καὶ λέγεται ἡ Ὀρθόδοξη, κατὰ τὰ παραπάνω, Ἐκκλησία. ∆υτικὴ εἶναι καὶ λέγεται ἡ Ρωµαϊκὴ Ἐκκλησία, γιὰ τοὺς Ρωµηούς- Ὀρθοδόξους Ἁγίους (π.χ. Φώτιος, Γρηγόριος Παλαµᾶς, Μᾶρκος Ἐφέσου, Κολλυβάδες κ.λπ.) αἱρετική, νεοαρειανικὴ (λόγῳ, κυρίως, τοῦ Filioque). Μὲ τὴν πνευµατικὴ-θεολογικό-ἐκκλησιολογικὴ σηµασία λοιπόν, µποροῦµε νὰ µιλοῦµε γιὰ ∆υτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς γεωγραφικὲς συντεταγµένες.
4. Λατινικὴ Ἐκκλησία: Περὶ τὴν Β΄ Οἰκουµενικὴ Σύν οδο (381) ἐπικρατεῖ τελικὰ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα στὴν Ἀνατολικὴ Ρωµαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἡ Λατινικὴ στὴ ∆υτική. Στὴν ἐποχή, δηλαδή, καὶ τοῦ πρώτου (867) καὶ τοῦ µεγάλου σχίσµατος (1054) ἡ µὲν ∆υτικὴ Χριστιανοσύνη ἔχει ταυτισθεῖ µὲ τὴν Λατινικὴ Γλώσσα, ἡ δὲ Ἀνατολικὴ µὲ τὴν Ἑλληνική. Ὑπάρχει συνεπῶς Λατινικὴ Χριστιανοσύνη πρὸ τοῦ 1054, ποὺ εἶναι Ὀρθόδοξη, καὶ Λατινικὴ µετὰ τὸ σχίσµα, ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξη. Οἱ λατινόφωνοι Πατέρες πρὸ τοῦ Σχίσµατος, σ’ ὅλη τὴν φιλολογικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, εἶναι Ὀρθόδοξοι, ἐνῶ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι µετὰ τὸ σχίσµα (Σχολαστικοὶ π.χ.).
5. Παπικὴ Ἐκκλησία: Στὴ ∆ύση, ποὺ σπούδασα καὶ ἐγώ, συνεχῶς γίνεται λόγος γιὰ Παπισµὸ καὶ Παπικὴ Ἐκκλησία. Καὶ αὐτό, πέρα ἀπὸ κάθε πολεµικὴ τάση, διότι δὲν ὑπάρχει «∆υτικὴ Ἐκκλησία» χωρὶς Πάπα (µὲ τὸ συγκεκριµένο περιεχόµενο τοῦ ὅρου: Πρωτεῖο, Ἀλάθητο, βασιλικὴ ἰδιότητα). Ὅσο καὶ ἂν κάποιοι, στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ ∆ύση, χρησιµοποιοῦν τὸ ἐπίθετο «παπικὴ» µειωτικά, γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώµης, τὸ ἐπίθετο αὐτὸ τῆς περιποιεῖ τιµή, ἀφοῦ χωρὶς «Πάπα» δὲν µπορεῖ νὰ ὑπάρξει!
Οἱ περὶ Πάπα δυτικὲς ἀντιλήψεις δὲν ἔχουν στὸ ἐλάχιστο ἀλλάξει, ὅπως δείχνει ἡ ἐπίσηµη (µετὰ τὴν Β΄ Βατικανή.) «Ρωµαιοκαθολικὴ Κατήχηση», µὲ διευθυντὴ συντάξεως-συγγραφῆς τὸν πρ. Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄. Γιατί, λοιπόν, θεωροῦν οἱ «ρωµαιοκαθολικοὶ» προσβολὴ τὸν χαρακτηρισµὸ «Παπικὴ Ἐκκλησία», ἀφοῦ τὰ µεσαιωνικὰ δόγµατα περὶ «Πάπα» διδάσκονται ἀπὸ αὐτοὺς µέχρι σήµερα καὶ ὁ Πάπας/Παπισµὸς εἶναι τὸ θεµέλιο τῆς πίστεώς τους; Μὴ ξεχνᾶµε, ὅτι ὁ τίτλος «Vicarius Christi» εἶναι ἀπαξιωτικὸ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ δὲν ἔχει «ἀντιπροσώπους» (ὁ ὅρος εἶναι αἱρετικὸς καὶ ἀντιχριστιανικός), ἀλλά, ὅπως δεχόµεθα ἐµεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶναι ὁ Κύριος καὶ Βασιλεὺς τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώµατός Του «µέχρι συντελείας τῶν αἰώνων». Γιὰ µᾶς οἱ Πατριάρχες καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι µαζὶ µὲ τὸν Κλῆρο ὁλόκληρο εἶναι διάκονοι καὶ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ γίνει λόγος στὴν Ὀρθοδοξία γιὰ «πρωτεῖο» (καὶ µάλιστα ἐξουσίας). Μήπως, λοιπόν, ἀντὶ νὰ ἐρίζουµε γιὰ τοὺς χρησιµοποιούµενους ὅρους, καλὸν θὰ ἦτο ἡ «δυναµικὴ ἐπιστροφὴ» στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας; Ὅπως ἔλεγε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «τὸ πρόβληµα δὲν ἔγκειται στὶς λέξεις, ἀλλὰ στὰ πράγµατα»!
6. Ὡς πρὸς τὸ ὄνοµα Φράγκος, φραγκικὴ κ.λπ., τώρα. Ἡ «∆υτικὴ Ἐκκλησία» διαµορφώθηκε µὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ φραγκικοῦ στοιχείου (Καρλοµάγνος κ.ἑ.). Αὐτὸ εἶναι ἱστορικὰ βεβαιότατο καὶ δὲν χρειάζεται περαιτέρω ἀνάλυση. Τὸ φραγκικὸ καὶ τευτονικὸ (Deutsch) στοιχεῖο ἰσχύει στὴν χριστιανικὴ ∆ύση διὰ τῶν αἰώνων. Τὰ ὀνόµατα «γαλλικὸς» ἤ «γερµανικός», Γαλλία ἤ Γερµανία, εἶναι τὰ ἀρχαῖα. Ἡ Γαλλία ὀνοµάζεται Φραγκιὰ (France) καὶ ὁ Γάλλος Φράγκος (Francè). Οἱ δυτικίζοντες δικοί µας (στή δουλεία) ἐπέβαλαν τὰ «Γάλλος» – «Γαλλία», γιὰ νὰ χαθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ Φράγκος, ἐνῶ οἱ πληγές µας τοῦ 1204 δὲν ἔχουν κλείσει ἀκόµη. Τὸ ἴδιο ἰσχύει ὡς πρὸς τὸ Τεύτων ἢ Deutsch καὶ τὸ «Γερµανός». Στὴν ὀρθόδοξη-ρωµαίικη Ἀνατολὴ ὀρθὰ χρησιµοποιήθηκαν καὶ χρησιµοποιοῦνται τὰ ὀνόµατα Φράγκος ἢ Τεύτονας (ἀραιότερα) γιὰ τὸν χαρακτηρισµὸ συλλήβδην ὅλων τῶν ∆υτικῶν καὶ τῆς ∆ύσεως. Σήµερα, µάλιστα, ποὺ ἡ ∆υτικὴ Εὐρώπη καὶ ἡ «Γερµανία» ἀπεκάλυψαν καὶ πάλι τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό τους, δὲν µποροῦµε νὰ τρέφουµε ψευδαισθήσεις. ∆ὲν µᾶς πταίουν, συνεπῶς, τὰ ὀνόµατα, ἀλλὰ ἡ νοοτροπία, ποὺ δυστυχῶς καὶ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ δὲν ἀλλάζει…
∆ύο οἰκουµενικές µας σύνοδοι, ἡ Ὀγδόη (789) καὶ ἡ Ἐνάτη (1351) ἤλεγξαν καὶ κατεδίκασαν τὶς «δυτικὲς» πλάνες ὡς (αἱρέσεις καὶ τὸν «∆υτικὸ Χριστιανισµὸ» ὡς Αἵρεση. Ἄν ἡ «∆υτικὴ Ἐκκλησία» ἐπανασυνδεθεῖ µὲ τὴν Ὀρθόδοξη-Καθολικὴ πρὸ τοῦ σχίσµατος καὶ ἐπανεύρει τὴν ὁδὸ τῶν ἀρχαίων Ὀρθοδόξων Πατέρων καὶ Ἁγίων της, τότε θὰ ἑνωθεῖ µὲ τὴν συνέχεια τῆς Ἀποστολικοπατερικῆς Ἐκκλησίας καὶ ταυτόχρονα µὲ τὴν Ἀνατολικὴ – Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ µὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν συνεχίζει, παρὰ τὶς ἀδυναµίες καὶ ἁµαρτίες ἡµῶν τῶν Ὀρθοδόξων. Ὀρθόδοξοι καὶ Καθολικοὶ (χωρὶς εἰσαγωγικὰ) εἶναι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἀνατολῆς καὶ ∆ύσεως (οἱ πρὸ τοῦ σχίσµατος γιὰ τὴ ∆ύση), τοὺς ὁποίους προσπαθοῦµε νὰ ἀκολουθοῦµε.
Ορθόδοξος Τύπος, 1/7/2016

Ἡ μαρτυρικὴ ὀσιακὴ κοίμηση καὶ ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου στίς 12 Ἰουλίου 1994 Φωτογραφία: Τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015 «Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστέ…» Στὶς 11 Ἰουλίου, μνήμη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ὁ Ὅσιος κοινώνησε γιὰ τελευταία φορά. Μὲ πολὺ κόπο γονάτισε ἐπάνω στὸ κρεββάτι, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ μὲ τρεμάμενα χείλη εἶπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλεία σου». Ἔπειτα οἱ ἀδελφές τοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας καὶ τὸν δίσκο μὲ τὸ κόλλυβό της. «Ἄκροις δακτύλοις» πῆρε δύο κόκκους ὡς εὐλογία καὶ ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Βλέποντας ὅτι δὲν ἦταν στολισμένη, παρατήρησε: «Οὔτε ἕνα λουλούδι δὲν τῆς βάλατε;». Κατὰ τὸ μεσημέρι ἦρθε στὸ Ἡσυχαστήριο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός, καὶ ὁ Γέροντας ζήτησε νὰ τοῦ διαβάση τὴν εὐχὴ «εἰς ψυχορραγοῦντα». Ἀκόμη, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν μνημονεύη. «Νὰ μὲ μνημονεύης, τοῦ εἶπε, γιατί πολλοὶ ἄλλοι θὰ... μὲ ἐγκαταλείψουν, θὰ νομίζουν ὅτι δῆθεν δὲν ἔχω ἀνάγκη». Ἡ τελευταία ἐκείνη νύχτα ἦταν μαρτυρική. Ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ παυσίπονα δὲν τὸν ἒπιαναν. «Πονάω, πονάω πολύ», ἔλεγε σιγανὰ καὶ κοίταζε συνέχεια τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τὸ δεξί του χέρι σχημάτιζε κάπου-κάπου τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ τὸ ἀριστερὸ ἐκινεῖτο σὰν νὰ τραβοῦσε κομποσχοίνι. Πότε-πότε ἄνοιγε τὰ χέρια του σὲ προσευχή. Κάποια στιγμὴ εἶπε: «Μαρτύριο». Ἡ Γερόνιτσσα, ποὺ βρισκόταν δίπλα του, δὲν ἄκουσε καὶ τὸν ρώτησε τί εἶπε. Τὸ ἐπανέλαβε τρεῖς φορές: «Μαρτύριο, μαρτύριο, μαρτύριο». Κάθιδρος, ἀσθμαίνων καὶ δακρυρροῶν ἔτρεχε τὸ τελευταῖο στάδιο, γιὰ νὰ φθάση στὸ τέρμα καὶ νὰ λάβη «τὸν τῆς νίκης στέφανον». Ὁ «ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς πολιτευσάμενος» ἔσπευδε διὰ μαρτυρίου νὰ πετάξη πρὸς τὰ οὐράνια σκηνώματα. Στὶς ἐννιάμισι ἡ ὥρα τὸ πρωὶ ὅλες οἱ Ἀδελφὲς πέρασαν νὰ πάρουν γιὰ τελευταία φορὰ τὴν εὐχή του. Ἦταν προσηλωμένος στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ δὲν μιλοῦσε. Ὁ πόνος ἦταν ζωγραφισμένος στὸ πρόσωπό του, ἀνέπνεε μὲ πολλὴ δυσκολία, ἐνῶ ἡ πίεσή του σιγὰ-σιγὰ ἔπεφτε. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἔφθανε τὸ τέλος· ὁ ἀναστημένος πνευματικὰ Πατὴρ Παΐσιος βρισκόταν στὸ κατώφλι πρὸς τὴν μακαριότητα. Σὲ μία στιγμή, ὁ Ὅσιος πῆρε τρεῖς σύντομες εἰσπνοὲς καὶ ἔσβησε, ὅπως σβήνει τὸ καντηλάκι, ὅταν τελειώνει τὸ λάδι του. Ἔγειρε ἥσυχα τὸ κεφάλι του στὸ πλάι, ἐνῶ ἡ ἁγιασμένη του ψυχὴ εἶχε πετάξει στὴν ἀληθινὴ πατρίδα του, τὸν Οὐρανό. Ἦταν ἕνδεκα ἡ ὥρα τὸ πρωὶ τῆς 12ης Ἰουλίου 1994. Οἱ ἀδελφές του φόρεσαν τὸ Σχῆμα, τὸ ράσο καὶ τὸ κουκούλι· κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν τακτοποιημένος ἀπὸ μόνος του. Τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα ἁπλὸ νεκροκρέββατο καὶ τὸν μετέφεραν στὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Γύρω του ἐναπέθεσαν λίγα μόνο λουλούδια· βασιλικοὺς καὶ τριαντάφυλλα. Τὰ χέρια του, σὰν νὰ ἦταν ζωντανά, κρατοῦσαν μὲ εὐλάβεια τὸν Σταυρό. Ἡ μορφὴ του ἦταν εἰρηνική, φωτεινή, ὀσιακή· εἶχε ἱλαρότητα, σκορποῦσε Χάρη. Τὸ ἀπόγευμα τὸ Ἡσυχαστήριο ἄνοιξε γιὰ τοὺς προσκυνητές, ἀλλὰ οἱ Ἀδελφὲς δὲν ἀνακοίνωσαν τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα σὲ κανέναν· αὐτὴν τὴν ἐντολὴ εἶχε δώσει ὁ ἴδιος. Ἡ Γερόντισσα κάλεσε τὸν ἐφημέριο τοῦ Ἡσυχαστηρίου, τὸν π.Νικόλαο, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἐπιθυμία τοῦ Πατρὸς Παϊσίου ἦταν νὰ τελέση μόνον ἐκεῖνος τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία. Τὸ δέχθηκε μὲ φόβο καὶ χαρά· φόβο, διότι αἰσθανόταν ἀνάξιος νὰ κηδεύση ἕναν ἅγιο, χαρὰ γιὰ τὴν μεγάλη εὐλογία ποὺ τοῦ χάριζε ὁ Θεός. Στὶς ἕνδεκα ἡ ὥρα τὸ βράδυ, ἄρχισε ἡ Ἀγρυπνία στὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία. Οἱ ἀδελφὲς ἔψαλλαν τὰ νεκρώσιμα τροπάρια νιώθοντας τὸν Γέροντα νὰ εἶναι ἀκόμη ζωντανὸς δίπλα τους. Πρὶν ἀπὸ ἕναν μήνα εἶχε πεῖ ἀστειευόμενος: «Ἐγὼ θὰ ψάλω τὴν Νεκρώσιμη Ἀκολουθία!». Ἔψαλλε, πράγματι «ἐν ἐκκλησίᾳ ὁσίων». Ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε: «Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστὲ συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι, συνεσταυρούμην σοι χθὲς, αὐτός με συνδόξασον Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ὅλος ὁ πόνος τῆς προηγούμενης νύχτας εἶχε δώσει τὴ θέση του στὴν ἀναστάσιμη χαρά. Στὸ μικρὸ Παρεκκλήσι, μὲ τὸ λιγοστὸ φῶς, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν Σταυροαναστάσιμη. Ἦταν στιγμὲς ἀποχωρισμοῦ, ἀλλὰ ἡ θλίψη μεταβαλλόταν σὲ χαρὰ λόγω τῆς βεβαιότητος ὅτι ὁ Ὅσιος τώρα πιὰ θὰ βρισκόταν δίπλα στὸν καθένα ποὺ θὰ ζητοῦσε τὶς πρεσβεῖες του. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος ἔγινε μέσα σὲ ἀπόλυτο σκοτάδι. Τὸ μόνο φῶς ἐρχόταν ἀπὸ ἕναν φανὸ ποὺ προπορευόταν τῆς νεκρικῆς πομπῆς καὶ ἀπὸ δύο ταπεινὰ φαναράκια ποὺ συνόδευαν τὸν Γέροντα. Ἔτσι θέλησε νὰ κηδευθῆ. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ἤθελε νὰ κρύβεται· πλοῦτος του ἦταν ἡ προσωπική του ἀφάνεια. Αὐτὸ εἶχε φροντίσει νὰ γίνη καὶ στὴν κοίμησή του μὲ τὸ νὰ μὴν ἀνακοινωθῆ, πρὶν περάσουν τρεῖς ἡμέρες. Ἡ σεβάσμια ἁπλότητα τῆς μυστικῆς ἐκφορᾶς ἔκανε περισσότερο αἰσθητὴ τὴν λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη καὶ πολυάριθμη παρουσία τῆς Ἄνω Ἐκκλησίας. Ὁ Γέροντας προχωροῦσε μέσα στὸ σκοτάδι ἀκίνητος καὶ συγχρόνως πορευόμενος τὴν μακαρία ὁδὸ καὶ λαμπρῶς προϋπαντούμενος ἀπὸ τοὺς χοροὺς τῶν Δικαίων…. Ἡ πομπὴ ὁδηγήθηκε στὸν τόπο ὅπου εἶχε ἑτοιμασθῆ ὁ τάφος του, πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερό τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἐπρόκειτο νὰ γίνη δικός του Ναός. Μὲ ἕνα κεράκι διαβάσθηκαν ὅσα προβλέπονται κατὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἔγινε τὸ καθορισμένο κομποσχοίνι, καὶ ὁ ἱερέας εἶπε: «Χριστὸς Ἀνέστη!». Τώρα πιὰ ὁ Ἅγιος Παΐσιος δὲν πονάει καὶ δὲν ὑποφέρει. Δὲν καταδαπανᾶται, γιὰ νὰ βοηθάη καὶ νὰ ἀναπαύη ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Ἡ φιλότιμη καὶ ἀρχοντικὴ καρδιά του δὲν μοιράζεται στὰ δύο, ἀνάμεσα στὸν πόθο γιὰ τὴν ἔρημο καὶ στὴν ἀνάγκη νὰ μένη κοντὰ στοὺς πονεμένους ἀνθρώπους. Τώρα πιὰ «πετάει ἄνετα σὰν Ἄγγελος ἀπὸ τὴν μία ἄκρη τοῦ κόσμου στὴν ἄλλη», ὅπως ἔγγραψε καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, καὶ εὔκολα βρίσκεται παντοῦ, κοντὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἐπικαλεῖται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια. Ὅσο ζοῦσε πάνω στὴ γῆ ὁ Ἅγιος ἦταν ταπεινὸς καὶ συγχρόνως μεγάλος, πάμφτωχος καὶ ὅμως πάμπλουτος, ἁπλὸς καὶ ὀλιγογράμματος ἀλλὰ σοφὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου. Σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, ὡς μικρὸς «κοσμοκαλόγερος» στὴν Κόνιτσα, ὡς στρατιώτης ἔπειτα μέσα στὴν δίνη τοῦ πολέμου, ὡς ἀγωνιστὴς νέος μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου καὶ στὴν Μονὴ Φιλοθέου, ὡς ἀκούραστος «Καλόγερος» στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ὡς ἐξαϋλωμένος ἀσκητὴς στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, ὡς θεοφώτιστος Γέροντας ποὺ δέχθηκε χιλιάδες ψυχὲς στὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ στὴν Παναγούδα, καιγόταν πάντοτε ἀπὸ τὴν ἴδια φλόγα· νὰ δίνεται ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ μὲ φιλότιμη ἄσκηση καὶ νὰ θυσιάζεται γιὰ τοὺς συναθρώπους του μὲ ἀρχοντικὴ ἀγάπη. Ἔζησε, πράγματι, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σοὺ καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν». Ἔλαμψε στὸν κόσμο μὲ «τὰ καλά του ἔργα», δόξασε τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁγία του ζωή, καὶ ὁ Θεὸς τὸν δόξασε ἐπιτελώντας δι΄ αὐτοῦ μέγιστα θαύματα. «Οἱ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων συγγραψάμενοι τὰς πράξεις αὐτῶν ἐδήλωσαν τὰς σωματικᾶς, τὴν ἀκτημοσύνην, τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ἐγκράτειαν, τὴν ὑπομονήν· τὴν δὲ πνευματικὴν αὐτῶν ἐργασίαν μικρὸν τε καὶ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διὰ τῶν τοιούτων ἐδήλωσαν». Ἔτσι καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία τοῦ Ἁγίου Παϊσίου πολὺ λίγο ἔγινε φανερή. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πῆ πόσο βαθιὰ ἔιχε προχωρήσει ὁ Ὅσιος τὸ σκάψιμο στὸ πνευματικὸ μεταλλεῖο καὶ σὲ ποιὰ πνευματικὰ ὑψώματα εἶχε φθάσει. Ἂν ὅμως θὰ ἔπρεπε κάποιος νὰ πῆ μὲ μία λέξη τί ἔκανε τὸν Ἅγιο Παΐσιο νὰ γίνη αὐτὸ ποὺ ἦταν, θὰ ἐπαναλάμβανε τὰ λόγια του: «Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη…». «Ἀγάπη, προφητείας χορηγός· ἀγάπη, θαυμάτων παρεκτική· ἀγάπη, ἐλλάμψεως ἄβυσσος… Ἀγάπη τελευταία βαθμὶς εἰς τὰς θείας ἀναβάσεις τῶν ἀρετῶν. Ἀγάπη γὰρ ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ πρέπει δόξα, ὕμνος, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». .orthodoxia-ellhnismos


Φωτογραφία: Τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015
«Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστέ…»
Στὶς 11 Ἰουλίου, μνήμη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ὁ Ὅσιος κοινώνησε γιὰ τελευταία φορά. Μὲ πολὺ κόπο γονάτισε ἐπάνω στὸ κρεββάτι, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ μὲ τρεμάμενα χείλη εἶπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλεία σου». Ἔπειτα οἱ ἀδελφές τοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας καὶ τὸν δίσκο μὲ τὸ κόλλυβό της. «Ἄκροις δακτύλοις» πῆρε δύο κόκκους ὡς εὐλογία καὶ ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Βλέποντας ὅτι δὲν ἦταν στολισμένη, παρατήρησε: «Οὔτε ἕνα λουλούδι δὲν τῆς βάλατε;». Κατὰ τὸ μεσημέρι ἦρθε στὸ Ἡσυχαστήριο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός, καὶ ὁ Γέροντας ζήτησε νὰ τοῦ διαβάση τὴν εὐχὴ «εἰς ψυχορραγοῦντα». Ἀκόμη, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν μνημονεύη. «Νὰ μὲ μνημονεύης, τοῦ εἶπε, γιατί πολλοὶ ἄλλοι θὰ...
μὲ ἐγκαταλείψουν, θὰ νομίζουν ὅτι δῆθεν δὲν ἔχω ἀνάγκη».

Ἡ τελευταία ἐκείνη νύχτα ἦταν μαρτυρική. Ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ παυσίπονα δὲν τὸν ἒπιαναν. «Πονάω, πονάω πολύ», ἔλεγε σιγανὰ καὶ κοίταζε συνέχεια τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τὸ δεξί του χέρι σχημάτιζε κάπου-κάπου τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ τὸ ἀριστερὸ ἐκινεῖτο σὰν νὰ τραβοῦσε κομποσχοίνι. Πότε-πότε ἄνοιγε τὰ χέρια του σὲ προσευχή. Κάποια στιγμὴ εἶπε: «Μαρτύριο». Ἡ Γερόνιτσσα, ποὺ βρισκόταν δίπλα του, δὲν ἄκουσε καὶ τὸν ρώτησε τί εἶπε. Τὸ ἐπανέλαβε τρεῖς φορές: «Μαρτύριο, μαρτύριο, μαρτύριο». Κάθιδρος, ἀσθμαίνων καὶ δακρυρροῶν ἔτρεχε τὸ τελευταῖο στάδιο, γιὰ νὰ φθάση στὸ τέρμα καὶ νὰ λάβη «τὸν τῆς νίκης στέφανον». Ὁ «ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς πολιτευσάμενος» ἔσπευδε διὰ μαρτυρίου νὰ πετάξη πρὸς τὰ οὐράνια σκηνώματα.

Στὶς ἐννιάμισι ἡ ὥρα τὸ πρωὶ ὅλες οἱ Ἀδελφὲς πέρασαν νὰ πάρουν γιὰ τελευταία φορὰ τὴν εὐχή του. Ἦταν προσηλωμένος στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ δὲν μιλοῦσε. Ὁ πόνος ἦταν ζωγραφισμένος στὸ πρόσωπό του, ἀνέπνεε μὲ πολλὴ δυσκολία, ἐνῶ ἡ πίεσή του σιγὰ-σιγὰ ἔπεφτε. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἔφθανε τὸ τέλος· ὁ ἀναστημένος πνευματικὰ Πατὴρ Παΐσιος βρισκόταν στὸ κατώφλι πρὸς τὴν μακαριότητα. Σὲ μία στιγμή, ὁ Ὅσιος πῆρε τρεῖς σύντομες εἰσπνοὲς καὶ ἔσβησε, ὅπως σβήνει τὸ καντηλάκι, ὅταν τελειώνει τὸ λάδι του. Ἔγειρε ἥσυχα τὸ κεφάλι του στὸ πλάι, ἐνῶ ἡ ἁγιασμένη του ψυχὴ εἶχε πετάξει στὴν ἀληθινὴ πατρίδα του, τὸν Οὐρανό. Ἦταν ἕνδεκα ἡ ὥρα τὸ πρωὶ τῆς 12ης Ἰουλίου 1994.

Οἱ ἀδελφές του φόρεσαν τὸ Σχῆμα, τὸ ράσο καὶ τὸ κουκούλι· κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν τακτοποιημένος ἀπὸ μόνος του. Τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα ἁπλὸ νεκροκρέββατο καὶ τὸν μετέφεραν στὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Γύρω του ἐναπέθεσαν λίγα μόνο λουλούδια· βασιλικοὺς καὶ τριαντάφυλλα. Τὰ χέρια του, σὰν νὰ ἦταν ζωντανά, κρατοῦσαν μὲ εὐλάβεια τὸν Σταυρό. Ἡ μορφὴ του ἦταν εἰρηνική, φωτεινή, ὀσιακή· εἶχε ἱλαρότητα, σκορποῦσε Χάρη.

Τὸ ἀπόγευμα τὸ Ἡσυχαστήριο ἄνοιξε γιὰ τοὺς προσκυνητές, ἀλλὰ οἱ Ἀδελφὲς δὲν ἀνακοίνωσαν τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα σὲ κανέναν· αὐτὴν τὴν ἐντολὴ εἶχε δώσει ὁ ἴδιος. Ἡ Γερόντισσα κάλεσε τὸν ἐφημέριο τοῦ Ἡσυχαστηρίου, τὸν π.Νικόλαο, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἐπιθυμία τοῦ Πατρὸς Παϊσίου ἦταν νὰ τελέση μόνον ἐκεῖνος τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία. Τὸ δέχθηκε μὲ φόβο καὶ χαρά· φόβο, διότι αἰσθανόταν ἀνάξιος νὰ κηδεύση ἕναν ἅγιο, χαρὰ γιὰ τὴν μεγάλη εὐλογία ποὺ τοῦ χάριζε ὁ Θεός.

Στὶς ἕνδεκα ἡ ὥρα τὸ βράδυ, ἄρχισε ἡ Ἀγρυπνία στὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία. Οἱ ἀδελφὲς ἔψαλλαν τὰ νεκρώσιμα τροπάρια νιώθοντας τὸν Γέροντα νὰ εἶναι ἀκόμη ζωντανὸς δίπλα τους. Πρὶν ἀπὸ ἕναν μήνα εἶχε πεῖ ἀστειευόμενος: «Ἐγὼ θὰ ψάλω τὴν Νεκρώσιμη Ἀκολουθία!». Ἔψαλλε, πράγματι «ἐν ἐκκλησίᾳ ὁσίων». Ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε: «Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστὲ συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι, συνεσταυρούμην σοι χθὲς, αὐτός με συνδόξασον Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ὅλος ὁ πόνος τῆς προηγούμενης νύχτας εἶχε δώσει τὴ θέση του στὴν ἀναστάσιμη χαρά. Στὸ μικρὸ Παρεκκλήσι, μὲ τὸ λιγοστὸ φῶς, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν Σταυροαναστάσιμη. Ἦταν στιγμὲς ἀποχωρισμοῦ, ἀλλὰ ἡ θλίψη μεταβαλλόταν σὲ χαρὰ λόγω τῆς βεβαιότητος ὅτι ὁ Ὅσιος τώρα πιὰ θὰ βρισκόταν δίπλα στὸν καθένα ποὺ θὰ ζητοῦσε τὶς πρεσβεῖες του.

Ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος ἔγινε μέσα σὲ ἀπόλυτο σκοτάδι. Τὸ μόνο φῶς ἐρχόταν ἀπὸ ἕναν φανὸ ποὺ προπορευόταν τῆς νεκρικῆς πομπῆς καὶ ἀπὸ δύο ταπεινὰ φαναράκια ποὺ συνόδευαν τὸν Γέροντα. Ἔτσι θέλησε νὰ κηδευθῆ. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ἤθελε νὰ κρύβεται· πλοῦτος του ἦταν ἡ προσωπική του ἀφάνεια. Αὐτὸ εἶχε φροντίσει νὰ γίνη καὶ στὴν κοίμησή του μὲ τὸ νὰ μὴν ἀνακοινωθῆ, πρὶν περάσουν τρεῖς ἡμέρες.
Ἡ σεβάσμια ἁπλότητα τῆς μυστικῆς ἐκφορᾶς ἔκανε περισσότερο αἰσθητὴ τὴν λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη καὶ πολυάριθμη παρουσία τῆς Ἄνω Ἐκκλησίας. Ὁ Γέροντας προχωροῦσε μέσα στὸ σκοτάδι ἀκίνητος καὶ συγχρόνως πορευόμενος τὴν μακαρία ὁδὸ καὶ λαμπρῶς προϋπαντούμενος ἀπὸ τοὺς χοροὺς τῶν Δικαίων….
Ἡ πομπὴ ὁδηγήθηκε στὸν τόπο ὅπου εἶχε ἑτοιμασθῆ ὁ τάφος του, πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερό τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἐπρόκειτο νὰ γίνη δικός του Ναός. Μὲ ἕνα κεράκι διαβάσθηκαν ὅσα προβλέπονται κατὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἔγινε τὸ καθορισμένο κομποσχοίνι, καὶ ὁ ἱερέας εἶπε: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Τώρα πιὰ ὁ Ἅγιος Παΐσιος δὲν πονάει καὶ δὲν ὑποφέρει. Δὲν καταδαπανᾶται, γιὰ νὰ βοηθάη καὶ νὰ ἀναπαύη ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Ἡ φιλότιμη καὶ ἀρχοντικὴ καρδιά του δὲν μοιράζεται στὰ δύο, ἀνάμεσα στὸν πόθο γιὰ τὴν ἔρημο καὶ στὴν ἀνάγκη νὰ μένη κοντὰ στοὺς πονεμένους ἀνθρώπους. Τώρα πιὰ «πετάει ἄνετα σὰν Ἄγγελος ἀπὸ τὴν μία ἄκρη τοῦ κόσμου στὴν ἄλλη», ὅπως ἔγγραψε καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, καὶ εὔκολα βρίσκεται παντοῦ, κοντὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἐπικαλεῖται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Ὅσο ζοῦσε πάνω στὴ γῆ ὁ Ἅγιος ἦταν ταπεινὸς καὶ συγχρόνως μεγάλος, πάμφτωχος καὶ ὅμως πάμπλουτος, ἁπλὸς καὶ ὀλιγογράμματος ἀλλὰ σοφὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου. Σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, ὡς μικρὸς «κοσμοκαλόγερος» στὴν Κόνιτσα, ὡς στρατιώτης ἔπειτα μέσα στὴν δίνη τοῦ πολέμου, ὡς ἀγωνιστὴς νέος μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου καὶ στὴν Μονὴ Φιλοθέου, ὡς ἀκούραστος «Καλόγερος» στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ὡς ἐξαϋλωμένος ἀσκητὴς στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, ὡς θεοφώτιστος Γέροντας ποὺ δέχθηκε χιλιάδες ψυχὲς στὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ στὴν Παναγούδα, καιγόταν πάντοτε ἀπὸ τὴν ἴδια φλόγα· νὰ δίνεται ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ μὲ φιλότιμη ἄσκηση καὶ νὰ θυσιάζεται γιὰ τοὺς συναθρώπους του μὲ ἀρχοντικὴ ἀγάπη.
Ἔζησε, πράγματι, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σοὺ καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν». Ἔλαμψε στὸν κόσμο μὲ «τὰ καλά του ἔργα», δόξασε τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁγία του ζωή, καὶ ὁ Θεὸς τὸν δόξασε ἐπιτελώντας δι΄ αὐτοῦ μέγιστα θαύματα.

«Οἱ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων συγγραψάμενοι τὰς πράξεις αὐτῶν ἐδήλωσαν τὰς σωματικᾶς, τὴν ἀκτημοσύνην, τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ἐγκράτειαν, τὴν ὑπομονήν· τὴν δὲ πνευματικὴν αὐτῶν ἐργασίαν μικρὸν τε καὶ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διὰ τῶν τοιούτων ἐδήλωσαν». Ἔτσι καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία τοῦ Ἁγίου Παϊσίου πολὺ λίγο ἔγινε φανερή. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πῆ πόσο βαθιὰ ἔιχε προχωρήσει ὁ Ὅσιος τὸ σκάψιμο στὸ πνευματικὸ μεταλλεῖο καὶ σὲ ποιὰ πνευματικὰ ὑψώματα εἶχε φθάσει. Ἂν ὅμως θὰ ἔπρεπε κάποιος νὰ πῆ μὲ μία λέξη τί ἔκανε τὸν Ἅγιο Παΐσιο νὰ γίνη αὐτὸ ποὺ ἦταν, θὰ ἐπαναλάμβανε τὰ λόγια του: «Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη…».

«Ἀγάπη, προφητείας χορηγός· ἀγάπη, θαυμάτων παρεκτική· ἀγάπη, ἐλλάμψεως ἄβυσσος… Ἀγάπη τελευταία βαθμὶς εἰς τὰς θείας ἀναβάσεις τῶν ἀρετῶν. Ἀγάπη γὰρ ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ πρέπει δόξα, ὕμνος, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
.orthodoxia-ellhnismos