Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

ΖΩΗ ΜΟΥ Η ΖΩΗ ΣΟΥ ( ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ )

ΤΗ ΣΠΑΘΑ ΣΗΚΩΣΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ !

«Καίνε την ιστορική γνώση!»: Ο Γ. Τράγκας για το κακό που κάνει ο Γαβρόγ...

Οι εθνομηδενιστές προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι «δικαίως σκοτώθηκε ο Κων. Κατσίφας»



Αποτέλεσμα εικόνας για Κωνσταντίνο Κατσίφα
Έφυγε σαν άνδρας
Οι εθνομηδενιστές προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι «δικαίως σκοτώθηκε ο Κων. Κατσίφας»
Από τον δρα Απόστολο Κρητικόπουλο*
Ιδιαίτερη λύπη μάς περίμενε όλους τους πατριώτες προχθές, στην εθνική μας εορτή της 28ης Οκτωβρίου. Αλβανοί αστυνομικοί πήγαν στις Βουλιαράτες, στο χωριό της Βόρειου Ηπείρου που απέχει μόλις 6 χλμ. από την Ελλάδα. Πίεσαν τον πατριώτη Κωνσταντίνο Κατσίφα να κατεβάσει την ελληνική σημαία που είχε υψώσει λόγω της εθνικής μας εορτής. Και ο Κωνσταντίνος δεν άντεξε. Και ανταπέδωσε τα πυρά που του έριξαν οι Αλβανοί. Και έφυγε σαν άνδρας.

Αμέσως τα συστημικά ΜΜΕ προέβαλαν τη θέση ότι «ήταν τρελός», ότι «είχε καλάσνικοφ και πόζαρε σε εθνικιστικές φωτογραφίες», ότι «πέθανε δίκαια από πυρά αστυνόμων Αλβανών». Αυτά τα αισχρά «fake news» δεν τα παρουσίαζαν μόνο τα αλβανικά ΜΜΕ, αλλά και οι ελληνικοί σταθμοί! Ακαριαία υιοθέτησαν άκριτα τις πληροφορίες που μετέδιδε ο Εντι Ράμα, ο ναρκέμπορας διεφθαρμένος μαυραγορίτης και αριστερός πρωθυπουργός της Αλβανίας. Τη στιγμή που εγώ, όπως και δεκάδες άλλοι Αθηναίοι πατριώτες, τρέξαμε ενστικτωδώς στην αλβανική πρεσβεία στο Ψυχικό να διαμαρτυρηθούμε για τον άδικο χαμό ενός Έλληνα, οι τηλεοπτικοί σταθμοί μας ανταγωνίζονταν για το ποιος θα αμαυρώσει τη μνήμη του ήρωα πιο γρήγορα. Οι πρόθυμοι πεμπτοφαλαγγίτες αριστεροί εθνομηδενιστές των κοινωνικών δικτύων κατέληξαν σε γρήγορο συμπέρασμα και προσπαθούσαν να πείσουν όλους εμάς τους υπολοίπους ότι «δικαίως σκοτώθηκε ο Κατσίφας». 
Δεν γνωρίζουν όλοι αυτοί οι ξεπουλημένοι συστημικοί διεθνιστές, οι οποίοι μισούν το δικό τους γραικικό αίμα, ότι οι ουτσεκάδες της Αλβανίας ενεργούν ανενόχλητοι στις ελληνικές περιοχές μας της Βορείου Ηπείρου και σπέρνουν τον τρόμο, ένοπλοι, σε συμπατριώτες μας που τολμάνε να προβάλλουν την ελληνικότητά τους. Δεν γνωρίζουν ότι το πρωτόκολλο της Κέρκυρας του 1914 προβλέπει αυτονομία στους Βορειοηπειρώτες που ποτέ δεν αξίωσε καμία ελληνική κυβέρνηση να εφαρμοστεί!
Δεν γνωρίζουν ότι αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα μιας αναγνωρισμένης μειονότητας να αναρτά τη σημαία της εθνικής της αδιαμφισβήτητης ταυτότητας. Δεν γνωρίζουν ότι ο φόβος που έχουν οι Βορειοηπειρώτες απέναντι στα κτήνη των παραστρατιωτικών ουτσεκάδων αναγκάζει τον ανδρικό πληθυσμό να φέρει όπλα για την προστασία της οικογένειάς του. Δεν γνωρίζουν ότι το πτώμα του Κατσίφα είχε ριπές όπλου από κοντινή απόσταση λίγων εκατοστών, το οποίο πιθανά σημαίνει ότι δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τους δόλιους Αλβανούς.
Τιμή και δόξα στον ήρωα Κατσίφα, ο οποίος έπεσε αντρίκεια υπερασπιζόμενος τη σημαία μας. Σε 40 μέρες που θα συναντήσει η ψυχή του στον παράδεισο τον ήρωα Σολωμό Σολωμού, που έφυγε και αυτός δολοφονημένος από εχθρούς για τον ίδιο λόγο, είμαι σίγουρος ότι θα έχουν να πουν πολλά μεταξύ τους.
*Διδάκτωρ Πληροφορικής (twitter: @kritikopoulos)
dimokratianews30.10.2018

Η εικόνα ίσως περιέχει: υπαίθριες δραστηριότητες 

Εδώ στο Ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,
στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!
Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτεινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλη
με φορεσιά ολοφωτεινή.
Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή![…]
Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κι έκραξα με τρανή φωνή,
γονατιστός με θαμπωμένα
μάτια, με λαύρα περισσή:
«Χαίρε θεά, χαίρε παρθένα,
Ω Νίκη, ω Νίκη, ω Νίκη. Εσύ!
Εσύ που δείχνεις πως ανθούνε
εδώ μ’ αθάνατη ζωή,
πως μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!»
 
Κωστής Παλαμάς

Ποιοι θέλουν τον Τσίπρα "Αγιορείτη" με το ζόρι;



Ενός κακού μύρια έπονται. Βαδίζοντας στα χνάρια των Εκκλησιαστικών μας ταγών (αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Πατριάρχες κ.τ.λ.) και το Άγιον Όρος υπακούει στις προσταγές των νεοεποχιτών. Ήδη με τη στάση που κράτησε για την ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου, εξασφάλισε εισιτήριο στην πρώτη θέση της μεταπατερικής και μασωνοκίνητης "αμαξοστοιχίας" του οικουμενισμού και κινείται πρόσω ολοταχώς στις ράγες της αίρεσης. Φαινόμενα όπως αυτό που αναφέρεται στο δημοσίευμα, αποτελούν έλαχιστο όρο στα σχέδια της Νέας Τάξης που οφείλουν να "καταπιούν αμάσητα" οι συμφωνούντες. 

Το πολυθρύλητο Περιβόλι της Παναγιάς, βλασφημείται και βεβηλώνεται με τον χειρότερο τρόπο.


 Δικαιολογίες, σοφιστείες και "δήθεν" πνευματικά νουθετήματα σκορπίζονται απλόχερα από τους επικεφαλής πνευματικούς πατέρες των Ιερών Μονών της Αθωνικής πολιτείας, ενώ στην πραγματικότητα, έχει επιβληθεί από το Φανάρι μια ολοφάνερη "ποιμαντική" ομερτά. 

 Οι ανοησίες περί αυτόκλητων "κύκλων", φανατικών "ημικυκλίων" και φονταμενταλιστικών "τρικύκλων", συνιστούν στυγνή προπαγάνδα προς κάθε αντίθετη φωνή που αντιστέκεται στον οικουμενιστικό αυτό κατήφορο. 

Ευχόμαστε και ελπίζουμε το Άγιον Όρος να ξυπνήσει από τον λήθαργο, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να πρωτοστατήσει στον αγώνα κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. 
Καλή μετάνοια

Άγιος Νεομάρτυς – Παιδομάρτυς Ιωάννης Τουρκολέκας (Αδελφός του αγωνιστή Νικηταρά)


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Μεταξύ των πολυπληθών Νεομαρτύρων στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας υπάρχουν και πολλοί Παιδομάρτυρες, δηλαδή ανήλικα παιδιά, τα οποία ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό και έδωσαν τη ζωή τους γι’ αυτή τη μαρτυρία τους. Το άωρο της ηλικίας τους δεν τους εμπόδισε να δείξουν ηρωισμό και να καταφρονήσουν τις φοβέρες και τα βασανιστήρια των ανελέητων αλλόθρησκων τυράννων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Νεομάρτυρας – Παιδομάρτυρας Ιωάννης Τουρκολέκας, αδελφός του γνωστού οπλαρχηγού και αγωνιστή Νικηταρά.
Γεννήθηκε στα 1805 στο χωριό Τουρκολέκα της Αρκαδίας. Πατέρας του ήταν ο Σταματέλος Σταματελόπουλος – Τουρκολέκας, περίφημος και ονομαστός για την ανδρεία του, αγωνιστής της περιοχής Λεονταρίου Αρκαδίας, ο οποίος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των τούρκων . Μητέρα του ήταν η ευσεβής και γενναία Σοφία, αδελφή της συζύγου (κουνιάδα) του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Καταγόταν από ευσεβή οικογένεια, την οποία διέκρινε η πίστη και η ευλάβεια στο Θεό, η τιμιότητα και η φλογερή φιλοπατρία. Είχε άλλα τρία αδέλφια, μεταξύ αυτών, τον γνωστό οπλαρχηγό Νικήτα, ή Νικηταρά και τον Νικόλαο, μια ιδιοφυία στην πολεμική τέχνη, την οποία είχε έμφυτη και αργότερα ονομάστηκε λοχαγός.
Στα 1816 ο Ιωάννης, όντας 11 χρονών, μαζί με τον πατέρα του και κάποιον Αναγνώστη, γιο του οπλαρχηγού και αγωνιστή του Πάρνωνα Ζαχαριά, πήγαιναν στο απέναντι νησί των Κυθήρων. Προφανώς είχαν επικηρυχθεί από τις τουρκικές αρχές και ήθελαν να περάσουν στα Κύθηρα, για να γλυτώσουν. Ας σημειωθεί πως το νησί των Κυθήρων ήταν ελεύθερο και ανήκε από το 1815 στο Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων νήσων.  Έφτασαν στο λιμάνι της Νεάπολης της Λακωνίας και περίμεναν το πλοίο να περάσουν στην αντίπερα όχθη, αλλά είχε ξεσπάσει κακοκαιρία και επικρατούσε ισχυρή θαλασσοταραχή και ως εκ τούτου ο απόπλους ήταν αδύνατος. Όμως αγάς της περιοχής Χουσεΐν πληροφορήθηκε το γεγονός και έστειλε απόσπασμα, τους οποίους συνέλαβε με δόλο και τους έστειλε στην τουρκική αρχή της Μονεμβασιάς. Οι τούρκοι, αφού τους κακοποίησαν, τους έριξαν στη φυλακή του κάστρου.
Ο διοικητής της Μονεμβασιάς δεν ήξερε τι να κάμει τους τρεις φυλακισμένους και γι’ αυτό ζήτησε οδηγίες από τον Βοεβόδα (τοπάρχη) του Μυστρά. Εκείνος τους απάντησε ότι βαρύνονται με σοβαρές κατηγορίες, οι οποίες επισείουν την ποινή του θανάτου. Δηλαδή διέτασσε τη θανάτωσή τους.
Την επόμενη ημέρα ο αγάς διέταξε τον αποκεφαλισμό των δύο ενηλίκων, του πατέρα του αγίου και του Αναγνώστη. Το δε παιδί το οδήγησαν, κατόπιν διαταγής του σε αυτόν. Προφανώς νόμιζε ότι θα μπορέσει να καταφέρει τον εξισλαμισμό του. Είχε προφανώς στο νου του την επιθυμία να το πάρει κοντά του ως ερωμένο του, αφού η παιδεραστία ήταν πολύ διαδεδομένη και νόμιμη στους μουσουλμάνους τούρκους. Τα σεράια τους ήταν γεμάτα από παιδιά χριστιανών, τα οποία άρπαζαν για να ικανοποιούν τις κτηνώδεις ορέξεις τους. Για να το κατορθώσει αυτό έπρεπε να αλλαξοπιστήσει, να εξισλαμισθεί.
Πήρε το παιδί και το οδήγησε στο μέρος που εκείτο το αποκεφαλισμένο σώμα του πατέρα του. Το συμβάν το διηγείται ο ίδιος ο αγωνιστής Νικηταράς, ως εξής: «Στον αδελφό μου πρότειναν ν’ αλλάξει την πίστη του. Του δείχνουν τον σκοτωμένο πατέρα του και του λέγουν κάθισε να σε κάνουμε Τούρκο. Τότε το παιδί κάνει το σταυρό του και τους απαντά: θα πάω κι εγώ εκεί που πάει ο πατέρας μου. Του ξαναλέγουν· γίνε Τούρκος. Το παιδί όμως ξανακάνει το σταυρό του. Έγινε από το αίμα του σταυρός. Πήραν τα κεφάλια τους στην Τριπολιτσά».
Το γενναίο παιδί δε δείλιασε μπροστά στο φοβερό θέαμα του αποκεφαλισμένου πατέρα του και δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να ανταλλάξει την πίστη του στον αληθινό Θεό με τη ζωή του. Οι δαιμονικοί και ανελέητοι αλλόθρησκοι δε λυπήθηκαν το απροστάτευτο ορφανό παιδί. Γι’ αυτούς, όπως επιτάσσει το Κοράνιο και διδάσκει η ισλαμική παράδοση, όποιος φονεύσει «άπιστο», δηλαδή Χριστιανό, έχει εξασφαλισμένο τον παράδεισο! Έτσι, χωρίς δισταγμό ύψωσαν το φονικό ξίφος και έκοψαν το κεφάλι του ηρωικού Ιωάννη, ο οποίος προστέθηκε στη χορεία των Νεομαρτύρων και Παιδομαρτύρων. Η σφαγή των τριών αυτών ανθρώπων έγινε στις 24 Οκτωβρίου 1916, έξω από τον Ιερό Ναό του «Ελκομένου Χριστού» στην παλαιά Μονεμβασιά. Εκεί, στο δάπεδο της αυλής του Ναού, όπου έγινε η σφαγή του Παιδομάρτυρα Ιωάννη σχηματίστηκε με το αίμα του ένας Σταυρός, φανερό σημείο ότι εισήλθε στη Βασιλεία του Θεού, στη χορεία των Μαρτύρων!
Τα κεφάλια, του Μάρτυρα Ιωάννη και των άλλων δύο ανδρών, τα πήραν οι τούρκοι και τα έστειλαν πεσκέσι στον πασά της Τριπόλεως, τα δε σώματά τους τα έθαψαν σε άγνωστο μέρος στη Μονεμβασιά. Ο τόπος όπου εκτελέστηκε ο άγιος Ιωάννης και σχηματίστηκε ο τίμιος Σταυρός με το αίμα του, έγινε τόπος προσκυνήματος των Χριστιανών,  σημειώνονταν πολλά θαύματα και κατέστη πηγή παρηγοριάς και στήριξης των αγωνιζόμενων Ελλήνων.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 24 Οκτωβρίου την ημέρα του μαρτυρίου του, στο χωριό της καταγωγής του Τουρκολέκα της επαρχίας Μεγαλουπόλεως Αρκαδίας, όπου υπάρχει ναός προς τιμήν του.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Οἱ Ἱεροκοινοτικοί (Ἁγιορείτες) δέν διαφέρουν ἀπό τούς Φαναριῶτες (Οἰκουμενιστές).


ΑΙΣΧΟΣ
 ὑπό Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου
Συναντήθηκαν οἱ Ἱεροκοινοτικοί, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπό τή σημερινή εἰδησεογραφία, στό Μέγαρο Μαξίμου μέ τόν Ἕλληνα Πρωθυπουργό καί συζήτησαν τά περί τῆς ἐπισκέψεως τοῦ τελευταίου στό Ἅγιον Ὄρος, ἡ ὁποία θά πραγματοποιηθεῖ ὁσονούπω. Θυμόμαστε ὅλοι μία πρό καιροῦ ματαιωθεῖσα προγραμματισμένη ἐπίσκεψη τοῦ Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως κ. Ἀλέξη Τσίπρα στό Ἄγιον Ὄρος. Τότε, εἶχε προβάλλει βέτο ἤ μᾶλλον εἶχε ὑψώσει τό ἀνάστημά του, ὁ μόλις πρό ὀλίγων ἡμερῶν κοιμηθείς θαρραλέος καί «ἀθυρόστομος» ἀείμνηστος Καθηγούμενος τῆς Μονῆς Δοχειαρίου Γέροντας Γρηγόριος (+). Εἶχε μάλιστα ὑψώσει στό Μοναστήρι του μαύρη σημαία καί πανό ἀποδοκιμασίας γιά τό ἐνδεχόμενο ἐπισκέψεως καί ὑποδοχῆς ἑνός δεδηλωμένου ἀθέου πολιτικοῦ καί μάλιστα δεινῶς ἐναντιουμένου, μέ τά ὑπ’ αὐτοῦ εἰσαγόμενα καί ψηφιζόμενα ὑπό τοῦ κόμματός του νομοθετήματα, στήν Εὐαγγελική διδασκαλία.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι κυριολεκτικῶς τρεῖς ἡμέρες μετά τήν κοίμησή του ἔσπευσε ἡ μοναστική ἡγεσία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, νά διορθώσουν τή στάση τους καί νά συνεργασθοῦν προθύμως μετά τοῦ Πρωθυπουργοῦ γιά τήν ἐπικειμένη ἐπίσκεψή του στό Ἅγιον Ὄρος. Μάλιστα, κατά τήν πραγματοποιηθεῖσα συνάντηση, μεταξύ ἄλλων, ὁ ἄσχετος περί τήν Ὀρθοδοξία Πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως ἐχαρακτήρισε τό Ἄγιον Ὄρος ὡς σημαντικό πέραν τῶν ἄλλων καί γιά τή….συμβολή του στόν διορθόδοξο διάλογο! Τρέχα γύρευε, τί ἐννοεῖ καί τί ἤθελε νά πεῖ! Σημασία ἔχει ὅτι τή συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατά τήν ὁποία ἡ Κυβέρνηση κλυδωνίζεται ἀπό ἐσωτερικά προβλήματα καί ἔντονα ἀποδοκιμάζεται ἀπό τήν πλειονοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ γιά τήν ἀνυποχώρητη προώθηση τῆς μειοδοτικῆς «Συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν» σέ βάρος τῆς μοναδικότητος καί Ἑλληνικότητος τῆς Μακεδονίας, οἱ μεγαλοσχήμονες τοῦ Ὄρους σπεύδουν νά ἐνισχύσουν τόν κ. Τσίπρα καί νά ἀποπροσανατολίσουν τόν Ἑλληνικό λαό στόν ἔντονο προβληματισμό του γιά τόν ἀθεϊσμό καί τόν ἐθνομηδενισμό τῶν κυβερνώντων καί προσωπικῶς τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ.

Προφανῶς, οἱ Ἱεροκοινοτικοί ἔχουν τό σκοπό καί τίς βλέψεις τους, τά ὁποῖα σταθερῶς καί διαρκῶς ἀφοροῦν στά οἰκονομικά θέματα πού τούς ἀπασχολοῦν σχεδόν κατ’ ἀποκλειστικότητα. Τί κι ἄν ἀπογοητεύσουν τόν Ἑλληνικό λαό, ὁ ὁποῖος θά δεῖ τούς προεστῶτες τοῦ Ὄρους νά ὑποδέχονται μετά τιμῶν ἕναν πολέμιο τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὑπονομευτή τῶν συμφερόντων τοῦ Ἔθνους μας. Δέν τούς ἀπασχολεῖ! Βλέπετε, ὑπάρχει ἐν ὄψει καί ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, κατά τήν ὁποία καί οἱ Ἁγιορεῖτες ἐνδιαφέρονται νά κρατήσουν τά προνόμια καί τά δικαιώματά των. Περί τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ ποῦ σκέψεις καί ἐνδιαφέρον! Τά κονδύλια, οἱ φόροι, τά μετόχια κλπ., κλπ εἶναι πού μονοπωλοῦν τό ἐνδιαφέρον τους. Τί κι ἄν ἡ Ἑλληνική Πολιτεία διδάσκει τά παιδιά τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἐπισήμως τόν Οἰκουμενισμό διά τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τί κι ἄν ἡ Κυβέρνηση προώθησε καί ψήφισε τό νόμο γιά τήν δυνατότητα ἐπιλογῆς καί ἀλλαγῆς φύλου στήν ἐφηβεία, τί κι ἄν ψήφισε τά σύμφωνα συμβιώσεως προσώπων τοῦ ἰδίου φύλου καί τή δυνατότητα υἱοθετήσεως παιδιῶν ἀπό ὁμόφυλα ζευγάρια κ. ο. κ.
Πρῶτοι, λοιπόν, οἱ «πρῶτοι» τοῦ Ὄρους στή διαπραγμάτευση καί τή διπλωματία. Ἐμεῖς σέ στηρίζουμε μέ τήν ὑποδοχή μας, ἐσύ μᾶς ἱκανοποιεῖς τά αἰτήματά μας. Σιωποῦμε στά ἠθικά σου ἐγκλήματα, μᾶς ἐξαιρεῖς ἀπό δυσμενή μεταχείριση ἤ προσβολή τῶν κεκτημένων. Ἔτσι, ἐξασφαλίζουμε τήν ἡρεμία τοῦ ἱεροῦ Τόπου, δικαιολογούμενοι ὅτι ἐμεῖς δέν ἀσχολούμεθα μέ πολιτικά ζητήματα καί κοσμικές, κοινωνικές ὑποθέσεις. Ἐδῶ, θά μοῦ πεῖτε, δέν ἐνδιαφέρθηκαν (οἱ Ἱεροκοινοτικοί) γιά τήν προδοσία τῆς Πίστεως πού συντελέστηκε πρό διετίας στό Κολυμπάρι Χανίων στήν Κρήτη μέ τήν πρώτη πανορθόδοξη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, περιορισθέντες σέ ἀκίνδυνες προσεγγίσεις καί θά ντραποῦν νά ὑποδεχθοῦν στό Ὄρος δουλοπρεπῶς ἕναν πολέμιο τῆς Ὀρθοδοξίας; Θά διστάσουν νά «ἀμνηστεύσουν» τόν ἐκποιητή τῆς Μακεδονίας μας, ἐπιτρέποντάς του νά πατήσει καί εἰσέλθει στό ἱερό Βῆμα τῆς Μακεδονικῆς γῆς, τόν ἁγιώνυμο τόπο τοῦ Ἄθωνα; Κατά τά ἄλλα φυλάττουν καί αὐτοί «Θερμοπῦλες», ὅπως οἱ Φαναριῶτες, οἱ ὁποῖοι διϋλίζουν τόν κώνωπα στά δικαιοδοσιακά καί στά τυπικά καί διά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ των, ὡς ἄλλοι «ἐφιάλτες» ἐκποιοῦν τήν Ὀρθοδοξία! Αἰδώς, Πατέρες! Αἰδώς!
ΑΚΤΙΝΕΣ

Όταν ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Γέροντας Γρηγόριος (†2018) συνάντησε τον παπα Εφραίμ Κατουνακιώτη (†1998)



Τό 1967, με τις ευλογίες του γέροντα Άμφιλοχίου του Πατμίου, τρεις αδελφοί έπισκεφθήκαμε το Αγιον ’Όρος. Μια παλιά γνωριμία μάς έφερε στην κέλλα του μοναχού Παϊσίου. Του ζητήσαμε να μάς υπόδειξη κάποιους πνευματικούς ανθρώπους να ακροασθούμε λόγον αγαθόν. Αποκρίθηκε:
– Ό λόγος πού βρισκόμαστε σ’ αυτήν την έρημο είναι ή ησυχία καί ή αφάνεια.
Αλήθεια είναι πώς δεν είχε αρχίσει ακόμη ό αλληλοθαυμασμός μεταξύ των Γεροντάδων, πού είναι καθαρό προϊόν ευσεβισμού: «Εκεί
υπάρχει λύκος· μη περάσεις. Πιο ’κει βόσκουν πρόβατα· πλησίασε άφοβα». Έτσι, έμπασαν οί κελλιώτες Γεροντάδες μοναχούς σε μοναστήρια πού δεν πλησίαζε άνθρωπος.
Άπό άλλον νεώτερο μοναχό πληροφορηθήκαμε πώς στα Κατουνάκια υπάρχει ιερομόναχος πού κάνει τον αγώνα του, χωρίς να γίνεται καθόλου λόγος για προορατικά, προφητικά καί θαυματουργικά χαρίσματα. Καλογερικές κουβέντες: «Αγωνίζεται».
Ψάχνοντας τον Έφραίμ, βρεθήκαμε στά Κατουνάκια. Ή αδελφότητα των Δανιηλαίων είναι άπό παλιά ένα καλό στέκι, γιά νά φέρη κανείς γυροβολιά τήν «έρημο», όπως χαρακτηρίζονται εκείνα τα βραχώδη τόπια του ’Άθωνα. Στην συνοδία αυτήν ό μετά τον Γέροντα πατήρ Μόδεστος ξεχώριζε για τό ιλαρόν του προσώπου, τήν ακακία του τρόπου του καί τήν απλότητα τής καρδιάς. Αργότερα, πού έγινε Γέροντας του Κελιού, αυτά έγιναν εμφανή και επίσημα στολίδια στο πρόσωπο του πατρός Μοδέστου. Ήταν καί αυτός γνήσιο παιδί τής αθωνικής πολιτείας. Ό απλός καί ανεπιτήδευτος λόγος του ήτανε νάμα Χάριτος. Τό χέρι του τό ασπαζόσουν όπως του Χριστού καί τής Παναγίας στις άγιες εικόνες. Έφερνε καί αυτός σεβαστικά τό ψωμί στο στόμα του σαν τούς παλιούς ανθρώπους. Μειδιούσε σαν παιδί καί σοβαρευότανε σαν μεγάλος μέσα στήν ελαχιστότατα του. Μιλούσε όχι από καθέδρας, άλλ’ από τον σκίμποδα του αγιορείτου μαθητού.
Σπάνιες χάρες σήμερα. Που «γεροντισμός» στον γέροντα Μόδεστο καί «σοβαρότητα» ικανού διδασκάλου; Μιλούσε, καί ρόδιζε τό πρόσωπό του σαν ντροπαλή παιδίσκη.
«Κύριε, μη μάς στερήσεις από τήν παρουσία τους. Δίνε μας πάντα τέτοια “κάντρα”».
Κι άλλη μια συνοδεία μάς εγκαρδίωσε: του γέροντα Χριστόδουλου. Τό Κελί βρισκότανε κάτω από τούς Δανιηλαίους προς τα Καρούλια. Ό Γέροντας κι ό υποτακτικός μάς υποδέχθηκαν στήν αληθινή άετοφωλιά τους σαν παλιούς γνώριμους. Εκείνο πού άβίαστα διέκρινες ήταν ό αλληλοσεβασμός μεταξύ τους· ήταν άλλωστε καί οί δύο ήλικιωμένοι.
Ό καθένας κοίταζε να κρυφτή πίσω από τον άλλον, γι’ αύτό φαίνονταν καί οί δύο. Μόνον ό Γέροντας, χωρίς να τον διορθώνη ό υποτακτικός, συνομιλούσε, να μη χαλάση τήν ήσυχία του τόπου. Είχαμε ένα κοινό σημείο επαφής. Αυτό ήταν ό θαυμασμός μας στον όσιο Χριστόδουλο τον Λατρινό.
Μιλούσε ό Γέροντας για τον Όσιο, από τήν Λίμνη τής Εύβοιας πού καταγότανε. Καί εμείς πάλι για τον ‘Όσιο συνδιαλεγόμεθα, από τήν Πάτμο πού προερχόμαστε. Όμορφες ανοιξιάτικες συναντήσεις, πετροκότσυφες καί αηδόνια, στις βραχώδεις παρυφές του ’Άθωνα.
Τον ρωτήσαμε για τους «ζηλωτές». Απήντησε ευθέως:
-Εμείς, παιδί μου, είμαστε αγράμματοι άνθρωποι. Τό έργο τής ζωής μας είναι ή προσευχή καί ή λατρεία. Ή ευθύνη είναι των κρατούντων στην Εκκλησία καί των μορφωμένων κληρικών καί λαϊκών. Εμείς ακολουθούμε την Εκκλησία. Ακούμε πολλά. Σφίγγεται ή καρδιά μας. Ό Θεός νά μάς έλεήση.
Αύτή ήταν ή μία πλευρά τών Κατουνακίων. Στην άλλη φθάσαμε, όταν οί καυτές ακτίνες του ήλιου -ήταν τέλος του μήνα θεριστή- έγλειφαν τις τελευταίες νοστιμιές τών βράχων. Προχωρημένο απόβραδο φθάσαμε στήν καλύβα του Όσιου Έφραίμ. Μέσα σέ θαμπό φώς διεκρίνετο ή φιγούρα του Γέροντα. Υψίκορμος καί δεμένος όπως ήτανε φάνταζε σαν γερασμένος κορμός πλατάνου. Αργότερα μου διηγείτο:
-Καί τις τέσσερις πεζούλες του κήπου μας τις έσκαβα μόνος μου μέ τό δικέλλι. Τώρα προτείνω στους υποτακτικούς να πιάση ό καθένας από μιά πεζούλα να σκάψη καί μου καμώνονται πώς δέν μπορούνε (άλλος έχει τήν μέση του, άλλος τά χέρια του) καί ζητάνε φρέζα.
-Παιδιά μου, ή μηχανή θά καταστρέψη τήν ήσυχία του τόπου.
– Όχι, Γέροντα· να πάρουμε φρέζα.
-Έ, πάρτε καί χέζα να ήσυχάσετε.
Ό παπα-Έφραίμ εκείνα τά χρόνια δέν ήταν όνομα μεγάλο στον ’Άθωνα. Κάποιοι δειλά-δειλά σιγοψιθύριζαν γιά τήν αξία του λόγου του. Μέχρι καί τό ’78, πού ζητήσαμε από γείτονά του να μάς δείξη τό μονοπάτι πού οδηγεί στήν κέλλα του, μάς είπε:
-Έχω ακούσει πώς έχει καλή διδαχή καί έχω λογισμό να τον έπισκεφθώ.
Ό Γέρων εκείνο τό ευλογημένο βράδυ μάς υποδέθηκε μέ περισσή καταδεκτικότητα. Μάς οδήγησε στην εκκλησία καί ξοπίσω του ακολουθούσε γέροντας ξυπόλυτος, πού φαινόταν τα γηρατειά να του σκόρπισαν τον νου καί είχε απόλυτη εξάρτηση από τον παπα-Έφραίμ. ‘Όταν του συστηθήκαμε πώς είμαστε θεολόγοι, μάς κοίταξε μ’ ένα μειδίαμα συμπάθειας πού μάς προσγείωσε αμέσως. Βρε τί μάθαμε στο σχολειό καί τί πάθαμε στην έρημο! Ήταν φοβερό: εμείς τα είκοσιπεντάχρονα παιδαρέλια να συστηνώμαστε θεολόγοι σ’ ένα λευκασμένο Γέροντα τής έρημου! Πήραμε μάθημα δυνατό καί τό κρατώ ακόμη:
– Καλά μου παιδιά, θεολόγος είναι αυτός πού όμιλεί μέ τον Θεό καί όχι αύτός πού σπουδάζει θεολογία.
Ό γέρος μάς άφησε να επιστρέφουμε στούς Δανιηλαίους καταγοητευμένοι. Φορτίσαμε τό είναι μας από την σκηνή τής έρημου καί ήταν αλήθεια, γιατί καί αργότερα, οσάκις τον απαντήσαμε, φορτωμένοι φύγαμε από τον παπα-Έφραίμ.
Είχε μια άληθινότητα καί στον τρόπο καί στον λόγο του. Κάθε φορά πού βρισκόμουν στο Κελλί του ακουμπούσε τό ξεροδερμάτινο μάγουλό του στο δικό μου καί έλεγα καθ’ εαυτόν: «Μη παραδοξής· παίρνεις Χάρη καί δίνεις αμαρτία». Θυμόμουνα πώς ό αββάς Ζωσιμάς φίλησε την όσια Μαρία στο κατάξερο στόμα της, για να πάρη Χάρη.
‘Όταν πνευματικός του αδελφός του έμπιστεύθηκε: «Θά υπάγω στο νησί μου να αφυπνίσω τον μοναχισμό· αν δεν τό πετύχω, θά πετάξω τά ράσα», γιά χρόνια δεν μπορούσε να τό διασκεδάση.
-Επιτέλους ποιοι είμαστε, ακόμα καί τον Θεόν να απειλούμε; Είναι ασέβεια, άγιε καθηγούμενε, καί μόνον πού τό συλλογισθήκαμε, όχι να τό λέμε κιόλας.
Καί αργότερα έλεγε:
-Μέ την άξιωσύνη πού του έδωσε ό Θεός κάτι πέτυχε.
Αλλά καί ό διάβολος μερίδα μεγάλη κράτησε γιά τον έαυτό του. Ακούστηκαν πολλά καί έφυγε διωγμένος.
‘Όταν τον ρώτησα για θέματα έξομολογήσεως, μου ομολόγησε πώς εκείνος ποτέ δεν μελέτησε Κανόνες, γι’ αύτό δεν εξομολογεί.
-Τό έργο που καλλιέργησα εδώ που κάθομαι είναι ή προσυεχή.
Ρώτησα:
-Να διαλεχθώ με άλλους ήγουμένους καί Γεροντάδες;
Καί μου άποκρίθηκε:
-Ούδαμώς. Να κράτησης ότι παρέλαβες από τους γέροντες Φιλόθεο καί Άμφιλόχιο. Καί εγώ αύτά θά κρατήσω.
Ένώ ήταν άνθρωπος τής προσευχής, δίδασκε την ύπακοή:
-Γίνου πτυελοδοχείο, καθίκι του Γέροντά σου.
Άναφερόμενος στον εαυτό του, έλεγε:
-Τριάντα δύο χρόνια έκανα υποτακτικός στον γέροντα Νικηφόρο, ό όποιος «έχανε». Τον παρακαλούσα να φέρουμε με λίγες σωλήνες τό νερό στο Κελλί, γιατί «τα χρόνια πέρασαν καί δεν μπορώ να τό κουβαλώ από τόσο μακριά».
-Οχι -ο Γεροντας- αυτή είναι ή καλογερική.
Τό τρίπτυχο τής διδαχής του ήταν: « από τήν ύπακοή ή προσευχή καί άπό τήν προσευχή ή θεολογία».
-Κάποτε έργοχειροϋσα, σκάλιζα σφραγίδες, καί συγχρόνως μαγείρευα. Πέρασε ό αδελφός καί μου λέγει:
«Κοίταξε τό φαγητό». Κι ένώ βρισκόμουνα σέ ώρα Χάριτος, δεν υπάκουσα τον αδελφό. Καί την προσευχή έχασα καί τό φαγητό έκαψα. Στην ύπακοή στεκόταν ό γέροντας Έφραίμ, ώς την βάση του μονήρους βίου.
-Στον μοναχισμό τα πάντα στήν ύπακοή στηρίζονται.
Άπό ’κει αρχίζει ή πνευματική ζωή καί εκεί τελειώνει. Οί Γεροντάδες του ήταν απλοί άνθρωποι. Είχαν εργόχειρο τήν ψαρική. Παρ’ όλο πού δεν διέθεταν αυτά πού ζητούσε ό παπα-Έφραίμ, παρέμεινε στήν ύποταγή καί διακονία των Γεροντάδων, έχοντας σύμβουλο στα πνευματικά καί τον πατέρα Ιωσήφ, τον επιλεγόμενο σπηλαιώτη.
Κάποτε λογισμοί φυγής καί άπελπισίας τον κατέλαβαν. Βγήκε έξω καί κάθισε στο πίσω μέρος τού Κελιού με εμφανή τήν θλίψη στο πρόσωπο. Περαστικός μοναχός τού ρίχνει τό πεπυρωμένο βέλος τής αμφιβολίας:
-Έφραίμ, μη νομίζης πώς μόνον τό τζάκι τής καλύβας τού Όσιου Έφραίμ καπνίζει. Έχει καί άλλα τζάκια πιο φωτεινά.
Αμέσως συνήλθε άπό τον χαλασμένο λογισμό καί έπεστρεψε στήν καλύβα των πατέρων του.
Ό λόγος του ήταν πάντοτε μέσα άπό τήν προσευχή βγαλμένος καί όχι άπό ακούσματα καί άναγνώσεις. Γι’ αυτό ήταν πάντα καθαρός καί οίκοδομητικός. Ήταν λαλιά πού λάμβανε από τήν προσευχή καί όχι από τις ανεύθυνες κουβέντες των περίεργων. Κάποια φορά τον ρώτησε καθηγητής, πού έπαιρνε μέρος στούς θεολογικούς διαλόγους με τούς ετεροδόξους, αν πρέπη να συμμετέχη. Ό παπα-Έφραίμ ασυζητητί τον προέτρεψε να μη παύση να συμμετέχη, άλλα ό λόγος του να είναι σαφής καί ζωντανός, γιατί με τα μεσοβέζικα καί αυτοί μπερδεύονται καί εμείς σύγχυση λαμβάνουμε.
Τούς προσερχομένους ήκουε με πολλή προσοχή. Γιά τον παπα-Έφραίμ εκείνη τήν ώρα ύπήρχε μόνον ό συνομιλητής του στον κόσμο καί κανένας άλλος. Συνεσταλμένα του έλεγε κάποια πράγματα, γι’ αυτό εν κατακλείδι συνιστούσε παράκληση στην Παναγία την Γοργοϋπήκοο:
-Άς αφήσουμε καί την Παναγία να μιλήσει.
Έτσι, κάθε μέρα, επιστρέφοντας τό καράβι από την Δάφνη, αποβίβαζε προσκυνητές για παράκληση στην Παναγία. Πέθανε ό παπα-Έφραίμ, τελείωσε αυτός ό τρόπος ευαγγελισμού του κόσμου. Οί σημερινοί Γεροντάδες είναι τόσο αύτάρκεις, που δεν χρειάζεται ή Παναγία! Τα γνωρίζουν όλα καί τα μπορούν όλα!
Οταν του ζήτησαν να ήγουμενεύση στην Μεγίστη Λαύρα, μετά την κοινοβιοποίηση τής Μονής, αγχώθηκε πολύ. Πίστευε βαθιά πώς οί ηγούμενοι κρατούν τό ’Όρος, είναι ή αρχή του τόπου. Οταν έβλεπε ήγούμενο, από μακριά μετάνιζε.
Θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο καί πολύ λίγο γιά μιά τέτοια θέση. Προσευχήθηκε θερμά στην Παναγία καί πήρε πληροφορία να μείνη στην καλύβα του. Τον ρώτησα πώς εννοεί την πληροφορία καί μου απήντησε:
-Ευθύς πού είπα «όχι», ξελάφρωσα έφυγε μεγάλο βάρος από την καρδιά μου.
Ό παπα-Έφραίμ δεν παραμύθιαζε κανένα. Ούτε «είδα» ούτε «άκουσα την Παναγία».

Είχε χαρίσματα ό γέρος, χωρίς να τά κάνη σημαιάκια. Τό ’78 ζητήσαμε την μονή Δοχειαρίου. Ήταν αρνητικοί από τον Πρώτο του ’Όρους μέχρι τον πολιτικό διοικητή καί την πατριαρχική Εξαρχία. Μόνον ό παπα-Έφραίμ έλεγε:

-Ή Παναγία έσάς θέλει. Θά άργήση, αλλά θά άνοιξη ή πόρτα.
-Γέροντα, επτά αδελφότητες ζητούνε την Δοχειαρίου εμένα θά προτιμήσουνε;
-Εσένα θέλει ή Παναγία. Τό ’80 κοινοβιάσαμε στο μοναστήρι.
Οταν τα Χριστούγεννα τού ’78 συνείκασε τήν ανέχεια τού μοναστηριού αδελφός, έδειλίασε καί, πνιγμένος στους λογισμούς τής φτώχειας, έπισκέφθηκε τον παπα-Έφραίμ. Ευθύς ώς άντίκρυσε τον Γέροντα, εκείνος τον έπέπληξε:
– Όχι χρήματα, πάτερ Γαβριήλ. Τό μοναστήρι έχει τήν Παναγία. Αύτή τα καλύπτει όλα.
Σε κάποια άλλη συνάντηση είχα μαζί μου δύο δοκίμους. Σε μια στιγμή φώναξε:
-Αυτός είναι δικός σου.
Γιά τον άλλον σιώπησε. Έτσι κι έγινε. Ό ένας είναι σήμερα παπάς στο μοναστήρι κι ό άλλος έγγαμος στον κόσμο.
Πειρακτικά τού είπα:
-Γιατί χτυπάτε πόρτες πού δεν ανοίγουν στ’ αλήθεια;
Μου άποκρίθηκε:
-Και ό γείτονας να άκούση κέρδος τό έχουμε. Ποτέ δεν ζητούσε υπερβολές. ’Ήθελε όμως αύτό τό λίγο πού κάνεις να τό ενεργής κάθε μέρα. Ποτέ να μη μένης ατείχιστος από προσευχή.
Επίσης, είχε σαν πληροφορία τήν εύωδία ή τήν δυσωδία. Κάποια περίοδο άσθενείας του προθυμοποιήθηκε ίερεύς να τού λειτουργή. Στο κλείσιμο τής έβδομάδος είσήλθε στο άγιο Βήμα καί ώσφράνθηκε βρώμα αφόρητη. «Κύριε, τί έγινε; Εμένα τό Ιερό μου μοσχομύριζε». Κάλεσε τον παπά στο πετραχήλι.
-Άν έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί βεβηλώνεις καί μαγαρίζεις τό Θυσιαστήριο;
Καί άλλη μαρτυρία: Τον ρώτησαν τί είναι ή μασονία.
-Τί να πούμε εμείς; Πάρτε τό κομποσχοίνι να μιλήσει ό Θεός. Μετά τούς πρώτους κόμπους έξήλθε βρώμα.
Καί άλλοτε σέ άλλη ερώτηση ώσφράνθηκαν εύωδία Χάριτος.
Είχε νουν Χριστου ό Γέροντας. Κάποτε πήγε στο χωριό του. Στήν γωνιά τής εκκλησιάς βρήκε πεταμένη την παλιά κολυμβήθρα, στήν οποία είχε βαπτισθή. Τήν αγκάλιασε και την τραγούδησε σάν τήν μάννα πού έσωσε από τήν απώλεια τό παιδί της. Ποιος σκέφθηκε ποτέ να τό κάνη αυτό: να άσπασθή τήν κολυμβήθρα του; Δεν ήθελε επ’ ούδενί να φεύγη ό μοναχός από τό μοναστήρι του:
-‘Όπως καί να έχουν τά πράγματα, περιχαρακώνεται με τήν έπίβλεψη του Γέροντα καί των αδελφών. Έκανε κάποιες προσευχές· μόνος του τίποτα. Ό άνθρωπος είναι όπως τά ζωντανά. Θέλει αγελαδάρη γιά να προχωρήση.
Οί κουβέντες του ήταν ωμές καί αληθινές σάν τό χωριάτικο ψωμί. Έλεγε τά πράγματα μέ τό όνομά τους, χωρίς να φοβάται να χρησιμοποιήση λέξεις πού θεωρούνται κακές.
Ήταν πολύ τίμιος μέ τον εαυτό του καί μέ ό,τι έπαγγέλλετο.
-Κάνεις πανηγύρι στο Κελλί σου, πάτερ Έφραίμ;
-Τά δικά μας τά Κελλιά λέγονται ξεροκάλυβα. Τό πρόγραμμα είναι ήσυχαστικό. Ούτε γιορτάζουμε ούτε σέ πανηγύρια πηγαίνουμε.
Δέν έβαζε μέριμνα στις γιορτές γιά ψάρια, ψάλτες καί δεσποτάδες· ούτε γιά κειμήλια καί θησαυρούς. Τό απέριττο, τό φτωχό, τό άπλό ήταν ό πλούτος τής καλύβης τού Όσιου Έφραίμ.
-Καμιά φορά στούς γείτονες Δανιηλαίους πηγαίνουμε, γιατί σ’ όλους εδώ γύρω στις δυσκολίες μάς συμπαραστέκονται.
Στήν παράκληση:
-Πές, άββά, λόγον αγαθόν.
Πάντοτε ξεκινούσε:
– Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο άπελέκητο.
Τό «αγράμματος» τό ώμιλούσε μέ έμφαση, γιά να άκουστη καλύτερα. Τα ολίγα πού έλεγε ήταν ευαγγελικά, πατερικά.
Έμοιαζαν με την ρητίνη πού βγαίνει από τον κορμό του δένδρου Οταν τό τραυματίσης. Τίποτε δεν ήταν φερτό. Ολα ήταν πηγαία, βγαλμένα από τα βράχια των Κατουνακίων. Στούς μικρούς μοίραζε ανεμώνες, άλλα στούς μεγάλους καί έπηρμένους προσέφερε κάτι αγκάθια, πού τρυπούσαν καί τις πιο σκληρές καρδιές. Καί τό αγκάθι τό πετούσε εντελώς απρόοπτα, για να είναι αφυπνιστικό. Τήν ώρα πού θαύμαζες τον λόγο του κι έκανες σκέψεις υψηλές για τό πρόσωπό του, σου πέταγε τ’ ακόντια καί τα βέλη. Περιέφερες ερευνητικά τα μάτια, για να δεις από που έρχονται. Καί αναρωτιόσουνα: «Από τον Έφραίμ εξακοντίζονται, τον άγιο, πού εγώ τον ευλαβούμαι;». Τον κούραζε τό ήθος τών νέων μοναχών. Μέ σκυμμένο τό κεφάλι εξομολογείτο:
-Οί Γεροντάδες στήν σκεπή έχουν κρεμασμένα τα ψαρικά τους. Τριάντα χρόνια ποτέ δέν σκέφθηκα ούτε να τα κοιτάξω ούτε να τα ξεκρεμάσω. Σήμερα όλα τα έψαξαν, όλα τα κατέκτησαν. Δέν μ’ αρέσει, άλλα σιωπώ.
Ό Γέροντας είχε καί τις «επισκέψεις» τού Θεού. Οσο καί να τού στοίχιζαν, τις ύπέμενε καρτερικά. Τον γιατρό τον άκουγε όπως τό μικρό παιδί καί πειθαρχούσε στις υποδείξεις του. Ήταν καλός άσθενής. Οταν έπεσε στήν στρωμνή τής κακώσεως, δέν τον έπισκέφθηκα. Δέν άντεχα να βλέπω άετό του ’Άθωνα τυλιγμένο στήν κουβέρτα. Θέλω να πιστεύω πώς ζή, σκαλίζει σφραγίδες, λειτουργεί, προσεύχεται. Μετά τήν όσιακή του κοίμηση, άδειασαν τά Κατουνάκια…
Ό Θεός να μάς λυπηθεί, να βλαστήση ή έρημος Έφραίμ, Μόδεστο, Χριστόδουλο. Αμήν.

Δημήτρης Ίτσιος Ο λοχίας που σταμάτησε την γερμανική επέλασ

ΛΟΧΙΑΣ ΙΤΣΙΟΣ! Aυτός είναι ο ήρωας του Ρούπελ που εξολόθρευσε 232 Γερμανούς!


Ο ήρωας του Ρούπελ που εξολόθρευσε 232 Γερμανούς!

Ο Λοχίας Ίτσιος αντιμετώπισε μόνος του σαν παλικάρι την πολεμική μηχανή των Ναζί και θυσιάστηκε για την πατρίδα και το καθήκον ως άλλος Λεωνίδας.
Ο Δημήτριος Ίτσιος γεννήθηκε το 1906 στην ακόμα σκλαβωμένη τότε Μακεδονία από Βλάχους γονείς. Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου επιστρατεύθηκε ως έφεδρος λοχίας και υπηρετούσε στο Μπέλες, πάνω από το χωριό του, τα Άνω Πορόια Σερρών.
Στην κορυφογραμμή του Μπέλες ήταν στημένα τα πρώτα πρόχειρα φυλάκια προκάλυψης της «γραμμής Μεταξά». Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από την οροθετική γραμμή, βρίσκονταν τα εννέα σκυρόδετα ελληνικά πυροβολεία, στημένα κατά μήκος της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Οι υπερασπιστές των πυροβολείων είχαν εντολή να αμυνθούν ώσπου ο στρατός του υποτομέα Ροδοπόλεως να συμπτυχθεί χωρίς απώλειες προς τα Κρούσια κι αμέσως μετά, να εγκαταλείψουν κι αυτοί τις θέσεις τους με κανονική υποχώρηση, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση της περιοχής.
Κατά την εισβολή των Γερμανών στο Μπέλες, στις 6 Απριλίου 1941, ο έφεδρος λοχίας Ίτσιος βρέθηκε να είναι επικεφαλής του Πολυβολείου Π8.

roupel1Είναι 5:15΄ το ξημέρωμα, όταν ψηλά στην «Ομορφοπλαγιά» του Μπέλες η πιο τέλεια πολεμική μηχανή της εποχής αρχίζει το καταστροφικό της έργο. Το πρώιμο γλυκοχάραμα έρχεται συντροφευμένο από ομοβροντίες Γερμανικών πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων. Αρχίζει η επίθεση. Οι υπερασπιστές της προκάλυψης ανταπαντούν.
Τα μάτια του Ίτσιου και των συντρόφων του κατακόκκινα απ’ την ολονύχτια αγρυπνία ερευνούν πόντο – πόντο το έδαφος μπροστά τους. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη είναι έτοιμοι να αντιτάξουν σκληρή αντίσταση στην ιταμή επίθεση. Η προκάλυψη αντιστέκεται ηρωικά.
Ο ήλιος, στις πλαγιές του Μπέλες, αρχίζει σιγά – σιγά το καθημερινό του ανηφόρισμα. Κάποια στιγμή ακούγεται βόμβος αεροπλάνων. Τρία ή τέσσερα «στούκας» πλησιάζουν την περιοχή και ξερνούν σίδηρο και φωτιά. Στη σφοδρότητα των επίγειων και ουράνιων επιθέσεων δεν αντέχει άλλο η προκάλυψη. Αναδιπλώνονται οι υπερασπιστές της πρώτης γραμμής.
Έρχεται η σειρά των πολυβολείων. Θερίζουν τα πολυβόλα τους. Ατσάλινοι οι υπερασπιστές τους καθηλώνουν τους Γερμανούς. Τα αεροπλάνα βουτούν και ξαναβουτούν με λύσσα σκορπώντας φωτιά και όλεθρο. Τα οχυρά αντιστέκονται. Οι υπερασπιστές των πολυβολείων ποτίζουν με το αίμα τους τα ιερά χώματα της γενέθλιας γης.
Σταδιακά τα ελληνικά πυροβολεία Π3, Π4, Π5 και Π9, σιγούν. Ακολουθεί το Π6 που, περικυκλωμένο από τον εχθρό, έπειτα από σθεναρή αντίσταση, καταλαμβάνεται το μεσημέρι…
Τα πυροβολεία Π7 και Π8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Μέσα βρίσκονται Έλληνες με ψυχή, θρεμμένοι με τα ιδεώδη της ελευθερίας, με τα ιδανικά της αυτοθυσίας. Έλληνες, που δε διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης… Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς. Αλλά, δεν τους νοιάζει.
Το πυροβολείο Π8, έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια, που οι υπερασπιστές του είναι διατεθειμένοι να τα «ξοδέψουν» με τη «δέουσα τσιγκουνιά».
Κάποια στιγμή ο λοχίας Ίτσιος βλέποντας το μάταιο της θυσίας, διατάζει τους στρατιώτες της μονάδας του να εγκαταλείψουν το Π8. Ο ίδιος θα μείνει και θα προσπαθήσει να εξοντώσει μόνος του τους Γερμανούς εισβολείς. Μερικοί υπακούουν. Οι Ανωπορογιώτες όμως μένουν. Φίλοι και σύντροφοι στις δουλειές και στα γλέντια στο χωριό. Πιστοί συμμαχητές του τώρα στο Π8, στην απόφασή του για αντίσταση μέχρις εσχάτων, στη θυσία.
Μεθυσμένος ο Ίτσιος από τους καπνούς και τη βαριά μυρωδιά της μπαρούτης, αλλά και σε κατάσταση έκστασης, αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού του.
Γυαλίζουν τα κράνη των σκοτωμένων Γερμανών στρατιωτών της Βέρμαχτ στον απριλιάτικο ήλιο. Οι επιθέσεις συνεχίζονται, πληθαίνουν, σκληραίνουν. Μα ο Ίτσιος δεν σταματά με το πολυβόλο του να σκορπά τον όλεθρο και το θάνατο στο Γερμανό εισβολέα. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο πιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή.
Γιατί αυτός δεν κιότεψε λεπτό… Η καρδιά του χτυπούσε για τα «αδέρφια» του! Πολεμούσε για όλους τους Έλληνες. Ένας για όλους!
Η χαρά της θυσίας για την πατρίδα δίνει φτερά στην ψυχή, στα χέρια, στο πολυβόλο του λοχία. Οι άδειοι κάλυκες γεμίζουν τον ελεύθερο χώρο του πολυβολείου. Το τηλέφωνο με τη Διοίκηση από ώρα έχει σιγήσει. Κάποια στιγμή τελειώνουν τα πυρομαχικά.
Αμέσως μετά ακολουθεί μια αλλόκοτη σιωπή. Οι Γερμανοί λουφάρουν. Αυτό φαίνεται, περίμεναν. Το τελείωμα των φυσιγγιών. Ο λοχίας με τους συντρόφους του γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους. Πολέμησαν για την πατρίδα, για τις οικογένειές τους, τους φίλους τους. Ξέρουν πως μάλλον δεν θα ξαναδούν ποτέ τους δικούς τους ανθρώπους, για τους οποίους υπεραμύνθηκαν

03Με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του φρουρίου τους. Τα άδεια φυσίγγια την έχουν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω. Στο γεμάτο από καπνούς, μυρωδιά μπαρούτης και θάνατο αέρα του βουνού.
Είναι προχωρημένο απόγευμα. Κράτησαν για τα καλά. Στην κατάσταση αυτή -μισοζαλισμένοι και ιδρωμένοι από την περίεργη σιωπή – ούτε που κατάλαβαν την περικύκλωσή τους, άοπλοι αυτοί, από ομάδα Γερμανών.
Στη διάρκεια της μάχης της Ομορφοπλαγιάς σκοτώθηκε και ο αντισυνταγματάρχης Ebeling, διοικητής του 138ου Συντάγματος Ορεινών Καταδρομών, ο πιο υψηλόβαθμος γερμανός αξιωματικός που έχασε τη ζωή του στη διάρκεια της Μάχης των Οχυρών. Η αντίσταση του Π.8 εξόργισε τον στρατηγό Shorner, καθώς εκτός από τις μεγάλες απώλειες που προκάλεσε στους άνδρες του, ανέτρεψε τον σχεδιασμό του για την πρώτη ημέρα του πολέμου.
Όταν ο στρατηγός Shorner πληροφορήθηκε το γεγονός ότι ο διοικητής του πολυβολείου ήταν ένας απλός έφεδρος λοχίας, θίχτηκε ο εγωισμός του και αφού συναντήθηκε με τον αιχμάλωτο Ίτσιο τον ρώτησε:
– Ποιος είναι ο Διοικητής σου στο πυροβολείο?
– Εγώ είμαι, απάντησε ο Ιτσιος
– Δεν υπάρχει αξιωματικός?
– Οχι!
– Ξέρεις ότι για χάρη σου έχασα έναν αντισυνταγματάρχη και 232 στρατιώτες?
– Λυπάμαι στρατηγέ αλλά υπερασπίζομαι την πατρίδα μου.
Μετά από αυτό ο Shorner έδωσε εντολή παρουσίασης όπλων σε μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών προς τιμήν του Ίτσιου, και ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ έδωσε διαταγή να εκτελεσθεί ο Ίτσιος, κατά παράβαση της συνθήκης της Γενεύης, αλλά να μην πειραχτούν οι δύο στρατιώτες που ήταν μαζί του, τους οποίους απελευθέρωσε στα Ανω Πορρόϊα!!!.
Επρόκειτο για το πρώτο έγκλημα πολέμου των Γερμανών στην Ελλάδα. Οι φωτογραφίες της Βέρμαχτ επιβεβαιώνουν τις μαρτυρίες των στρατιωτών του λοχία Ίτσιου που ήταν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του, ότι πυροβολήθηκε εξ επαφής στο κεφάλι με περίστροφο, ενώ είχε ήδη παραδοθεί. Ο σημερινός επισκέπτης του Π.8 μπορεί να εντοπίσει ακόμη και τον βράχο όπου ο λοχίας έπεσε και ξεψύχησε όταν πυροβολήθηκε.
Επρόκειτο για το πρώτο έγκλημα πολέμου των Γερμανών στην Ελλάδα. Οι φωτογραφίες της Βέρμαχτ επιβεβαιώνουν τις μαρτυρίες των στρατιωτών του λοχία Ίτσιου που ήταν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του, ότι πυροβολήθηκε εξ επαφής στο κεφάλι με περίστροφο, ενώ είχε ήδη παραδοθεί. Ο σημερινός επισκέπτης του Π.8 μπορεί να εντοπίσει ακόμη και τον βράχο όπου ο λοχίας έπεσε και ξεψύχησε όταν πυροβολήθηκε.
Το πτώμα του, μαζί με αυτά των άλλων συμπολεμιστών του, ετάφη στην Ομορφοπλαγιά.
Το 1946, η σύζυγός του, Άννα, μαζί με άλλους συγχωριανούς, ξέθαψαν και μετέφεραν τα οστά του και των άλλων πεσόντων στο Ηρώο του χωριού Άνω Πορόια. Είναι η χρονιά που απονέμεται μεταθανάτια στο λοχία ο βαθμός του Επιλοχία και το Αργυρό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα και το θάρρος του.
Πολλά χρόνια μετά στήνεται στην «Ομορφοπλαγιά» και κοντά στο θρυλικό πλέον Π8 αναμνηστική στήλη, το δε στρατόπεδο που υπάρχει στο χώρο της θυσίας του ονομάζεται «Στρατόπεδο Ίτσιου».
Στις 10 Αυγούστου 1980, σε επίσημη τελετή γίνονται τα αποκαλυπτήρια της γλυπτικής σύνθεσης της κεντρικής πλατείας του χωριού Άνω Πορόια.
Αιωνία μνήμη και δόξα στον ήρωα Δημήτρη Ίτσιο