Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ο Όσιος πατήρ ημών Ηλίας Διαμαντίδης ο Μυροβλήτης


Ο πατήρ Ηλίας Διαμαντίδης γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο των Σουρμένων του Πόντου, το οποίο απέχει οκτώ ώρες με το καΐκι από την Τραπεζούντα.
Οι γονείς του, Παναγιώτης και Αθηνά, ήταν φτωχοί αλλά με φόβο Θεού. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Γεώργιο και τον Ηλία. Το 1888 αφού στερέωσε τα παιδιά της στην ευλάβεια εκοιμήθη η Αθηνά. Ο Παναγιώτης ξαναπαντρεύτηκε και πήρε μια γυναίκα βάρβαρη και κακιά, την Καντίνα. Η μητρυιά κακομεταχειριζόταν και βασάνιζε τον μικρό Ηλία. Με δάκρυα διηγείτο αργότερα πολύ εμπιστευτικά σε μια ορφανή τα βάσανα της παιδικής του ηλικίας, με σκοπό να την στηρίξη.
Η μητρυιά του τον κρεμούσε ανάποδα σε δένδρο επί μια ώρα και παρακολουθούσε ανάλγητη το μαρτύριο του, ενώ εκείνος την παρακαλούσε με δάκρυα να τον λύση. Τον ξεγύμνωνε και με ένα μάτσο τσουκνίδες τον χτυπούσε στα απόκρυφα μέρη. Τύλιγε τα γεννητικά του όργανα με κλωστή προξενώντας αφόρητους πόνους, όχι μόνο από το δέσιμο αλλά και από την αδυναμία διούρησης. Έβαζε φωτιά στα ρούχα του και το παιδί έτρεχε τρομαγμένο να την σβήση. Όλη την ημέρα τον άφηνε νηστικό, δίνοντας του μόνο λίγο ξερό ψωμί. (Αυτή ήταν η απαρχή της μεγάλης του εγκράτειας που ετήρησε σ’ όλη του την ζωή. Τον έστελνε σ’ αυτήν την ηλικία να βόσκη μοσχάρια και τον απειλούσε με βασανιστήρια, αν τα ζώα έκαναν ζημιά. Όταν επέστρεφε το βράδυ τον ρωτούσε ο πατέρας του, αν έφαγε τίποτε και απαντούσε γι’ αυτόν η μοχθηρή μητρυιά του: «Τον τάισα, τον τάισα».
Στα πολλά βασανιστήρια ποτέ δεν παραπονέθηκε. Εφάρμοσε το «ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις»1. Από όλα αυτά που υπέμεινε με αμνησικακία έλαβε από μικρός ο Ηλίας άφθονη την θεία Χάρι.
Αργότερα που εκοιμήθη ο πατέρας του, η μητρυιά του, γηρασμένη πια, είχε τον φόβο μήπως ο Ηλίας την εκδικηθή για όσα του έκανε. Εκείνος την καθησύχαζε: «Μη φοβάσαι μητέρα, θα σε κοιτάξω καλά». Έμεινε κατάκοιτη στο κρεββάτι και ο Ηλίας δεν άφηνε κανέναν άλλο να την περιποιείται. Ο ίδιος με πολλή αγάπη την τάιζε, την έπλενε, προσέφερε τα πάντα. Αντί της χολής και του όξους της ανταπέδωσε μάννα και ύδωρ. Εκείνη συντετριμμένη έλεγε και ξανάλεγε: «Ηλία, πολύ σε τυράννησα, πολλά κακά σου έκανα, συγχώρεσε με, παιδί μου», και εκείνος ανεξίκακα της έλεγε: «Μη στενοχωριέσαι, μητέρα, είσαι συγχωρημένη».
Ο Ηλίας, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, δεν πήγε στο σχολείο και δεν έμαθε γράμματα. Μέχρι τα δεκαεπτά του εργαζόταν ως ντενεκετζής στα Πλάτανα Τραπεζούντος, στον ξάδερφο του Πέτρο Διαμαντίδη.Σημειώσεις:
1. Τα στοιχεία που συνθέτουν τον σύντομο βίο του π. Ηλία προέρχονται από διηγήσεις της κόρης του Καλλιόπης (Κάλλης) και των εγγονών του Μαρίας και Όλγας (κόρες της Καλλιόπης). Ευχαριστίες οφείλονται στους κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη και κ. Πιλιτσίδη Μιχαήλ, δισέγγονο του π. Ηλία, που κατέγραψαν αντιστοίχως τις διηγήσεις. Ο Γέροντας Παίσιος είχε διαβάσει τον βίο, έκανέ τις παρατηρήσεις του και τόνισε ότι ο π. Ηλίας από μικρός πήρε την θεία Χάρι γιατί υπέμεινε με ανεξικακία τα βασανιστήρια της μητρυιάς του.
1. Λευϊτ. ιη’, 7.Το 1897 ο μεγάλος του αδελφός Κωνσταντίνος και η μητρυιά του επέμεναν να τον παντρέψουν με μια κοπέλλα τριάντα χρόνων που όμως δεν ήταν από καλή γενεά για την περιουσία της. Ο Ηλίας δεν ήθελε, γι’ αυτό τη νύχτα του γάμου έφυγε και μέσα από τα βουνά Χοτσεράντο έφτασε στο χωριό Καρακατζή. Πήγε στους γονείς μιας φτωχής νέας, της Σωτήρας, την οποία συμπαθούσε και ήθελε για γυναίκα του. Με την ευχή των γονέων της, Κωνσταντίνου και Ελένης, νυμφεύφθηκε την δεκαεπτάχρονη Σωτήρα Γεροντίδου.
Έζησε με την γυναίκα του στην αρχή πολύ φτωχικά. Δούλευε ως υπάλληλος στον φούρνο του Παναγιώτη Χατζηλιά. Ο Παναγιώτης είδε τον Ηλία που δούλευε τίμια και φιλότιμα και του έδωσε τον φούρνο του. Αλλά και ο Θεός τον ευλογούσε και κέρδιζε πολλά. Τότε αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στο Καρακατζή στο Χάνι. Το σπίτι του έγινε πανδοχείο για ξένους και φτωχούς. Βοηθούσε κρυφά τους πεινασμένους. Χρησιμοποιούσε τουρκάλες για να κρύβεται ο ίδιος, να νομίζουν ότι Τούρκοι κάνουν τις ελεημοσύνες. Τις πλήρωνε και μετέφεραν τη νύχτα τρόφιμα σε σπίτια που είχαν ανάγκη. Έδινε αυστηρή εντολή να μην τον μαρτυρήσουν. Σε μια χήρα με τέσσερα μωρά έστελνε με μια τουρκάλα αλεύρι και καθόταν η τουρκάλα και βοηθούσε την χήρα στο ζύμωμα.
Ο Ηλίας με την Σωτήρα απέκτησαν έξι κορίτσια. Την Αγάπη, η οποία παντρεύτηκε και μετά την χηρεία της έγινε μοναχή με το όνομα Μαρία στην Κούμα του Σοχούμ, την Βασιλική, την Ελένη, την Καλλιόπη (Κάλη), την Αθηνά και την Όλγα.
Ο Ηλίας ήταν προκομμένος και αγαπούσε πολύ τον Θεό. Στενοχωριόταν όμως που δεν ήξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν κάποτε στον ύπνο του Άγγελος και άρχισε να του μαθαίνη γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία. Κάθε βράδυ τον έβλεπε στον ύπνο του και συνέχιζε το μάθημα του, μέχρι που έμαθε ο Ηλίας να διαβάζη, να γράφη καλά, να ψέλνη και να αγιογραφή. Τις Κυριακές έψελνε στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, στο χωριό Τσίτα των Σουρμένων. Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος και έψελνε με ευλάβεια, όπως είχε διδαχθή από τον Άγγελο. Έχοντας αγάπη και έφεση για την προσευχή, ξυπνούσε πάντα νωρίς για να προσεύχεται.
Το 1918 η ζωή τους, όπως και όλων των Ελλήνων του Πόντου, έγινε αφόρητη από τις βιαιότητες των Τούρκων. Ανήμερα των Φώτων, την ώρα του Αγιασμού, οι Τούρκοι περικύκλωσαν την Εκκλησία του χωριού. Ο στρατός των Αρμενίων όμως τους διεσκόρπισε. Έτσι ξεκίνησαν την ίδια μέρα πολλές οικογένειες να φύγουν για την Ρωσσία. Μεταξύ αυτών και η οικογένεια του Ηλία. Ο ίδιος έφυγε αργότερα, οδοιπορώντας επί δεκαπέντε ημέρες μέσα στα χιόνια.
Στο Βατούμ, στο χωριό Μαχμουτία, ήταν εγκατεστημένη η κόρη του Αγάπη με τον σύζυγο της Αβραάμ, ο οποίος ήταν πολύ πλούσιος. Αγόρασε για τον πεθερό του Ηλία μια μεγάλη έκταση στο βουνό και εκεί ο Ηλίας έχτισε μόνος του το σπίτι του. Εξακολουθούσε να ασκή το επάγγελμα του φούρναρη αλλά και να βοηθά τους φτωχούς. Ανάγκαζε τους ξένους να έρθουν να φιλοξενηθούν στο σπίτι του. Έστελνε την κόρη του Κάλλη στα σταυροδρόμια με την διεύθυνση του γραμμένη στο χαρτί να την δίνη στους ξένους και να τους προσκαλή για φιλοξενία. Έκλαιγε από χαρά όταν τον επισκέπτονταν ζητιάνοι, πρόσφυγες και φτωχοί. Κάθε βράδυ είχε πέντε-δέκα άτομα. Έβαζε τα παιδιά του να τους ξεψειρίσουν, να τους πλύνουν τα πόδια, τα ρούχα τους και μετά τους οδηγούσαν στο μεγάλο δωμάτιο, το «μουσαφίρ-οντά», που το είχε ειδικά για την φιλοξενία των πτωχών. Ο ίδιος τους υπηρετούσε και τους τάιζε μέχρι να χορτάσουν. «Φάτε, πιέτε, μην ντρέπεστε», έλεγε. Ο ίδιος έτρωγε τελευταίος. Είχε ξεχωριστό δωμάτιο για τους άρρωστους.
Κάποτε φιλοξένησε για χρόνια δυό αδέλφια μοναχούς, τον Παχώμιο και τον Ιωάννη, οι οποίοι ήταν ντυμένοι με κοσμικά ρούχα για τον φόβο των αθέων κομμουνιστών και ασκήτευαν σε βράχο του Σοχούμ. Από αυτούς ο Ιωάννης κοιμήθηκε αργότερα στον Πόντο και ο Παχώμιος στο Άγιον Όρος.
Η καλή του σύζυγος τον βοηθούσε στην φιλοξενία και τον συναγωνιζόταν στην ελεημοσύνη. Ρωτούσαν να μάθουν ποιος έχει ανάγκη και τη νύχτα έστελναν τσουβάλια αλεύρι, τυριά, φρούτα σε χήρες και ορφανά, σε φυλακές και ιδρύματα.
Μια νύχτα, η ορφανή Αυγούλα που την μεγάλωναν στο σπίτι τους, είδε την Σωτήρα να βγαίνη κρυφά από το σπίτι και την ρώτησε που πάει τέτοια ώρα. «Ησύχασε», της είπε, «πάω ν’ αρμέξω τις αγελάδες». «Τέτοια ώρα;», ρώτησε πάλι η Αυγούλα. «Θα πάω το γάλα στις φυλακές».
Έκτος από την Αυγή μεγάλωσε και πάντρεψε και άλλο ορφανό κοριτσάκι, την Ελπινίκη.
Μια νύχτα ο Ηλίας είδε στον ύπνο του τον άγιο Γεώργιο ο οποίος του παρήγγειλε να κτίση κοντά στο σπίτι του Εκκλησία στο όνομα του. Του υπέδειξε μάλιστα και το σημείο που θα κρεμούσε την εικόνα του καθώς και τις άλλες εικόνες, ενώ του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε και θα ενεργούσε θαύματα.
Κάποια ημέρα που ο Ηλίας έσκαβε στο κτήμα του σφηνώθηκε ο κασμάς και δεν έβγαινε. Έσκαψε γύρω του με κοπίδι και σφυρί και τότε βρήκε τοίχο Εκκλησίας. Έσκαψε με προσοχή. Αμέσως φάνηκαν οι τρεις πλευρές του ναού και στον τοίχο μια τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, που διετηρείτο καλά.
Έφτιαξε την Εκκλησία με σανίδια και την σκέπασε με χορτάρια. Από έξω έμοιαζε με αχυρώνα, ώστε να μην δίνη υποψία στους κομμουνιστές. Ζωγράφισε μόνος του τις εικόνες και τις τοποθέτησε όπως ήθελε ο άγιος Γεώργιος. Η κόρη του Αγάπη, που ήταν κρυφή μοναχή, περιποιείτο την Εκκλησία. Ο Ηλίας της παρήγγειλε να κρατά ακοίμητο το καντήλι του αγίου Γεωργίου. Όταν πήγαινε να σβήση, αυτή άκουγε έναν ήχο χαρακτηριστικό και τότε πήγαινε να προσθέση λάδι και να καθαρίση το φυτίλι του. Αισθάνονταν με διάφορους τρόπους την παρουσία του Αγίου Γεωργίου. Όταν ερχόταν ο Άγιος άκουγαν ποδοβολητό και έβλεπαν τα πατήματα του αλόγου του στον χωμάτινο δρόμο.
Ο Ηλίας αγωνιζόταν πολύ και το παράδειγμα του παρακινούσε και τους άλλους. Ξυπνούσε στις 3 τη νύχτα και μέχρι το πρωί προσευχόταν. Βίαζε τον εαυτό του πολύ στην προσευχή. Έκανε κομποσκοίνι και έτρεχαν τα δάκρυα του συνέχεια. Αν κάποτε δεν ξυπνούσε, τον σκουντούσε ο άγιος Γεώργιος λέγοντας: «Σήκω, η ώρα πέρασε». Ο ίδιος ξυπνούσε και την οικογένεια του για να προσευχηθούν, ενώ την ορφανή Αυγούλα την ξυπνούσε στις 3.30′ με πραεία φωνή.
Πήγε στον ιερέα της περιοχής ο Ηλίας και του ανέφερε για την Εκκλησία που ανακάλυψε. Εκείνος ήταν γέρος και για τον φόβο των αθέων κομμουνιστών, δεν φορούσε ράσα. Παρακίνησε τον Ηλία να χειροτονηθή ιερέας για να μπορή να βαπτίζη και να κοινωνά τους χριστιανούς. Δέχθηκε και χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο του Βατούμ. Φορούσε μια ιερατική στολή που είχε κληρονομήσει από ένα θείο του ιερέα, τον παπα-Γιώργη, και λειτουργούσε κρυφά στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και σ’ άλλα ερημοκκλήσια.
Όταν οι πιστοί της περιοχής έμαθαν ότι υπάρχει Ιερέας στο χωριό, πήγαιναν για να λειτουργηθούν τη νύχτα στο Εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι της περιοχής το πληροφορήθηκαν και το κατέδωσαν στην Αστυνομία, η οποία έκανε εφόδους. Όμως ο πατήρ πάντα ειδοποιείτο έγκαιρα από καλούς ανθρώπους και πριν έρθη η Αστυνομία, σκορπίζονταν και έκαναν ότι μαζεύουν ξύλα ή ότι απασχολούνται με κάποια άλλη εργασία. Ο π. Ηλίας δήλωνε ευθαρσώς ότι ήταν χριστιανός, και οι άνθρωποι έλεγαν στην Αστυνομία ότι ήταν εργάτες του. Σε κάθε έφοδο των αστυνομικών τον συνελάμβαναν, τον ανέκριναν, τον έκλειναν στην φυλακή, τον χτυπούσαν και τον άφηναν νηστικό. Υπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς να λυγίση, όμως παρέμεινε σταθερός ομολογητής. Όταν έβγαινε από την φυλακή, ενώ ακόμη πονούσε από τα βασανιστήρια, πήγαινε κρυφά κάθε νύχτα στο Εκκλησάκι του και με τους πιστούς τελούσαν την θεία Λειτουργία.
Ήταν ασκητικός και λιτοδίαιτος. Συνήθως το φαγητό του ήταν λίγο ρυζάκι νερουλό η λίγα καρύδια η λίγο λάχανο βραστό. Στα τέλη του έπινε τσάι με παξιμάδι. Κρατούσε τα τριήμερα και το βράδυ έτρωγε μόνο τρία φουντούκια. Νήστευε με ζήλο τις Σαρακοστές. Συχνά πάθαινε γαστρορραγίες και ήταν πολύ αδύνατος. Συνήθισε και τα παιδιά του από μικρά στη νηστεία.
Την ημέρα εργαζόταν στο κτήμα του. Καλλιεργούσε λαχανικά και πολλών ειδών καρποφόρα δένδρα, ακόμη και τσάγια.
Ο πατήρ είχε ως ευλογία το δεξί χέρι του παπα-Γιάννη Τριανταφυλλίδη που άγιασε. Επίσης μια ηγουμένη από το Σοχούμ του χάρισε την καρδιά και το δακτυλάκι μιας παιδούλας, ονόματι Μαρίας, που διατηρήθηκαν άφθαρτα μετά την εκταφή της. Το κοριτσάκι αυτό καταγόταν από την Σάντα του Πόντου. Οι γονείς της ήταν πάμπλουτοι αλλά υπερβολικά φιλάργυροι και άσπλαχνοι. Όταν εκοιμήθη η μητέρα της, η μητρυιά εβασάνιζε τη Μαρία και την άφηνε νηστική. Αυτή μοίραζε κρυφά τις νύχτες σε φτωχούς και εγκυμονούσες γυναίκες πολλά υλικά αγαθά. Έδινε ακόμη και το λιγοστό ψωμάκι της σε πεινασμένους και αυτή έμενε νηστική. Εκοιμήθη σε ηλικία δώδεκα χρόνων και στην εκταφή της βρέθηκαν άφθαρτα το δεξί της χέρι και η καρδιά της μέσα σε μύρο. Έβλεπαν πριν στον τάφο της κάθε νύχτα ένα φως που ανεβοκατέβαινε τρεις φορές, και αυτό τους παρακίνησε να κάνουν ανακομιδή, όπότε και βρέθηκε ο τάφος της να ευωδιάζη γεμάτος μύρο.
Όπως υποσχέθηκε ο άγιος Γεώργιος, έδωσε στον παπα-Ηλία το χάρισμα να θεραπεύη ασθενείς. Τους διάβαζε το Ευαγγέλιο, τους σταύρωνε και τους έδινε να ασπασθούν τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του νέου ελεήμονος και της Μαρίας.
Σταύρωνε ακόμη και Τούρκους και Αρμενίους οι οποίοι θεραπεύονταν. Για κάποιον είπε ότι θα έλθει από μακρυά αλλά δεν θα γίνει καλά, γιατί δεν έρχεται με πίστη. Έτσι του είπε ο άγιος Γεώργιος και έτσι έγινε.
Ένα ορφανό παιδί, ο Κώστας από την Κριμαία, έπασχε από επιληψία. Τον θεράπευσε ο π. Ηλίας και η κόρη του, η Αγάπη, τον στεφάνωσε.
Μια μέρα ο άγιος Γεώργιος του έδειξε στο βουνό ένα λουλούδι που έμοιαζε με μαργαρίτα. Είχε δύο χρώματα, άσπρο και κίτρινο. Του είπε να τα βράζη ξεχωριστά. Τα άσπρα, αφού τα βράσει, να τα δίνη στους άτεκνους άνδρες και το ζουμί από τα κίτρινα στις γυναίκες. Επειδή φοβήθηκε μήπως είναι από τον πειρασμό για να φαρμακώση τους ανθρώπους, έβρασε, ήπιε πρώτα ο ίδιος και, αφού είδε ότι δεν έπαθε τίποτε, το έδινε και στους άτεκνους και τεκνοποιούσαν. Ο ίδιος βάπτιζε τα παιδιά τους.
Η εγγονή του π. Ηλία Μαρία, κόρη της Κάλλης, που ζει ακόμη, θυμάται το εξής περιστατικό: -Κάποια ημέρα ήμασταν έξω στο κτήμα και σκαλίζαμε. Ξαφνικά ακούστηκε από το δρόμο θόρυβος και γαύγιζαν τα σκυλιά. Εμείς δεν βλέπαμε γιατί παρεμβάλλονταν το δάσος. Ο παππούς (π. Ηλίας) μονολογούσε: «Κάτι γίνεται». Μας είπε να μπούμε μέσα στο σπίτι και αυτός κάθησε έξω. Μετά από λίγο φάνηκαν δύο καβαλλάρηδες αγανακτισμένοι και ρωτούσαν: «Ποιος ήταν αυτός με το άσπρο άλογο που μας εμπόδιζε τόση ώρα να έρθουμε; Πού είναι να τον σκοτώσουμε;». Ο παππούς τους είπε να καθήσουν να ξεκουραστούν και τους κέρασε. Ύστερα τους ρώτησε αν τον δουν, θα τον γνωρίσουν, και είπαν «ναι». Τότε τους έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και αυτοί έκπληκτοι αναγνώρισαν τον καβαλλάρη που τους εμπόδιζε. Συγκλονίστηκαν και βαπτίστηκαν και οι δύο χριστιανοί».
Ένας Τούρκος, ονόματι Χουσεΐν, ζούσε στο σπίτι της κόρης του στην Μαχμουτία. Δίπλα τους έμενε ένας Διοικητής Αστυνομίας που η γυναίκα του ήταν τρελλή και την έδεναν με αλυσίδες. Ο Χουσεΐν τον λυπήθηκε και του είπε ότι υπάρχει ένας Έλληνας που μπορεί να θεραπεύση την γυναίκα του. Αμέσως ζήτησε να τον φέρη στο σπίτι του. Ο π. Ηλίας είπε να φέρουν την άρρωστη στο σπίτι της κόρης του Χουσεΐν. Εκεί επί δώδεκα ημέρες την διάβαζε, την σταύρωνε και μετά έγινε καλά και ήρθε στα λογικά της. Από τότε η Αστυνομία δεν τον ξαναενόχλησε. Ο Διοικητής έγινε κρυφά χριστιανός και ο π. Ηλίας βάπτισε όλη την οικογένεια του.
Τρεις Τούρκοι που ζούσαν στην Ρωσσία έμαθαν ότι ο πατήρ κάνει θαύματα και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν ή να τον απαγάγουν και να σφραγίσουν την Εκκλησία. Πηγαίνοντας με τ’ άλογα τους τη νύχτα, ένας καβαλλάρης με άσπρο άλογο τους έκοβε τον δρόμο. Τ’ άλογα τους φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω. Ήταν ο άγιος Γεώργιος που τους έδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν το πάθημα τους στον π. Ηλία ζητώντας συγχώρηση.
Το ιαματικό χάρισμα του πατρός έγινε γνωστό παντού. Έρχονταν από πολύ μακρυά Αρμένιοι, Γεωργιανοί, ακόμη και Τούρκοι για να θεραπευθούν. Ο παπα-Ηλίας, κοιτάζοντας τους προσεκτικά, προγνώριζε αν θα γίνουν καλά. Καταλάβαινε ποιοι θα θεραπεύονταν και τους το έλεγε. Μετά τους διάβαζε. Όταν όμως «έβλεπε» ότι δεν θα γίνονταν καλά, τους έλεγε να φύγουν.
Ο γυιός ενός αξιωματικού του στρατού αρρώστησε βαριά. Οι γιατροί στο Λένιγκραντ και στην Μόσχα τον απογοήτευσαν. Άκουσε για τον παπα-Ηλία και έφερε τον γυιό του στην Μαχμουτία. Ο πατήρ τον κράτησε λέγοντας στον πατέρα: «Επήγαινε στο σπίτι σου ήσυχος. Ο γυιός σου θα μείνει τρεις βδομάδες εδώ. Αν θέλης, να ρχεσαι να τον βλέπης». Κάθε φορά που ερχόταν τον έβλεπε καλύτερα μέχρι που θεραπεύθηκε τελείως.
Εκτός από τα πολλά θαύματα που έκανε προέλεγε γεγονότα που επαληθεύονταν, γιατί είχε το προορατικό χάρισμα. Είπε στην ορφανή Αυγούλα κάποτε: «Κορίτσι μου, Αυγή, αυτόν τον δρόμο που βαδίζεις σ’ αυτόν θα μείνεις και θα βγεις στο τέλος καθαρή. Θα πας στον ουρανό, Χριστού νύμφη. Ρώτησα τον Άη-Νικόλα και μου είπε πως η Αυγή θα πάει Χριστού νύμφη επάνω. Εσύ δεν θα παντρευτείς». Πολλοί την ζήτησαν να την παντρευτούν. Έγινε όμως όπως προέβλεψε ο π. Ηλίας.
Ό,τι είχε ο άλλος στην καρδιά του το γνώριζε»( πολλές φορές το έλεγε. Ξεκινούσαν να ‘ρθούν στην Ρωσσία μερικοί από τον Πόντο και αυτός το γνώριζε. Ξεκίνησαν κάποτε τρεις Έλληνες από το χωριό Αχαλσενί για να τον επισκεφθούν. Έχασαν τον δρόμο και νυχτώθηκαν στην ύπαιθρο. Ο π. Ηλίας ανέφερε για τους τρεις που χάθηκαν και μόλις έφθασαν τους είπε: «Καλά ευλογημένοι, πως χάσατε τον δρόμο και ταλαιπωρηθήκατε;».
Έλεγε μερικές φορές: «Σήμερα θα έλθουν οι τάδε, πιστεύουν και θα γίνουν καλά», ή «αυτός που έρχεται δεν πιστεύει και δεν θα γίνει καλά», και γινόταν όπως έλεγε ο π. Ηλίας. Άλλοτε έβλεπε με το χάρισμα του κάποιον που ερχόταν να τον δη και είχε χαθή στο δάσος. Τότε έστελνε ένα γνωστό του στο σημείο που βρισκόταν ο χαμένος, τον εύρισκε και τον έφερνε κοντά του. Είπε κάποτε: «Έρχεται ο Πέτρος και έχει αυτήν την αρρώστια και θα γίνει καλά. Πέντε η ώρα το πρωί θα είναι εδώ», και έτσι έγινε.
Συχνά προφήτευε λέγοντας: «Θα ‘ρθεί ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσσος θα νικά• θα πάει ως τον Ευφράτη ποταμό. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθή. Ένας εξαδάκτυλος βασιλιάς θα είναι τότε». Και έλεγε: «Ξύπνα Ρωσσία και δράξον τα όπλα σου». Δηλαδή έλα σε μετάνοια, σε πίστη και απόρριψε την αθεΐα.
Έβλεπε συχνά τον άγιο Γεώργιο. Κάποτε του είπε: «Θα ρθουν Τούρκοι να κάψουν την Εκκλησία και θα προσπαθήσουν να σας σκοτώσουν». Το είπε στην οικογένεια του αλλά δυσπίστησαν. Το κτήμα τους το ζήλευαν οι Τούρκοι και ήθελαν να το πάρουν. Μαζεύτηκαν πολλοί με επικεφαλής τον Αχμέτ Κιτιάκ και τη νύχτα πήγαν και χτύπησαν την πόρτα τους, ζητώντας δήθεν να τους δείξη τον δρόμο. Δεν τους άνοιξαν, αυτοί όμως σκότωσαν το σκυλί και άρχισαν να πυροβολούν. Οι σφαίρες πήγαιναν δώθε-κείθε αλλά καμία δεν άγγιξε το σπίτι. Η Κάλλη έβλεπε στην πόρτα τον άγιο Γεώργιο με ανοιχτά τα χέρια να τους προστατεύη. Τέλος έβαλαν φωτιά δίπλα στον αχερώνα όπου μέσα ήταν η Εκκλησία και κάηκε. Πήρε φωτιά και η σκεπή του σπιτιού, αλλά την έσβησαν. Ο π. Ηλίας ύστερα πήγε και προσευχήθηκε μπροστά στα εικονίσματα και ρώτησε τον Χριστό: «Ποιοι είναι αυτοί που έκαψαν την Εκκλησία;» Και ο Χριστός τους απαρίθμησε έναν-έναν.
Ο φθόνος όμως των ανθρώπων δεν τον άφησε ήσυχο. Ένας εξ αγχιστείας συγγενής του τον κατηγόρησε στους κομμουνιστές ότι κρύβει χρυσαφικά. Είπε ότι με τα θαύματα που κάνει μαζεύει ότι του δίνουν, ενώ ο π. Ηλίας δεν έπιανε χρήματα στα χέρια του. Ήρθαν και ρήμαξαν το σπίτι του, άρπαξαν τα πάντα, ενώ αυτόν και την πρεσβυτέρα του Σωτήρα τους φυλάκισαν. Τον π. Ηλία τον βασάνισαν πολύ γιατί ήταν πιστός, δεν ήξεραν ότι είναι και ιερέας. Τον έβαλαν σ’ ένα λάκκο στενό, τόσο που να μην μπορή να καθήση ούτε να γυρίζη από την μια και την άλλη μεριά. Ουρούσαν και αποπατούσαν πάνω του και τον άφηναν νηστικό.
Όταν το έμαθε ο Ρώσσος Διοικητής της Αστυνομίας, του οποίου είχε θεραπεύσει την γυναίκα, ενήργησε και απελευθέρωσε σ’ ένα μήνα την Σωτήρα και στους τρεις μήνες τον π. Ηλία, το έτος 1938. Του έδωσε ρούχα, χρήματα και τρόφιμα, αλλά ο π. Ηλίας πλέον ήταν πολύ άρρωστος από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια που του έκαναν. Είχε αιματουρία από τον προστάτη και πονούσε πολύ.
Όταν κάπως συνήλθε άρχισε πάλι να λειτουργή και να βαπτίζη. Οι λειτουργίες γίνονταν τη νύχτα κρυφά και με προφυλάξεις. Έρχονταν είκοσι -τριάντα πιστοί. Ο π. Ηλίας λειτουργούσε στα ελληνικά με πολλή ευλάβεια και κατάνυξη. Τις νύχτες επίσης έκανε τις βαπτίσεις στο σπίτι κάποιου κιλού Τούρκου, για να μην δίνη υποψίες. Κάποια μέρα βάπτισε τριάντα επτά, που τους αναδέχθηκε η Σωτήρα, και άλλους ενενήντα ενιά με ανάδοχο Την κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).
Μια γυναίκα διηγήθηκε πως κάποτε την ώρα που λειτουργούσε ο π. Ηλίας, βγήκε φως από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και στάθηκε πάνω του.
Έκανε συχνά λιτανείες, γιατί προέβλεπε κάποια συμφορά που ερχόταν. Έλεγε: «Από τα ξερά ξύλα καίγονται και τα χλωρά. Από τους αμαρτωλούς καίγονται και οι καλοί», «χωρίς καλά έργα η πίστις νεκρά εστί».
Ένα απόγευμα μόλις άρχισε να σκοτεινιάζη, ο εγγονός του π. Ηλία Γιώργος Κυριακίδης, είδε ένα περίεργο φως που άρχισε να ανεβαίνη από το δάσος χαμηλά προς το βουνό που ήταν το σπίτι, και όλο δυνάμωνε. Σαν να πήρε φωτιά όλος ο τόπος και το παιδί άρχισε να κλαίη. Τον ρώτησε ο π. Ηλίας γιατί κλαίει και το παιδί του ανέφερε για το φως. Γέλασε ο πατήρ και του είπε: «Μην κλαις παιδί μου, αυτός είναι ο άη-Γιώργης. Είναι ο καιρός που έρχεται στην Εκκλησία».
Στα τελευταία του χρόνια δεν μπορούσε να περπατήση. Οι συχνές γαστρορραγίες, ο καρκίνος του προστάτη, η αιματουρία τον είχαν καταβάλει αφάνταστα. Σηκωτό τον πήγαιναν στην Εκκλησία. Όλη την μέρα ήταν σαν νεκρός αλλά την ώρα της προσευχής σαν να έμπαινε μια θεία δύναμη στο αδύνατο σώμα του και παρακαλούσε να τον πάνε στον άη-Γιώργη. Διάβαζε επί τρεις ώρες το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο, ύστερα λειτουργούσε και κοινωνούσε τους ανθρώπους που έρχονταν από μακρυά μέσα στα χιόνια.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1939 ημέρα Παρασκευή, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Νικολάου, άργησε, δεν σηκώθηκε κατά το σύνηθες στις 3. Ο άγιος Νικόλαος τον αγαπούσε πολύ, συχνά του εμφανιζόταν και συνομιλούσαν. Ήρθε λοιπόν εκείνη την ημέρα ο άγιος Νικόλαος λουσμένος σε φως, τον ξύπνησε μ’ ένα θωπευτικό απαλό χτύπημα και γελούσε όλος από ιλαρότητα.
Το ίδιο έτος 1939 έφυγαν τα παιδιά του για την Ελλάδα. Ο π. Ηλίας ενέτεινε τους αγώνες του και άρχισε να προετοιμάζεται για την έξοδο του από αυτόν τον κόσμο.
Όταν πλησίασε ο καιρός της κοιμήσεως του, τις τελευταίες μέρες έμεινε κατάκοιτος. Δεν δεχόταν φαγητό, τρεφόμενος από την προσευχή. Κοιμήθηκε οσιακά με μεγάλη ειρήνη τον Ιούλιο του 1946. Την ώρα της κοιμήσεως του, ένα φως κατέβηκε από τον ουρανό και το δωμάτιο του πλημμύρισε από ευωδία. Το δεξί του χέρι έγινε σαν το κερί και μαρτυρούσε τις κρυφές του ελεημοσύνες. Ετάφη κατά την επιθυμία του στην αυλή της Εκκλησίας του αγαπημένου του Αγίου. Δεξιά του αργότερα ετάφη η πρεσβυτέρα του Σωτήρα που κοιμήθηκε το 1963 σε ηλικία 83 ετών και αριστερά του η κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).
Από τον τάφο του τις νύχτες έβγαινε φως. Οι στρατιώτες από τα γύρω ρωσσικά φυλάκια το έβλεπαν χωρίς να μπορούν να το εξηγήσουν, και αυτό τους φόβιζε. Κάθε νύχτα στις δώδεκα ακριβώς μεσάνυχτα, έβγαινε το φως από τον τάφο του και έρρεε μύρο. Όσοι χρίονταν από το μύρο, από όποια αρρώστια και αν έπασχαν, αμέσως γίνονταν καλά. Αυτά έγιναν γνωστά και πλέον ήταν τόσοι αυτοί που πήγαιναν να θεραπευθούν στον τάφο του π. Ηλία, που δεν μπορούσαν να κρυφθούν. Έγινε φανερό προσκύνημα.
Τότε ο Διοικητής της Αστυνομίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ήθελε μεν να προστατεύση την Εκκλησία, αλλά η μεγάλη συρροή των πιστών στον τάφο του π. Ηλία δημιουργούσε προβλήματα και η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο του, γι’ αυτό αποφάσισε να κάνουν την ανακομιδή των οστών. Άνοιξαν τον τάφο σηκώνοντας την πλάκα και βγήκε φως από τον τάφο. Το λείψανο του παπα-Ηλία ήταν ακέραιο και ευωδίαζε. Το έθαψαν πάλι και απαγόρευσαν στον κόσμο να προσέρχεται στον τάφο. Αργότερα, όταν άλλαξαν τα πράγματα και δόθηκε ελευθερία, οι πιστοί άρχισαν πάλι να πηγαίνουν στον τάφο του π. Ηλία, τον ανακήρυξαν Άγιο στο Βατούμ και έβαλαν την εικόνα του στην Εκκλησία.
Το 1962 Γεωργιανοί Επίσκοποι άνοιξαν πάλι τον τάφο του. Το λείψανο του δεν βρέθηκε. Ο τάφος του είχε συληθή. Μετά την κοίμηση του ανέβλυσε Αγίασμα που θαυματουργεί σε όσους αρρώστους πλύνονται ή πίνουν.
Σήμερα στο ναό του Αγίου Γεωργίου λειτουργεί ο δισέγγονος του π. Ηλία, ο π. Αβραάμ Παρασκευόπουλος.
Πρεσβίαις του Αγίου Ηλία του μυροβλήτου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

πηγή:Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Για την τιμή στην Παναγία μας (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)


 

          ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
  ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ - ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 9 Αὐγούστου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
Διερχόμαστε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, τόν μήνα Αὔγουστο. Ὅπως γνωρίζουμε τόν μήνα αὐτό ὁλόκληρο ἡ Ἐκκλησία μας τόν ἔχει ἀφιερωμένο στήν Παναγία. Ἀκόμη καί τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ μηνός, 31 Αὐγούστου, ἑορτάζουμε ἑορτή τῆς Παναγίας. Ἑορτάζουμε τήν κατάθεση τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Εἶναι λοιπόν θεομητορικός μήνας ὁ Αὔγουστος γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού ἑορτάζουμε σ᾽ αὐτόν, τό «Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ», ὅπως τό λέγει ὡραῖα ὁ λαός μας. Στό σημερινό μου ἁπλό κήρυγμα ἤθελα νά σᾶς πῶ λίγα λόγια πῶς νά τιμᾶμε τήν Παναγία μας, γιά νά ἔχουμε τήν Χάρη Της καί τήν Εὐχή Της.

1. Πάντοτε, χριστιανοί μου, στήν προσευχή μας πρέπει νά μνημονεύουμε τήν Παναγία. Εἶναι ἕνας μυστικός λόγος πού πρέπει νά τό κάνουμε αὐτό: Ὅπως ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πέρασε ἀπό τήν Παναγία γιά νά ᾽ρθεῖ ἀνάμεσά μας (ἐνῶ μποροῦσε, σάν Θεός, νά ἔρθει αὐτομάτως κάτω στήν γῆ), ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά περνᾶμε τήν προσευχή μας ἀπό τήν Παναγία γιά νά φτάνει στόν Θεό. Ἔχει δύναμη ἡ προσευχή στήν Παναγία. Θυμηθεῖτε, χριστιανοί μου, τόν γάμο τῆς Κανᾶ. Ὁ Χριστός τό εἶπε καθαρά ὅτι δέν ἦταν ἡ ὥρα νά γίνει τό θαῦμα, ἀλλά ἐπειδή τό εἶπε ἡ Παναγία, γι᾽ αὐτό ἔγινε τό θαῦμα καί ὁ Χριστός μετέβαλε τό νερό σέ κρασί. Ἡ Παναγία λοιπόν – γιά νά τό ποῦμε καθαρά – ἀναγκάζει(!)  τόν Θεό νά κάνει θαῦμα καί ἄς μήν εἶναι ἡ ὥρα νά γίνει τό θαῦμα. Ἔχει δύναμη, χριστιανοί μου, ἡ προσευχή στήν Παναγία. Ἡ πιό ὡραία σύντομη προσευχή σ᾽ Αὐτήν εἶναι τό «Θεοτόκε Παρθένε...». Νά τήν λέτε ὅλοι τήν προσευχή αὐτή κάθε μέρα καί πολλές φορές τήν ἡμέρα, ὅποτε μπορεῖτε. Ὅσοι μποροῦν ἄς κάνουν καί Χαιρετισμούς στήν Παναγία, ἔστω καί μία Στάση τῶν Χαιρετισμῶν κάθε μέρα, ἄν δέν σᾶς παίρνει ὁ χρόνος.
2. Τό δεύτερο πού θέλω νά σᾶς πῶ, χριστιανοί μου, γιά τιμή στήν Παναγία, εἶναι ὅλα τά σπίτια νά ἔχουν μιά εἰκόνα Της, πού νά κυριαρχεῖ στόν χῶρο. Καί ὄχι μόνο στά σπίτια μας, ἀλλά καί πάνω μας πρέπει νά ἔχουμε εἰκόνα τῆς Παναγίας, μιά μικρή πλαστικοποιημένη εἰκόνα στήν τσέπη μας. Κι ἐσεῖς οἱ γονεῖς, πατέρες καί μητέρες, νά δείχνετε στό παιδί σας τήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς τοῦ σπιτιοῦ σας καί νά τοῦ λέτε: Νά, παιδί μου, Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη σου Μάνα. Σ᾽ Αὐτήν νά τά λές ὅλα καί Αὐτή θά σέ προστατεύει στήν ζωή σου, σάν γλυκειά Μανοῦλα πού εἶναι.
3. Σᾶς συνιστῶ, χριστιανοί μου, ἔπειτα, νά κάνετε ἱερά προσκυνήματα σέ θαυματουργικές εἰκόνες τῆς Παναγίας, στίς ὁποῖες ἡ Παναγία ἔχει δώσει ἰδιαίτερα τήν χάρη Της. Καί εἶναι καλό, ὅσο μπορεῖ ὁ καθένας, νά πηγαίνει καί μέ τά πόδια στό προσκύνημα αὐτό. Ὑπολογίζει ἡ Παναγία τόν κόπο πού κάναμε γιά νά πᾶμε στήν χάρη Της.
4. Ἀλλά, ἐκεῖ, χριστιανοί μου, πού νοιώθουμε ἰδιαίτερα τήν παρουσία τῆς Παναγίας καί Αὐτή δίνει ἰδιαίτερα τήν χάρη Της εἶναι ἡ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Ὤ, ἡ Θεία Λειτουργία! Ἡ Θεία Λειτουργία, ὅπως λέει κάποια εὐχή, προσφέρεται ὑπέρ ὅλων: Ὑπέρ «Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτῶν καί παντός πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου», ἀλλά «ξαιρέτως», ἐξαίρετα καί ἰδιαίτερα δηλαδή, ἡ Θεία Λειτουργία προσφέρεται ὑπέρ «τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας». Ἐκεῖ, στήν Θεία Λειτουργία, ἡ Παναγία εἶναι παροῦσα καί θέλει νά βλέπει συναγμένα ὅλα τά παιδιά Της στήν ἀγκάλη Της.
Σᾶς εὔχομαι, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά εἶστε στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγιᾶς, «στόν κόρφο τῆς Παναγιᾶς», ὅπως τό ἔλεγε καλύτερα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Νεομάρτυρες του Εμφυλίου [οι αδίκως παραγκωνισμένοι Άγιοι]

Νεομάρτυρες του Εμφυλίου
[οι αδίκως παραγκωνισμένοι Άγιοι]
Εικόνα 1: Ο ιεροδιδάσκαλος Νικόλαος Καράπας από την Αλλάλη Εύβοιας. Δολοφονήθηκε από Κομουνιστές την 1.6.1944.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Ο μαρξισμός, οι ποικοιλώνυμοι ιδεολογικοί του απόγονοι και οι κάθε λογής “σέκτες” του, θεωρούν τη θρησκεία «όπιο του λαού», δηλ. πνευματικό ναρκωτικό, που εξαπατά τους ανθρώπους και συνεπώς πρέπει να εκλείψει απ’ τον κόσμο. Πρόκειται φυσικά για πλάνη, αφενός γιατί προϋποθέτει ως σίγουρο ότι δεν υπάρχει Θεός, περιφρονώντας ως ψεύδη τις εμπειρίες των αγίων, και, αφετέρου, γιατί ο χριστιανισμός έχει παρακινήσει χιλιάδες ανθρώπους ν’ αγωνιστούν με αυτοθυσία για τον πλησίον. Άλλωστε το αγιολόγιο της Ορθοδοξίας είναι γεμάτο τέτοιες περιπτώσεις. Εξαιτίας αυτής της πλάνης, όπου επικράτησε κομουνιστικό καθεστώς, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ξέσπασε διωγμός κατά της θρησκείας, κάποτε ήπιος και άλλοτε ανελέητος. Αναρίθμητοι χριστιανοί μαρτύρησαν στη Ρωσία (ΕΣΣΔ), τη Ρουμανία, την Αλβανία, ιδιαίτερα από την ελληνική μειονότητα, κ.α.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Η Ελλάδα δεν ξέφυγε απ’ το γενικό κανόνα. Οι κομουνιστές αντάρτες, στον Εμφύλιο Πόλεμο (1945-1949), εξολόθρευαν συχνά ιερείς του Κυρίου. Ήταν φυσικό και επόμενο οι ιερείς, και γενικά οι πιστοί χριστιανοί, να θεωρήσουν τον κομουνισμό εχθρικό. Στην χώρα μας, βέβαια, είχαμε και έχουμε και πολλούς κομουνιστές που είναι και ορθόδοξοι πιστοί, καθώς και ιερείς που συμπαθούν την ευρύτερη αριστερά. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν στην ηθική του κομουνισμού κοινά στοιχεία με το χριστιανισμό και συνδυάζουν τα δύο. Αξίζει να σημειωθεί πως η Εκκλησία δεν προχώρησε σε αγιοκατάταξη κανενός μάρτυρα της περιόδου του Εμφυλίου για λόγους, ουσιαστικά, πολιτικούς: την ομόνοια των Ελλήνων. Βεβαιώς αυτό επιδέχεται τουλάχιστον συζήτηση, αν όχι κατακραυγή, αλλά δεν είναι αυτό εδώ το θέμα μας.
ΠΗΓΗ: Οι μαρτυρίες προέρχονται από το βιβλίο του π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, “Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας”, Σεπτέμβριος 2010, [σ. 149-166]. Είναι διηγήσεις για ανθρώπους, κυρίως ιερείς, που βασανίστηκαν(!) και θανατώθηκαν κατά τον Εμφύλιο εξαιτίας της χριστιανικής ή ιερατικής τους ιδιότητας. Γράφουμε κι εμείς γι΄αυτούς για λόγους πνευματικούς, χωρίς διάθεση πολιτικής σκοπιμότητας. Άλλωστε η αλήθεια δεν ταιριάζει με τη σκοπιμότητα. Μακάρι ο Θεός να συγχωρέσει και τους δήμιους, με τις πρεσβείες των μαρτύρων-θυμάτων τους. Ακόμη, μακάρι οι ιδεολογικοί τους επίγονοι, οιαδήποτε απόχρωσης, να έχουν θεία φώτιση στις επιλογές τους.
Εικόνα 2: Ο ιερέας Χρήστος Ζησούλης, μάρτυρας του εμφυλίου.
Α. Ο Π. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ: Την ιστορία αυτή1 διηγήθηκε η αδελφή του ιερέα, Αριάδνη, που έτυχε να συναντήσει σε κάποιο εστιατόριο έναν άνθρωπο, που φορούσε ρούχα που ανήκαν στον αδελφό της. Δηιγείται λοιπόν η Αριάδνη: “Κάθομαι στο τραπέζι απέναντί του. Το γκαρσόν φωνάζει: “Βάβω, δεν είναι αυτού η θέση σου”. Έκανα τον κουφό. Γεμίζω από θάρρος ανδρίκιο και του λέγω: “Ξένε, το κουστούμι, τα ρούχα που φοράς τα ’χω εγώ ραμμένα. Τα παρατήρησα καλά και είδα τις δαχτυλιές μου επάνω. Θα μου πεις πού τα βρήκες. Δεν θα μου κρύψεις τίποτες. Κι εγώ, σου υπόσχομαι στο Χριστό μου, δεν θα σε προδώσω. Αλλιώς, τούτη την ώρα θα κράξω και θα φωνάξω”. “Θα σου πω όλη τη αλήθεια”, απάντησε εκείνος “αλλά μη με καταδώσεις· κι εγώ διαταγές εκτελούσα.
Άκουε λοιπόν. Εκεί που μέναμε έφεραν έναν, μάλλον πρέπει να ήταν παπάς. Δεν είχε όμως καλυμμαύχι και δεν φορούσε ράσα. Δεμένος πισθάγκωνα, δέχτηκε κακοποιήσεις που δεν λέγονται. Ειρωνείες, κλωτσιές, σαν μπάλα τον έστελναν από τη μια μεριά στην άλλη. Μ’ ό,τι εύρισκαν τον χτυπούσαν στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην κοιλιά. Εμένα πόνεσε η ψυχή μου και είπα να τον τελειώσω. Μου τον παρέδωσαν με τέσσερις άλλους να τον εκτελέσουμε. Τον σύραμε στο χείλος ενός λάκκου. Τον εγδύσαμε, τον πασσαλώσαμε σε τέσσερα παλούκια και με πρόσταξαν να τον γδάρω ζωντανό. Όταν έφθασα στα μπούτια, οι φωνές του και τα βογγητά του ήτανε πράγμα φοβερό. Δεν άντεχα να τον ακούω και του έδωσα με το τσεκούρι στο κεφάλι και τον πέταξα στα βρωμόνερα του λάκκου”. “Ο αδελφός μου ο παπα- Χρυσόστομος” πρόλαβα να του πω και συνήλθα στο νοσοκομείο των Τρικάλων. Να γιατί έχω την καρδιά μου και φορώ πάντα μαύρα και ποτέ δεν θα τα αποχωριστώ.” Ο συγγραφέας της είπε μήπως ήταν σατανική επήρεια όλη αυτή η συνάντηση μα η κυρα-Αριάδνη είπε: “Τα λες αυτά, παιδί μου, για να με παρηγορήσεις, αλλ’ ήταν άνθρωπος κυριευμένος από το διάβολο”. Τότε της απάντησε εκείνος: “Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι μάρτυρας ο αδελφός σου, άγιος αληθινός!”.
Β. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ: Την ιστορία διηγήθηκε ένας ηλικιωμένος βοσκός έξω απ’ το ξωκλήσι του αγίου Δημητρίου, κοντά στη μονή Μυρτιάς, περιοχή Τριχωνίδας Αιτωλοακαρνανίας. “Ένα απομεσήμερο έφτασαν εδώ μπροστά που μιλούμε τώρα ομάδα ανταρτών. Είχαν μαζί τους ένα παπά. Το τι τον βασάνιζαν δεν μπορώ να σου περιγράψω... Μου ’ρθε να βάλω φωτιά στον τόπο, αλλά φοβήθηκα. Το πιο τρομερό απ’ όλα ήταν πως τα βασανιστήρια τα ’φτιαχναν γυναίκες!! Στο τέλος τον έγδυσαν, τον διαπόμπευσαν, τον έδεσαν κάτω στην αυλή του Αγίου Δημητρίου και οι άσπλαχνοι άντρες έκαναν χάζι. Μια σκύλα τού απέκοψε με τσεκούρι τα γεννητικά όργανα και έβαψε με το αίμα τους παραστάτες της εκκλησίας! Δεν είναι, παιδί μου, χρώμα αυτό που θωρείς. Είναι αίμα μαρτυρικό και μάλιστα λευϊτικό. Διάβασα όλους τους βίους των Αγίων εδώ που βόσκω τα πρόβατά μου. Τέτοιο μαρτύριο δεν βρήκα στα συναξάρια. Από τότε κανείς δεν άσπρισε ούτε έβγαλε αυτό το βάψιμο”. Ο αφηγητής άρχισε να κλαίει και άπειτα πρόσθεσε: “Δεν κλαίω τον μάρτυρα, αλλά τους ανθρώπους, που χωρίς το Θεό γίνονται των θηρίων αγριότεροι. Αλλά γιατί, δέσποτα, η Εκκλησία δεν τους τιμά τους μάρτυρες αυτούς ως Αγίους; Λένε: “Για να μην ανάβουν τα μίση”. Αυτοί άναψαν και έκαψαν και τώρα που θα δροσίσουν την Εκκλησία, αφήνουμε τη μαρτυρία και τα μαρτύρια και καταπιανόμαστε με χωρατά και παραμύθια; Αλλοίμονό μας, πάτερ, όποιος και να είσαι!”, είπε ο γέροντας κι έφυγε.
Γ. ΕΝΑΣ ΠΑΠΑ-ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΕ ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ: Αφηγητής εδώ είναι ένας παθών που επιβίωσε. Καταγράφηκε στην Παναγία την Προυσιώτισσα, όπου ο ιερέας αρνήθηκε να φιλοξενηθεί στο κελί όπου τον κρατούσαν φυλακισμένο οι αντάρτες το 1944, μαζί με άλλους, «χωροφύλακες, παπάδες και δασκάλους», μάλιστα πριν αρχίσει “επισήμως” ο εμφύλιος. Διηγήθηκε σχετικά στον συγγραφέα ο ιεροδιδάσκαλος: “Το καθημερινό μας φαγητό ήταν κολοκύθια ανάλαδα και ανάλατα. Ο ηγούμενος, παλιός γνώριμος, προσπαθούσε κάτι να μου προσφέρει. Οσάκις γινόταν αντιληπτό, ερχόντουσαν στο κελί μου και μου ’βγαζαν με την κάνη του όπλου τα δόντια. Όσες φορές με φίλεψε ο ηγούμενος, τόσα δόντια μου έβγαλαν και τόσες πληγές μου προξένησαν στα χείλη, που ακόμη δεν θεραπεύτηκαν. Ίσως αυτές οι πληγές μου κόψουν το νήμα της ζωής.” Πραγματικά, βεβαιώνει ο συγγραφέας, οι πληγές αυτές εξελίχθηκαν σε καρκίνο και πολύ γρήγορα μετέστη ο μαρτυρικός παπάς. Οι κρατούμενοι εκείνοι απελευθερώθηκαν όταν οι αντάρτες πληροφορήθηκαν πως πλησιάζει γερμανική φάλαγγα. Τους φόρτωσαν στην πλάτη από ένα γεμάτο τσουβάλι και τους έστειλαν στο χωριό Καστανιά. Όταν έφτασαν κι άνοιξαν τα τσουβάλια διαπίστωσαν πως περιείχαν τούβλα και παλιοσίδερα! Έλεγε ο παπα- δάσκαλος: “Δόξα τω Θεώ, τα ξεχάσαμε σήμερα και ζούμε και γελούμε και λέμε: “Κύριε, μη στήσης την αμαρτίαν αυτών”· δεν ξέρανε τι κάνανε”.
Δ. Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΗΣ Ο ΕΥΛΑΒΗΣ: Στα βόρεια του όρους Δίρφης της Κεντρικής Εύβοιας, στις απόκρημνες ακτές του νησιού, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια, οικισμοί καλύτερα, νοτιοανατολικά από το Πήλι, προς το Σαρακήνικο και την Κύμη. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε κι ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής. Ζούσε φτωχικά με την οικογένειά του, ασχολούμενος με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της λιγοστής και σχετικά άγονης γης. Η τυραννισμένη ζωή του, το ξεροβόρι που τον θαλασσόδερνε, η νηστεία και η αγρυπνία τον έκαναν να μοιάζει ασκητικώτερος των ασκητών. Συχνά με το πρόσωπό του, στραμμένο στο Αιγαίο, πρατηρούσε τα καράβια ν’ αρμενίζουν στο ανοιχτό πέλαγος και προσευχόταν γι’ αυτά, να πιάσουν γρήγορα λιμάνι και να γυρίσουν, τα παλληκάρια σύντομα στις οικογένειές τους και ταα σπίτια τους. Ο μπαρμπα-Κωστής ήταν άλλωστε άνθρωπος της προσευχής. Όταν επρόκειτο να κοινωνήσει, διηγούνται οι γνωστοί του, όλη την νύχτα την έβγαζε στο δάσος προσευχόμενος. Την αυγή παρουσιαζόταν να φορέσει τα καλά του για την εκκλησιά και τη Θεία Κοινωνία. Ο γέρος, ακόμη, ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος σαν τον Αβραάμ. Το σπίτι του πάντα ανοιχτό για όλους. Ακόμη και τσιγγάνοι, που ο κόσμος τότε τους φοβόταν, στο δικό του κονάκι ακουμπούσαν να ξημερώσουν και να φάνε ψωμί. Καθόλου δεν φοβόταν μη τον κλέψουν ή τον σαϊτέψουν με τις μαγείες και τα ξόρκια τους. Είχε δηλαδή ο κυρ-Κωστής την τέλεια αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον που έδιωχνε κάθε φόβο. Συχνά τον ρωτούσαν οι γειτόνοι: “Δεν τους φοβάσαι τους τσιγγάνους, που έχουν μακριά χέρια και κουβαλούν δαιμονικά;” Κι εκείνος απαντούσε ήρεμα: “Όταν έχουμε τον Θεό μαζί μας, κανένας δεν μπορεί να μας κάνη κακό. “Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά” δεν λέμε στην προσευχή μας;”, και τους αποστόμωνε. Ο Κωστής ζούσε στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, που αδελφός σκότωνε αδελφό για το κόμμα και την ιδέα της “λαοκρατίας”. Παρ’ όλο που ποτέ δεν σύχναζε σε καφενέδες και ποτέ δεν έμπαινε σε συζητήσεις που εξάπτουν τα πάθη, κάποιος από το χωριό τον είχε στη “μπούκα”, επειδή είχε γιο που υπηρετούσε με θητεία την Πατρίδα του.
Έψαχνε λοιπόν ευκαιρία να τον βγάλει από τη μέση! Κάποια φορά που τον βρήκε μόνο του να βόσκει τα γίδια του, αφού τον τυράννησε με μύρια βασανιστήρια, στο τέλος, αφού τον έδεσε χειροπόδαρα και του κρέμασε μεγάλη πέτρα στον αγιασμένο του τράχηλο, μισολιπόθυμο τον γκρέμισε στη θάλασσα! Η θάλασσα, που τον συντρόφευε νύχτα και μέρα, δέχθηκε το μαρτυρικό του σώμα και ο καταγάλανος ουρανός άνοιξε τη στράτα του για την καθαρή του ψυχή προς το Δημιουργό. Η θάλασσα σεβάστηκε το σώμα του και δεν επέτρεψε να το καταπιεί η άβυσσος ούτε το ’δωσε τροφή στα ψάρια. Το έβγαλε στην παραλία, όχι όμως σύφωνα με τους φυσικούς όρους πλαγιασμένο, αλλά όρθιο φάνταζε από την μέση κι επάνω, όπως κάποτε το λείψανο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον ποταμό. Οι δικοί του και οι χωριανοί το εξέλαβαν ως θαύμα και το κήδευσαν με τιμές μάρτυρα. Μήπως άλλωστε δεν ήταν; Ο φονιάς του, πιεζόμενος από συγχωριανούς του κι από ελέγχους συνειδήσεως, από τον ίδιο γκρεμό έρριξε τον εαυτό του στην θάλασσα, σαν άλλος Ιούδας, και ετελεύτησε άδοξα το βίο του…
Ε. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΠΑΠΑ: Καταγράφηκε στο Άγιο Όρος το 2006, με αφηγητή ηλικιωμένο κτηνοτρόφο από το Μέτσοβο. “Τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, το ’47, με τα μικρότερα αδέλφια μου σε μια πλαγιά που ξεσαλαγίζαμε τα πρόβατα, τι να δούμε και πώς να το πούμε τώρα; Σε μια ελάτη είχαν δέσει ένα παπά. Τα ράσα και το καλυμαύχι του ήταν πιο πέρα πεταμένα και ποδοπατημένα, σαν να είχαν πάρει φωτιά και τα πάτησαν για να σβήσουν. Είχαν φτιάξει με ξύλα λόγχες και είχαν τρυπήσει τα μάτια του, τα αυτιά του, το στόμα του, τη φύση του [=τα γεννητικά του όργανα], την καρδιά του. Το σώμα του ολόκληρο είχε μπλαβιάσει σαν το συκώτι. Αυτές τις μέρες έλαχε το εγγονάκι μου να έχη μια εικόνα του μάρτυρα Σεβαστιανού με λογχευμένο το σώμα και θυμήθηκα τον άγνωστο παπά του ’47 στης Πίνδου τα βουνά, γι’ αυτό σας το διηγούμαι φρέσκο σαν να είναι αυτή η στιγμή που τον βλέπω μπροστά μου”.
Εικόνα 3: Ιερομάρτυρας π. Γεώργιος Σκρέκας.
ΣΤ. Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡ Π. ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ: [σταυρώθηκε Μ. Παρασκευή του 1947]. Την 27η Μαρτίου 1947, ο ιερέας Γιώργος Σκρέκας, εφημέριος του χωριού Μεγάρχης Τρικάλων, πληροφορήθηκε οτι οι εαμοκομμουνιστές Μεγάρχης έκαμανσυμβούλιο, στο οποίο αποφασίστηκε να τον απογυμνώσουν από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Πράγματι, τη νύχτα της 27ης προς 28η Μαρτίου μετέβηκαν οι λησταντάρτες στο σπίτι του και του αφαίρεσαν τα πάντα. Όμως, φαίνεται πως δεν τους έφτασαν όσα βρήκαν και αφού άδειασαν τους στάβλους από τα ζώα και ανάγκασαν τον πατέρα και τον θείο του ιερέα να τα πάνε στο χωριό Πρόδρομος μαζί με δύο συνοδούς λησταντάρτες, έκλεισαν τον ιερέα μέσα στον στάβλο και άρχισαν να τον δέρνουν άγρια, ζητώντας του κι άλλα χρήματα. Η γυναίκα του, ακούγοντας τις φωνές και τις κραυγές του άνδρα της, έτρεξε στον Αθανάσιο Ίτσιο, απο τα σπουδαιότερα στελέχη του ΚΚΕ, καθώς και σε άλλα μέλη της "αυτοάμυνας" Μεγάρχης. Ένδακρυς, τους εκλιπαρούσε να ελευθερώσουν τον σύζυγό της και να πάψουν να τον βασανίζουν. Δυστυχώς, εκείνος δε θέλησε να ακούσει τα παρακάλια της και δεν έκαναν τίποτα για τον συλληφθέντα. Την ίδια νύχτα παρέλαβαν τον λευίτη του Κυρίου παπά-Γιώργη, αιμόφυρτο, ημίγυμνο και ξυπόλητο και τον οδήγησαν στο χωριό Γοργογύριο. Ο μελλοθάνατος ζήτησε να δει τον εκεί ιερέα. Με δάκρυα στα μάτια είπε στον ιερέα που ήρθε να τον παρηγορήσει: "Ο Θεός γνωρίζει τι θ'απογίνω. Αν με το μαρτύριο με καλεί δίπλα Του, ας είναι ευλογημένο το όνομά Του, ας γίνει το θέλημά Του". Κατόπιν τον παρέλαβαν έφιπποι λησταντάρτες και τον έσυραν πεζό μέχρι την Τύρνα. Από εκεί, τον μετέφεραν σε άθλια πλέον κατάσταση ως το Νεραϊδοχώρι. Εκεί τον βασάνιζαν από τις 29/3, Σάββατο του Λαζάρου, μέχρι την Μ. Παρασκευή! Κάποιες αντάρτισσες τού έλεγαν: "γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;", ενώ οι δήμιοι μιλούσαν πιο ωμά: "Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα". Αυτό που έγινε στο Γολγοθά, επαναλήφθηκε στην Πίνδο. Μεγάλη Παρασκευή, και οι συμμορίτες έσυραν τον βασανισμένο ιερέα στον Σταυρικό θάνατο. Τον σταύρωσαν επάνω σε ένα έλατο που τα μεγαλύτερα κλαδιά της βάσης του είχαν το σχήμα σταυρού. Του τρύπησαν τη δεξιά πλευρά με ξιφολόγχη και άνοιξαν πληγές στο μέτωπο του με πηρούνια. Όταν ξεψύχησε, έριξαν το γυμνό σώμα του σε μια χαράδρα και το σκέπασαν με πέτρες και κλαδιά, για να κρύψουν το έγκλημά τους. Οταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό, ο αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα. Το μετέφερε στα Τρίκαλα, όπου έγινε πάνδημη κηδεία. Το φέρετρό του συνόδευαν 60 ιερείς, ψάλλοντας: "Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματί μου βαστάζω" [προς Γαλάτας]. Ο ιερέας Γεώργιος Σκρέκας, στα πλαίσια της "συμφιλίωσης" δεν ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία, μέχρι σήμερα.
Κακώς! Μακάρι από εκεί ψηλά, δίπλα στο θρόνο του Σταυρωμένου Αρνίου που βρίσκεται, να μας βοηθάει και να μας προστατεύει από τον Σατανά και τους οπαδούς του. Τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα επιβεβαιώνει και ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης: “Οταν ήμουν ιεροκήρυκας, έφθασα σ᾿ ένα χωριό των Γρεβενών. Βρίσκω τον ιερέα θλιμμένο, πονεμένο, κλαμένο. “Τί ἔχεις;”. “Το χωριό μου δὲν πιστεύει πια στο Χριστό”. “Μην απογοητεύεσαι”, λέω, “έχε θάρρος· κάτω από τη στάχτη υπάρχει η σπίθα κρυμμένη”. “Θέλεις να δεις;”, μου λέει, “έλα”.
Με πάει στο νεκροταφείο. Εκεί τα παιδιά του Μαρξ και του Λένιν, που κυριαρχούσαν τότε, είχαν ξερριζώσει όλους τους σταυρούς από τους τάφους και στη θέση τους είχαν βάλει σφυροδρέπανα και γροθιές! Μισούσαν το σταυρό. Και μόνο σε μια περίπτωση τὸν «θυμήθηκαν». Ενώ η σταύρωσις ως τρόπος θανατικής καταδίκης έχει πρὸ πολλού καταργηθεί, επὶ των ημερών μας τὴν ξαναχρησιμοποίησαν· σταύρωσαν άνθρωπο! Ήταν ένας ιερεὺς του ῾Υψίστου ευλαβής, πιστός και πολύτεκνος, ο π. Γεώργιος Σκρέκας εφημέριος του χωριού Μεγάρχη Τρικάλων. Άθεοι και άπιστοι τον άρπαξαν από την αγία τραπεζα που ιερουργούσε, τον οδήγησαν σαν άκακο αρνίο έξω απο το χωριό, κ᾿ εκεί τον σταυρωσαν πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο· και ήταν Μεγάλη Παρασκευή, του ἔτους 1947"!
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο Θεός να αναπαύσει τους βασανιστές και δολοφόνους των αγίων, και εμάς. Οι άγιοι ας πρεσβεύουν για μας και γι' αυτούς. Ακόμη ο Κυριος ας συγχωρέσει εμάς που δεν τιμούμε τη μνήμη τους ως Αγίων μέσα στο νέφος των μαρτύρων της πίστης μας που διώχθηκαν από ποικιλώνυμο πλήθος τυράννων.
1. Καταγράφηκε από το συγγραφέα το Πάσχα του 1966 στο Μεγαλοχώρι των Τρικάλων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, “Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας”, Σεπτέμβριος 2010, [σ. 149-166]

Κατεβάστε δωρεάν 129 παλιά σχολικά βιβλία (pdf) Έτσι για να μην ξεχνάμε …



book

129 Νεοελληνικά Αναγνώσματα, 3.390 έργα 480 συγγραφέων, τα οποία συγκροτούν το διασωσμένο και προσωπικό, πλήρες κατά το δυνατόν, Αρχείο της Δρ. Χρυσάνθης Κουμπάρου-Χανιώτη.

Πρόκειται για τα σχολικά εγχειρίδια που διδάσκονταν στην Ελλάδα για το μάθημα των «Νέων Ελληνικών» (Λογοτεχνίας) από το 1884 έως το 1977 στους κύκλους εκπαίδευσης που αντιστοιχούν στη σημερινή Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.


Τους Ποιμένες μας, τους θέλουμε καθαρόαιμους Ορθοδόξους και όχι προτεσταντίζοντες και κρυπτοπαπικούς.




Γράφει ο Φώτης Μιχαήλ, ιατρός
Αναρωτιέμαι πολλές φορές, ποια είναι η στάση, που οφείλει να κρατήσει ένας Ρωμηός, σε περιπτώσεις,  που η ουσία της Πίστεώς μας προσβάλλεται από κάποιους ανθρώπους, και μάλιστα από ’’έγκριτους’’ καθηγητές των λεγόμενων θεολογικών μας σχολών ή ακόμα και από γνωστούς ’’προβεβλημένους’’ Ιεράρχες;

Ή αλλιώς, μέχρι ποιο σημείο έχει το δικαίωμα ένας Ορθόδοξος Χριστιανός, εν ονόματι τάχα του δυτικόφερτου κώδικα καλής συμπεριφοράς, να σιωπά και να μην υπερασπίζεται-ομολογεί την Πίστη των Πατέρων του, όταν αυτή η Πίστις περιφρονείται από κάποιους επιτήδειους και -το χειρότερο- παραχαράσσεται και αλλοιώνεται;


Μερικοί θα σπεύσουν να πουν, ότι σ’ εμάς τους Χριστιανούς δεν πρέπουν οι αντεγκλήσεις και ότι, πάνω απ’ όλα, μπαίνει η αγάπη.

Ναι, όντως, η αγάπη είναι ο πυρήνας της Διδασκαλίας του Κυρίου μας, αλλά για ποια αγάπη μιλάμε; Εκείνη που συμβιβάζεται με το ψεύδος ή εκείνη που αληθεύει; Εκείνη που διολισθαίνει προς την αίρεση ή εκείνη που διδάσκει ανόθευτη την Αλήθεια; 

Όταν ο Ορθόδοξος Χριστιανός –λαϊκός ή ιερωμένος- αποσιωπά σκοπίμως την Αλήθεια, κάνει εκπτώσεις σε θέματα Πίστεως και συμπορεύεται ανοιχτά με τους αιρετικούς, τότε σε τι ωφελούν οι αγαπολογίες, οι ασπασμοί και τα χαμόγελα;

Πάνω στο θέμα αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι σαφέστατος. Μας λέει: ’’Ουδέν όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων’’.  Σε τίποτε δεν ωφελεί ο καθωσπρεπισμός, όταν η Πίστη μας είναι αλλοιωμένη.


Ο κατ’ εξοχήν υμνητής της αγάπης είναι ο Απόστολος Παύλος. Μήπως δεν είναι εκείνος, που μας διδάσκει, ότι πρέπει να κρατάμε αποστάσεις από τους αμετανόητους αιρετικούς;(1)

Ή μήπως, ο Ιωάννης, ο Μαθητής της Αγάπης, δεν είναι εκείνος που μας προτρέπει να τους κόβουμε ακόμα και την καλημέρα;(2)

Εμείς, από πότε γίναμε ανώτεροι στην αγάπη, από τον Απόστολο Παύλο και από τον Ιωάννη, τον ηγαπημένο Μαθητή του Κυρίου μας;


Απ’ ότι φαίνεται, μάλλον δεν μιλάμε για την ίδια αγάπη.

Η αγάπη του Παύλου και του Ιωάννου είναι η αγάπη η πατρική, ενώ η δική μας –κάποιων δήθεν ανοιχτόμυαλων- είναι η ’’αγάπη’’ του έμμισθου αυτονομημένου μεταπατερικού παιδαγωγού.

Η αγάπη του Παύλου και του Ιωάννου είναι η αγάπη, που φωτίζει την Αλήθεια και οδηγεί στο Φως, ενώ η δική μας, είναι μια κάλπικη αγάπη, που θολώνει τα πεντακάθαρα νερά της Αλήθειας και οδηγεί στο σκοτάδι και την απώλεια.

Σε ολόκληρο το Ευαγγέλιο, Αγάπη και ψεύδος δεν συναπαντώνται πουθενά. Η αγάπη ποτέ δεν θυσιάζει την Αλήθεια. Αγάπη, που κρύβει και συγκαλύπτει την αίρεση, είναι εωσφορική.  


Κάποιοι άλλοι θα μας υπενθυμίσουν, ότι οφείλουμε σε όλους τους συνανθρώπους μας, να φερόμαστε με επιείκεια και να μην αποκαλύπτουμε τα αδύνατα σημεία τους.

Ναι, έτσι είναι, αλλά, όπως μας διδάσκουν οι Πατέρες, αυτό ισχύει μονάχα σε ότι αφορά στα πάθη και τις αδυναμίες των συνανθρώπων μας και όχι σε διδασκαλίες αιρετικές και ολισθήματα βίου δογματικής τάξεως, προερχόμενα μάλιστα από υψηλόβαθμους ιερωμένους ή και επαγγελματίες των θεολογικών μας σχολών.


Τους ποιμένες μας, εμείς οι Ρωμηοί, τους θέλουμε καθαρόαιμους Ορθοδόξους και όχι προτεσταντίζοντες και κρυπτοπαπικούς.

Τους Ιερείς μας και προπάντων τους Επισκόπους μας, τους θέλουμε ανύστακτους και αυστηρούς φύλακες της πολυτίμητης Ορθοδοξίας μας –όπως ακριβώς τους θέλουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και οι Άγιοί μας- και όχι δουλικά παρατρεχάμενους στα διεθνή ινστιτούτα της πανθρησκείας και του οικουμενισμού.


Πώς αλλιώς θα κρατήσουμε την Πίστη μας ανόθευτη; Πώς θα μπορέσουμε να αντισταθούμε στις απανωτές επιθέσεις που δεχόμαστε; 

Ή μήπως δεν είναι ολοφάνερη η πρόθεση, αλλά και η πολυχρόνιος αντίχριστη δράση των ποικιλώνυμων αιρετικών, να ξεριζώσουν από τις καρδιές μας την Ορθοδοξία και να μας κάνουν σαν και του λόγου τους;


Η ευθύνη όλων μας είναι μεγάλη. Ακόμα πιο μεγάλη, όμως, είναι η ευθύνη των Ιεραρχών και Ποιμένων μας, ιδιαίτερα μάλιστα στους δύσκολους καιρούς που περνάμε.   

Πέντε πνευματικές ασκήσεις για την Αγιότητα!



1. Όλοι οι βαπτισμένοι Ορ­θόδοξοι χριστιανοί αποτελούμε, αγαπητοί μου, μία ιερή και άγια οικογένεια, που λέγεται Εκκλησία. ΜΙΑ είναι η Εκκλησία και δεν είναι πολλές. Καί αυτή η Μία Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη.
Η Εκκλησία είναι ιερό σώμα, που κεφαλή του έχει τον Ιησού Χριστό. Καί επειδή άγια είναι η κεφαλή, ο Χριστός μας, πρέπει και εμείς οι χριστιανοί, τα μέλη της Εκκλησίας, να αγωνιζόμαστε να γίνουμε άγιοι.
Τα μέσα δε και την μέθοδο για να πετύχουμε την αγιότητα μας τα δίνει η Εκκλησία.
Ο σκοπός της Εκκλησίας, αδελφοί μου, δεν είναι να κάνει απλά «καλούς» ανθρώπους, σαν τους μαθητές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να κάνει το άνθρωπο άγιο και θεοφόρο. Δεν είναι η Εκκλησία ένα καλό φιλανθρωπικό ίδρυμα ή ένα πολιτιστικό σωματείο, αλλά είναι ένα θείο καθίδρυμα, που έχει μέσα του κατοικούντα και μένοντα τον Θεό μας, δηλαδή την Αγία Τριάδα, την Παναγία Δέσποινα, τους αγγέλους και όλους τους αγίους και όλους εμάς τους βαπτισμένους χριστιανούς.
Αφού λοιπόν ως βαπτισμένοι χριστιανοί ανήκουμε σ᾽ αυτήν την Εκκλησία, πρέπει και υποχρεούμεθα να βαδίζουμε τον δρόμο προς την αγιότητα, να αγωνιζόμαστε να γίνουμε άγιοι.
Στο σημερινό μου κήρυγμα θα σας πω τα μέσα που διαθέτει η Εκκλησία για τον αγιασμό μας. Πρώτα-πρώτα η Εκκλησία έχει τα ιερά της Μυστήρια με τα οποία μας δίνει την Χάρη του Θεού, γιατί χωρίς την Χάρη του Θεού δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτε. Αλλά η Εκκλησία μας διδάσκει και τα θεανθρώπινα μέσα, τις αρετές, με τις οποίες θα μπορέσουμε να νικήσουμε τα αμαρτωλά μας πάθη και να πετύχουμε τον αγιασμό μας. Γι᾽ αυτές τις αρετές και τις πνευματικές ασκήσεις θα σας μιλήσω σήμερα με λίγα λόγια, αδελφοί μου χριστιανοί.
2. (α) Η πρώτη άσκηση και αρετή είναι η πίστη. Το να έχουμε πίστη σημαίνει να παραδοθούμε ολόκαρδα στον αγαπημένο μας Ιησού Χριστό και να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τα πάντα για την αγάπη Του. «Πίστη» σημαίνει να εμπιστευόμαστε απόλυτα στον Θεό μας. Ας λέμε συχνά στην προσευχή μας: «Χριστέ μου, στερέωσέ μου την πίστη μου και την την αγάπη μου σε Σένα. Ο,τι και να συμβεί στην ζωή μου να μη φύγω ποτέ από Σένα και να μη Σε αρνηθώ ποτέ»!
(β) Η δεύτερη άσκηση και θεανθρώπινη αρετή είναι η προσευχή και η νηστεία. Οι αρετές αυτές πρέπει να γίνουν μέθοδος ζωής, τρόπος ζωής των Ορθοδόξων χριστιανών. Αυτά τα δύο μέσα, η προσευχή και η νηστεία, τα αναγκαία για τον καθαγιασμό μας, δόθηκαν από τον Ιησού Χριστό, γι᾽ αυτό και είπα τις αρετές αυτές «θεανθρώπινες». Η προσευχή και η νηστεία, αδελφοί μου, φέρνουν την Χάρη του Θεού στην ψυχή και την τονώνουν και την νευρώνουν, για να είναι δυνατή στον αγώνα της κατά του διαβόλου.
(γ) Άλλη θεανθρώπινη αρετή, που πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε, είναι η αγάπη. Η αγάπη, αδελφοί μου, δεν πρέπει να έχει όρια. Η αγάπη δεν ρωτάει ποιός είναι καλός και ποιός δεν είναι, ποιός με αγαπάει και ποιός με εχθρεύεται. Ο καλός χριστιανός αγαπάει όλους: Αγαπάει φίλους και εχθρούς, αγαπάει αμαρτωλούς και κακούργους, χωρίς όμως να αγαπάει τις αμαρτίες τους και τα εγκλήματά τους. Μία τέτοια αγάπη είναι δώρον Θεού, γι᾽ αυτό και πρέπει να την ζητάμε στην προσευχή μας από τον Θεό. Ας λέμε στην προσευχή μας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ της αγάπης, δος μου την αγάπη Σου, για να την δίνω σε όλους»!
(δ) Τέταρτη αρετή είναι η πραότητα και η ταπείνωση. Μόνο ο πράος στην καρδιά μπορεί να καταπραύνει τις επαναστατημένες και άγριες καρδιές. Μόνο ο ταπεινός στην καρδιά μπορεί να ταπεινώσει τις υπερήφανες και αλαζονικές ψυχές. Χριστιανοί μου! Γιά να γίνουμε πράοι και ταπεινοί στην καρδιά πρέπει να βάλουμε σ᾽ αυτήν τον μόνον αληθινά «πράον και ταπεινόν τη καρδία» (Ματθ. 11,29), δηλαδή τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ο Χριστός μας ταπείνωσε τον εαυ­το Του, στην έσχατη ταπείνωση, ώστε σταυρώθηκε για μας.
(ε) Καί η άλλη αρετή, θεανθρώπινη αρετή, γιατί μας την δίδαξε ο Χριστός μας, είναι η αρετή της υπομονής. Δηλαδή να υπομένουμε το κακό, να υπομένουμε τις συκοφαντίες και τις πληγές των άλλων και να μη θέλουμε να ανταποδώσουμε κακό αντί κακού. Ας γνωρίζουμε, αδελφοί μου, ότι ο κόσμος, ο αμαρτωλός κόσμος, δεν μπορεί να υποφέρει τους ανθρώπους του Θεού, όπως δεν υπέφερε και τον Χριστό μας. Το μαρτύριο συνοδεύει τον αληθινό χριστιανό. Αλλά ο χριστιανός πρέπει να υπομένει το μαρτύριο του εμπαιγμού του κόσμου και να μην οργίζεται.
3. Αυτές οι αρετές και πνευματικές ασκήσεις που σας είπα, αδελφοί μου, μας έδωσαν την αγία Παρασκευή, τον άγιο Αντώνιο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Γρηγόριο τον Πατριάρχη μας, τον Δημητσανίτη, και όλους τους αγίους. Αυτές πρέπει να εφαρμόσουμε κι εμείς, για να αγιάσουμε. Την μέθοδο ασκήσεως αυτών των αρετών διδάσκει σωστά μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, γι᾽ αυτό και μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να αγιάσει κανείς. Έξω από αυτήν δεν υπάρχει αγιότητα.

Περιοδικό «Θυμίαμα»