Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

«…στους ρομαντικούς και ποιητικούς δρομίσκους των Κάτω Πατησίων…»[1]



(βασισμένο στα απομνημονεύματα του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου)
Μαριάνθη Μπέλλα
 Εκπαιδευτικός Δ.Ε.


Τον 19ο αιώνα τα Πατήσια ήταν αγροτικός οικισμός με ελάχιστα σπίτια, απομακρυσμένος από την πόλη των Αθηνών. Επρόκειτο για μια περιοχή κατάφυτη, γεμάτη ελαιώνες, κυπαρισσώνες, περιβόλια, ανθόκηπους και λαχανόκηπους φημισμένους για τις πατησιώτικες πατάτες. Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι εξοχικές επαύλεις εύπορων Αθηναίων. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με την επέκταση του σχεδίου πόλεως, ο αγροτικός οικισμός εξελίχτηκε σε εξοχικό προάστιο, αποτελούμενο από δύο περιοχές: τα Άνω και τα Κάτω Πατήσια. Οι Αθηναίοι επέλεγαν τα Πατήσια όχι μόνο για τους περιπάτους και τις ημερήσιες εκδρομές τους, αλλά και για να παραθερίσουν τα καλοκαίρια (Γιοχάλας-Καφετζάκη, 20144: 588-589).
Την εποχή εκείνη, οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν διέθεταν ιδιόκτητα σπίτια. Έτσι, κάθε καλοκαίρι άφηναν τα σπίτια που νοίκιαζαν στην πόλη και μετακόμιζαν στις γύρω εξοχές, όπου έμεναν από την 1η Ιουνίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου. Συνήθως επέλεγαν τις πλησιέστερες στην πόλη εξοχές, όπως τα Πατήσια και τον Πειραιά, λόγω της δυσκολίας της συγκοινωνίας και των μετακινήσεων. Από τις μακρινότερες εξοχές, τις περισσότερες προτιμήσεις συγκέντρωναν η Πεντέλη, η Καισαριανή και η Αίγινα.
Η οικογένεια Καμπούρογλου προτιμούσε να περνάει τις διακοπές της στα Πατήσια, όπου βρισκόταν και το σπίτι της συγγενικής οικογένειας Καλλιφρονά. Στα απομνημονεύματά του, ο Δημήτριος Καμπούρογλου περιγράφει με λεπτομέρειες την αναχώρηση της  οικογένειάς του για τις θερινές διακοπές: «Πρωί-πρωί ήρχετο το κάρρο, στο οποίον ετοποθετούντο τα προς μεταφοράν χρειώδη, δια τροφήν, ύπνον και διαμονήν εν γένει επί τρίμηνον και πλέον. Απαραίτητον δε ήτο το περιώνυμον και μεγαλοπρεπεστάτης εμφανίσεως «τεμπιλίκι». Ήτο δε τούτο μέγας όγκος αποτελούμενος από τα ασπρόρουχα, τα σινδόνια, τα μαξιλάρια και τας ενδυμασίας, εξαιρουμένων των υποδημάτων και των καπέλλων». Κάθε χρόνο η οικογένειά του νοίκιαζε διαφορετικά σπίτια στα Πατήσια, όπως το σπίτι του Πλατή, της Μπεντενιά, του Κοπίδη ή φιλοξενούνταν στο σπίτι της θείας του Πηγίτσας Καλλιφρονά, που βρισκόταν «εις ολίγον βάθος από την οδόν Πατησίων» (σημερινή περιοχή γύρω από τη στάση «Καλλιφρονά»). Βέβαια οι συνθήκες στην εξοχή δεν ήταν ιδανικές αφού «εύρισκον και ζέστην μεγαλυτέραν και μυίγας επιθετικωτέρας και κορέους πειναλέους». Ο πατέρας του συγγραφέα Γρηγόριος (εκδότης εφημερίδων, δημοσιογράφος και ιδρυτής της Εθνικής Σκηνής), για να αντιμετωπίσει τη ζέστη, ζητούσε πάντα το δωμάτιό του να έχει δύο παράθυρα, ένα βορεινό και ένα μεσημβρινό. Ανάμεσά τους τοποθετούσε το τραπέζι εργασίας του και δίπλα σε αυτό μια λεκάνη με νερό και μια βούρτσα με την οποία δρόσιζε κάθε λίγο το κεφάλι του  (Καμπούρογλου MCMLXXXV: 207).

 
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1857 επεφύλασσε μια οδυνηρή περιπέτεια στην οικογένειά Καμπούρογλου, καθώς η μικρή αδελφή του Δημήτριου προσβλήθηκε ξαφνικά από εγκεφαλική νόσο και μετά πό λίγο πέθανε. Η οικογένεια την έθαψε έξω από την κόγχη του Ιερού του Οσίου Λουκά (της παλαιάς μονής που υπήρχε στα Πατήσια, πριν κτιστεί ο ναός του Αγίου Λουκά από τον Ερνέστο Τσίλλερ το 1864). Οι γονείς του περίλυποι από την απώλεια αποφάσισαν να μην ξαναπαραθερίσουν στα Πατήσια. Μην έχοντας αδέλφια, ο μικρός Δημήτριος περνούσε το χρόνο του διαβάζοντας. Στο πατρικό του σπίτι, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, σύχναζαν αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, που αφηγούνταν διάφορες ιστορίες από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, καθώς και διανοούμενοι, λογοτέχνες και πολιτικοί. Έτσι, ο Δημήτριος μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον γεμάτο ερεθίσματα και σύντομα ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία και τη λαογραφία της Αθήνας. Ήταν ιδιαίτερα μοναχικός χαρακτήρας και όπως ανέφερε ο ίδιος: «Ούτε ένα παιδάκι δεν ενθυμούμαι να εγνώρισα εις την μικράν μου ηλικίαν. Έπαιζα μόνος μου, αλλά και όλοι του σπιτιού, συγγενείς και φίλοι και οι της υπηρεσίας, με την μητέρα μου επί κεφαλής, έκαναν ό,τι ημπορούσαν δια να με διασκεδάσουν» (Καμπούρογλου MCMLXXXV: 26-27, 34).
Ο ναός του Αγίου Λουκά Πατησίων σήμερα
Όμως, ο χρόνος απάλυνε την πληγή των γονιών του και το καλοκαίρι του 1863 νοίκιασαν πάλι εξοχικό σπίτι στα «Απάνω Πατήσια», κοντά στην εκκλησία Παναγία Ζώνη. Η περιοχή ήταν μια ήσυχη βουνοπλαγιά γεμάτη πεύκα, μυρτιές και σκίνα με λίγα σπίτια και επαύλεις. Στη μικρή εκκλησία της Παναγίας Ζώνης ο νεαρός Δημήτριος γνώρισε τον μοναχό και αγιογράφο Γεννάδιο Παπαδόπουλο, μαθήτευσε δίπλα του στην τέχνη της αγιογραφίας και εργάστηκε για ένα διάστημα σαν βοηθός του. Ο Γεννάδιος ήταν σημαντικός καλλιτέχνης με σπουδές ζωγραφικής στη Μόσχα. Μετά τις σπουδές του πήγε στο Άγιο Όρος όπου καλογέρευσε και παράλληλα τελειοποιήθηκε στην τεχνοτροπία της βυζαντινής αγιογραφίας. Στην Αθήνα άρχισε να εργάζεται στην εκκλησία της Παναγίας Ζώνης, μετά από πρόσκληση του Ρώσου πρέσβη Αλέξανδρου Π. Οζερώφ. Αυτός έμενε στην περιοχή, στην έπαυλη Μάλκολμ (μετέπειτα Τρικούπη και Άσυλο Ανιάτων). Ο Οζερώφ είχε κτίσει την εκκλησία πάνω στο σημείο που είχε βρει την εικόνα της Παναγίας, που έφερε ζώνη με δύο αγγέλους (γι’αυτό και ονομάστηκε Παναγία Ζώνη). Ενδιαφέρθηκε για την ανακαίνισή της και ανέθεσε στον Γεννάδιο να φιλοτεχνήσει τις τέσσερις εικόνες του τέμπλου της, οι οποίες "διορθωθείσαι κατόπιν έχασαν μέρος της μεγάλης αληθώς αξίας των". Ζωγράφισε επίσης και εικονίσματα τα οποία πιθανόν περισώθηκαν άγνωστο που. Με την εργασία αυτή θα ολοκληρωνόταν ο εσωτερικός διάκοσμος της εκκλησίας, που είχε γίνει με την επίβλεψη του γνωστού Ρώσου αρχιμανδρίτη Αντωνίνου. Ο Οζερώφ εκτίμησε την πνευματικότητα και την ποιότητα της εργασίας του Γεννάδιου και τον διόρισε εφημέριο του ναού, μισθοδοτούμενο από τον ίδιο. Όταν όμως αργότερα ο ναός έγινε ενοριακός, η εκκλησιαστική αρχή διόρισε άλλον εφημέριο. Τότε ο Γεννάδιος αφιερώθηκε στην τέχνη του, την κατασκευή εικονισμάτων για την εκκλησία και για ιδιώτες. Μάλιστα ίδρυσε ιδιωτική σχολή αγιογραφίας στα Άνω Πατήσια, όπου και έκτισε το σπίτι του. Αργότερα, ο Γεννάδιος προσβλήθηκε από ευρυσίπελας (λοίμωξη του δέρματος) και πέθανε. Τον έθαψαν στο προαύλιο του ναού της Παναγίας Ζώνης σε θέση «κατά παράδοσιν γνωστήν», καθώς δεν υπήρχε ούτε σταυρός ούτε μνήμα (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 208-211).
Η εκκλησία της Παναγίας Ζώνης σήμερα ανακατασκευασμένη σε βυζαντινό ύφος και ενταγμένη στον περίβολο του μεγάλου ναού της Αγίας Ζώνης

 
Η είσοδος της εκκλησίας σήμερα, με την εικόνα της Παναγίας Ζώνης
Το σημείο όπου είχε βρεθεί η εικόνα της Παναγίας εντάχτηκε μέσα στο μικρό ναό.

   Το καλοκαίρι του 1864  η οικογένεια Καμπούρογλου φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Πηγίτσας Καλλιφρονά στα Πατήσια. Δεν πλήρωσαν ενοίκιο, αλλά ο πατέρας του "ανέθεσε στον περίφημον ξυλουργόν της εποχής εκείνης Λουίτζι Καρμινάτι να επιφέρη εις αυτό πάσαν απαραίτητον ανακαίνισιν στας θύρας, τα παράθυρα και τα πατώματα". Το σπίτι αυτό ήταν ακατοίκητο για πολύ καιρό γιατί η οικογένεια της θείας του Δημήτριου πήγαινε κάθε καλοκαίρι στα κελιά της Μονής Πεντέλης. Στο περιβόλι του σπιτιού υπήρχαν τρεις αιωνόβιες και πανύψηλες καρυδιές. Μια από αυτές έριχνε τη σκιά της πάνω σε ένα "πανάρχαιον και θρυλικόν πηγάδι". Ο Δημήτριος προσκαλούσε τους συμμαθητές του στο κτήμα και τα μεσημέρια κοιμούνταν όλοι μαζί κάτω από τον ίσκιο των καρυδιών. Συχνά ανέβαινε στα κλαδιά τους μαζί με τον ξάδελφό του Δημητράκη Καλλιφρονά για να κόψει τα καρύδια της χρονιάς. Κόβοντας έτρωγαν πολλά από αυτά, ενώ άλλα τα πετούσαν, "από λάθος τάχατες", στο κεφάλι της ψυχοκόρης Ρηνιώς, που ερχόταν να τα μαζέψει και να τα μεταφέρει στο σπίτι, μετά από εντολή της θείας του. Ένας μεγάλος τοίχος χώριζε το κτήμα Καλλιφρονά από εκείνο του Μαυροκορδάτου (έπαυλη Μάλκολμ και μετέπειτα Τρικούπη και Άσυλο Ανιάτων). "Μιας συνοριακής ξυνομουριάς τα ξυνόμουρα δεν τα ελησμόνησα ούτε και την επίπληξιν της μητέρας μου, που μ' έβλεπε με μαυρισμένα χείλη". Μέσα από τον κήπο του, περνούσε το νερό από τις στέρνες του Γάσπαρη, το οποίο παρεχόταν στους ιδιοκτήτες και τους κατοίκους των γύρω σπιτιών ορισμένες ώρες της ημέρας αλλά και της νύχτας[2]. Δίπλα στο ποτιστικό αυλάκι και στην ανατολική πλευρά του σπιτιού είχε φυτρώσει πυκνό μελισσόχορτο και γλυφονάκι (άγρια μέντα) "στα ελαφρώς δε κυανώδη άνθη του περιίπτατο ομοιόμορφος πεταλουδίτσα, την οποίαν από τότε εκαμάρωνα και κατόπιν έγραψα δι' αυτήν". Πολλά χρόνια αργότερα ο Δημήτριος θα εκφράσει τη λύπη του στον ξάδελφό του Καλλιφρονά για το γκρέμισμα του παλιού σπιτιού των Πατησίων, στη θέση του οποίου υψώθηκε "περικαλλές μέγαρον". Ο ξάδελφός του, του αντέταξε τη θεωρία της "κοινωνικής ακμής και προόδου". Ο Δημήτριος διαφωνούσε αλλά δεν είπε τη γνώμη του: "τα χείλη μου - μόνον αυτά όμως - είπαν ότι έχει δίκιο" (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 282-284)

Η έπαυλη Μάλκολμ σήμερα στεγάζει διοικητικές υπηρεσίες του Ασύλου Ανιάτων
Το σημείο όπου βρισκόταν το κτήμα Μαυροκορδάτου 
(σήμερα Άσυλο Ανιάτων)
Η οικία Καλλιφρονά στα Πατήσια
Το καλοκαίρι του 1865 η οικογένεια του συγγραφέα νοίκιασε το σπίτι του Πλατή στα Κάτω Πατήσια. Η μητέρα του δυσκολεύτηκε να πάρει αυτή την απόφαση γιατί εκεί κοντά είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια η μικρή του αδελφή. Στο τέλος όμως κάμφθηκε και η οικογένεια αναχώρησε για τις διακοπές της. Στον κήπο του σπιτιού υπήρχαν διάφορα οπωροφόρα δέντρα, όπως τζανεριές και τζιτζιφιές, πάνω στις οποίες ο συγγραφέας σκαρφάλωνε και μάζευε καρπούς. Κάτω από μια τζιτζιφιά είχε τοποθετήσει το τραπέζι μελέτης του, πάνω στο οποίο διάβαζε γιατί είχε μείνει μετεξεταστέος στα ελληνικά, "δια την αφάνταστον ανορθογραφίαν" του. Επίσης, στον κήπο υπήρχαν μια φουντωτή μουριά "στα κλαδιά της ζούσαν κάτι πολύ μεγάλες κάμπιες και παραδοξότατες, διότι σε κάθε ένα από τα μαλακά αγκάθια των είχον και από ένα στρογγύλευμα σαν κυανές χάντρες. Αυτές οι κάμπιες κατόπιν εχώνοντο σ'ένα μεγάλο και κανελί κουκούλι, ανωμάλως επενδυμένον σαν τα καρύδια της Ινδίας". Υπήρχαν επίσης "μεγάλα, φουντωτά κλήματα", κάτω από τη σκιά των οποίων εύρισκε ευχαρίστηση να κάθεται ο κόντε Καμήλος, ένας γραφικός και παράδοξος τύπος εκείνων των χρόνων, τον οποίο συμπαθούσε ιδιαίτερα ο ξάδελφος του Καμπούρογλου Δημητράκης Καλλιφρονάς και διασκέδαζε με όσα έλεγε (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 285-288).


"Πατήσια" πίνακας του Δημήτρη Γιολδάση (1921)

Το καλοκαίρι του 1866 η οικογένεια Καμπούρογλου παραθέρισε πάλι στα Πατήσια, "τα Κάτω λεγόμενα τότε", στο σπίτι του κτηματία Κοπίδη, που καταγόταν από μια παλαιά οικογένεια των Αθηνών. Σε αυτήν ανήκε η κτητορική εκκλησία του Χριστού, η επονομαζόμενη Χριστοκοπίδη. Το σπίτι ήταν ένα ψηλό τετραγωνικό οικοδόμημα, από τα εξοχικά των Αθηναίων που ονομάζονταν πυργάκια. Επρόκειτο για κτίσματα τα οποία υπήρχαν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και είχαν μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, με μικρά παράθυρα, στενή είσοδο και αμυντικά οχυρώματα για την αντιμετώπιση των ληστών και των μικροεπιδρομέων της εποχής εκείνης. Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης του το είχε ανακαινίσει προσθέτοντας σύγχρονα παράθυρα και πόρτα. Το σπίτι είχε μεγάλο κήπο με οπωροφόρα δέντρα, στο βάθος του οποίου ο ιδιοκτήτης διατηρούσε ένα μικρό μαγαζί, ένα είδος εξοχικού καφενείου για να βγάζει τα έξοδά του. Αυτό που έκανε εντύπωση στον συγγραφέα ήταν δύο πελώρια δέντρα με χονδροειδείς κορμούς, πυκνό φύλλωμα και σταφυλόσχημους καρπούς, που ονομάζονταν «αμερικάνικα σταφυλόδεντρα». Πίσω από την ανατολική πλευρά του σπιτιού υπήρχε μια μεγάλη μουριά από την οποία μάζευαν μούρα. Απέναντι τους βρισκόταν το εξοχικό σπίτι του Σταύρου Βλάχου, όπου έμενε ο λόγιος Άγγελος Βλάχος με τη μητέρα του, τον αδελφό του Γιαννάκη και τις δύο αδελφές του. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου έγινε φίλος με τον αδελφό του Βλάχου. "Εγώ με τον Γιαννάκη διαρκώς παίζαμε στον κήπον, αλλά και στο σπίτι. Μια μέρα δε ενθυμούμαι ότι παίζαμε το κρυφτό και η ψυχοκόρη με έκρυψε μέσα σε μια πελώριαν ανοικτήν σεντούκαν, επίτηδες κατασκευασμένην δια να βάζουν μέσα τα δια το πλύσιμον ρούχα - παλάγια τα έλεγαν οι παλιοί Αθηναίοι...". Μέσα στον κήπο του σπιτιού αυτού υπήρχε μια μεγάλη στέρνα, κοντά στην οποία ο ρομαντικός ποιητής Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος (γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου) πέρασε την Πρωτομαγιά του 1867 με την φιλόμουση συντροφιά του, τον Τατή Κατακουζηνό, τον Λεωνίδα Αργυρόπουλο και άλλους, παίζοντας μουσική και κάνοντας πικ-νικ. "Ετελείωσεν η συναυλία κοντά στην στέρναν του Βλάχου και οι φιλόμουσοι νέοι κατέγιναν τότε να στρώσουν το τραπέζι του φαγητού των - και του πουλιού το γάλα είχε φροντίσει ο Τατής να υπάρχει [...] Φαίνεται ότι όχι μόνον έφαγαν αλλά και παραήπιαν κιόλας...".  Τα επόμενα χρόνια η οικογένεια Καμπούρογλου παραθέρισε αρχικά στον Πειραιά και αργότερα στην Αίγινα, όπου πέθανε ο πατέρας του συγγραφέα Γρηγόριος, τον Ιούνιο του 1868 (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 288-293).

Αυλόπορτα παλιού σπιτιού στα Κάτω Πατήσια
Από τις διηγήσεις αυτές μας κάνει εντύπωση η επαφή του συγγραφέα Δημήτριου Καμπούρογλου με την φύση και η οικειότητα που αναπτύσσει με τα στοιχεία της. Η ζωή στη φύση του προσφέρει γνώσεις, εμπειρίες, ξεκούραση και αίσθηση ελευθερίας. Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές του για τα σπίτια, τα περιβόλια και τους κήπους των Πατησίων και κυρίως για τα φυτά και τα δέντρα, των οποίων γνώριζε την ονομασία και τους καρπούς, σκαρφάλωνε στα κλαδιά τους, έπαιζε, κοιμόταν ή διάβαζε κάτω από τη σκιά τους. Η φυσική ομορφιά, η ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική, ο τρόπος ζωής των κατοίκων της Αθήνας και τα ερεθίσματα που δέχτηκε από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον τον ώθησαν να ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορία και τη λαογραφία της πόλης του.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιοχάλας Θ. & Καφετζάκη Τ. (20144), Αθήνα. Ιχνηλατώντας ταην πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα.
Καμπούρογλου Δ. Γρ. (MCMLXXXV), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (1852-1932), Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα.
Μπέλλα, Μ. (2016), «Τοπωνύμια των Πατησίων και της Κυψέλης σχετικά με το νερό», ανακτημένο στις 20/7/2016 από τον διαδικτυακό τόπο http://criticeduc.blogspot.gr/2016/06/blog-post_12.html.
Μπίρης, Κ. Η. (2005), Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα.


[1] Καμπούρογλου, Δ. Γρ. (MCMLXXXV), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Βιβλιοπωλείο Δ.Ν. Καραβία, Αθήνα.

[2] Την εποχή εκείνη η Αθήνα υπέφερε από λειψυδρία. Παρά τους αλλεπάλληλους καθαρισμούς και τις επισκευές του Αδριάνειου υδραγωγείου το νερό ήταν ελάχιστο για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού πρωτεύουσας, ο οποίος συνεχώς αυξανόταν. Μόνο η περιοχή του Συντάγματος υδρευόταν κανονικά ενώ στις συνοικίες παρεχόταν νερό με μεγάλη οικονομία και όχι καθημερινά. Σε διάφορα σημεία υπήρχαν κρήνες, που διέθεταν γούρνα μπροστά για το πότισμα των ζώων. Σε περιόδους λειψυδρίας μόνο σε αυτές τις βρύσες και μόνο σε ορισμένες ημέρες και ώρες παρεχόταν νερό για όλους τους κατοίκους των συνοικιών. Πλήθος κόσμου μαζευόταν από την προηγούμενη μέρα στο πεζοδρόμιο, με στάμνες και  τενεκέδες περιμένοντας σε ατελείωτη ουρά να έρθει το νερό. Αξιόλογη υπηρεσία πρόσφεραν και οι υδροπωλητές, που με βαρέλια ή στάμνες φορτωμένες στα κάρα τους μετέφεραν και πουλούσαν νερό, που προμηθεύονταν από τα χωριά της Αττικής (Μαρούσι, Πεντέλη, Καισαριανή), από τη στέρνα Γάσπαρη της περιοχής Αγίας Ζώνης, τη Μεγάλη Βρύση της Κυψέλης ή από τα πηγάδια Βεζανή και Ασπρογέρακα των Άνω Πατησίων. (Μπίρης, 2005: 255-256. Μπέλλα, 2016).
 
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΡΙΑΝΟΣ - ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΜΠΕΛΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου