Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Τα Πατήσια στη λογοτεχνία

Αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων που οι ιστορίες τους διαδραματίζονται 

στα Πατήσια 



Μαριάνθη Μπέλλα
Εκπαιδευτικός
19ος αιώνας
«Τα “εκτός πόλεως κείμενα” Πατήσια των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων ήταν τόπος κυνηγιού. Στα περιβόλια οι νοικοκύρηδες είχαν για φύλακα… αρκούδα που ήταν δεμένη την ημέρα και λυτή τη νύχτα κι ως τα τέλη του περασμένου αιώνα ληστοσυμμορίες έστηναν τα λημέρια τους στον Ποδονίφτη. Ακόμα και το 1908 η σημερινή Πλατεία Αμερικής χαρακτηριζόταν απόμερη περιοχή για μόνιμη κατοικία» (Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων - Τα Πατήσια κάποτε…, Αθήνα 1993, σ. 31).

«Αλλά το καλοκαίρι του 1887, ότε η οικογένειά μου διέμενεν εις τα Πατήσια, εις του Πλατή πάλιν το σπίτι, προσεβλήθη η μικρά από εγκεφαλικήν νόσον και απέθανε, ταφείσα έξωθεν της κόγχης του ιερού του Οσίου Λουκά [...] Από του θανάτου της οι γονείς μου απεφάσισαν άλλο παιδί να μη κάμουν και ούτε να ξαναπατήσουν στα Πατήσια. Τουλάχιστον, ως θα είδωμεν, επέρασαν αρκετά χρόνια έως τότε που ξαναπήγαν» (Καμπούρογλου, Δ. Γρ., Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Βιβλιοπωλείο Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα MCMLXXXV, σσ. 26-27).
«Πάλιν στα Πατήσια, τα Κάτω λεγόμενα τότε. Στο σπίτι ενός ηλικιωμένου, ψηλόχοντρου, με φουσκωμένα μάτια και με αθηναϊκά κοντοβράκια κτηματίου, Κοπίδη επονομαζομένου […] Το σπίτι αυτό ήτο ένα ψηλό, τετραγωνικό οικοδόμημα, από τα εξοχικά των Αθηναίων πυργάκια, όπως τα ονόμαζαν. Δεν διετήρει πλέον τα ψηλά, μικρά παραθυράκια και την μικρήν και στενήν είσοδον των πύργων αυτών της τουρκοκρατίας με αμυντικά κατά των ληστών και των μικροεπιδρομέων οχυρώματα […] Απέναντί μας ήτο το παλιόν και ωραίον εξοχικόν σπίτι του Σταύρου Βλάχου. Εις αυτό παρέμεινε η γριά Βλάχενα, από την διαπρεπή των Αθηνών οικογένειαν των Τρικαλινών, με τον μεγάλον της υιόν Άγγελον, ο οποίος όμως σπανίως εφαίνετο, απασχολημένος στας Αθήνας, εξ αιτίας των εργασιών του» (Καμπούρογλου, Δ. Γρ., Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Βιβλιοπωλείο Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα MCMLXXXV, σσ. 288-290).
«1881. Τα Πατήσια ένα πολυσύχναστο προάστιο στην αρχή της ακμής του. Πολλές επαύλεις έχουν κτιστεί και διανοίγονται καινούργιοι δρόμοι, ενώ η τοπική γιορτή της Πρωτομαγιάς έχει ήδη αποκτήσει φήμη κι από το 1878 «η ψυχή» του Σουρή εξυμνεί τη μαγεία της “γέλια, φωνές, μεθύσια… ψυχή μου στα Πατήσια”» (Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων - Τα Πατήσια κάποτε…, Αθήνα 1993, σ. 33).
«… τα Πατήσια είχαν έναν ανεξάντλητο υπόγειο ποτάμι σε μεγάλο βάθος στη σημερινή περιοχή Κυπριάδου, κάτω από εκεί όπου βρισκόταν παλιά το συγκρότημα ψυγείων Σφακιανάκη. Επίσης στη θέση «πλακάκια» υπήρχε ένα πλατύ κι αστείρευτο πηγάδι που ανήκε στην αθηναϊκή οικογένεια Βεζανή, ανοιγμένο ίσως σε αρχαίο υδραγωγείο. Από το πηγάδι αυτό ποτίζονταν όλα τα περιβόλια της βόρειας περιοχής Πατησίων» (Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων -Τα Πατήσια κάποτε…, Αθήνα 1993, σ. 26).

Αρχές 20ού αιώνα
«Απ’ την Ομόνοια όμως το τραμ συνεχίζει. Φτάνει τώρα μέχρι τα Πατήσια. Έχει πολλές ενδιάμεσες στάσεις. Μια απ’ αυτές είναι στη μπυραρία του Κλωναρίδη. Δίπλα στο εργοστάσιο της μαύρης μπύρας του Μονάχου έχει ανοίξει ένα θαυμάσιο κέντρο με ωραιότατο κήπο και πολυτελέστατα σαλόνια. Εκεί συγκεντρώνονται εκλεκτές συντροφιές […] Στην οδό Πατησίων υπάρχουν πολλές ωραίες επαύλεις με ολάνθιστους κήπους. Την άνοιξη μάλιστα με τ’ ανθισμένα δέντρα μοσχοβολάει το τόπος […] Ανάμεσα στα σπίτια υπάρχουν ακόμη πολλά περιβόλια. Όσο μάλιστα προχωρείς προς το τέρμα Πατησίων τα χωράφια είναι φυτεμένα με λογής-λογής λαχανικά. Η Πατησιώτικη πατάτα είναι ονομαστή στην Αθήνα. Δεν λιώνει και οι νοικοκυρές την προτιμούν» (Καιροφύλας, Γ., Η Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδ. Ίρις, Αθήνα 2001, σσ. 29-30).

«Σε μια διοργάνωση του 1903, έγινε ένα επεισόδιο που στην αρχή με εκνεύρισε αλλά μετά το αντιμετώπισα ως πολύ χαριτωμένο. Ο Βουλευτής Ηλείας Χρήστος Δαραλέξης και ο ανθυπολοχαγός Θεοχάρης διαπληκτίστηκαν για το ποιος θα χόρευε με μια νεαρή κοπέλα. Η διαφωνία τους πήρε διαστάσεις και κατέληξε σε μονομαχία στον Ποδονίφτη.
Τι περιοχή ήταν και αυτή! Εκτεινόταν πέρα από τα Πατήσια κοντά σε ένα ποταμάκι και έβλεπες αραιά και που κάποιες μικρές επαύλεις. Μετά τη μεγάλη Καταστροφή, εννοώ τη Μικρασιατική, η περιοχή γέμισε με παράγκες και πάμφτωχους ανθρώπους. Έβλεπες εκεί τη δυστυχία του κόσμου, αλλά ήταν περίεργο ότι οι άτυχοι αυτοί συμπολίτες μας δεν κλαίγονταν. Με το χαμόγελο στα χείλη, κυκλοφορούσαν πάντοτε πεντακάθαροι και ευχάριστοι» (Πικραμένου, Μ. Σκ., ...πεθαίνουμε εκεί που αγαπάμε! Η βιογραφία της Λουϊζας Ριανκούρ, εκδ. Πικραμένος, Πάτρα 2015, σσ. 183-184).

«Τελικά, βρήκα τη μονοκατοικία που με ικανοποιούσε! Βρισκόταν στην οδό Πατησίων, στο αριστερό πεζοδρόμιο, κοντά στην οδό Τροίας. Είχε μόλις ολοκληρωθεί η κατασκευή της και ήταν πραγματικά άνετη.
Ενημέρωσα τον Ελευθέριο στις 25 Μαϊου του 1914 ότι "ευρέθη οικία πολύ ευπρεπής προς πώλησιν εις τόπον της αρεσκείας του".
Έστειλα στη συνέχεια αρχιτέκτονα που διαπίστωσε "το στέρεον της οικοδομής". Βεβαιώθηκα από τους οικείους του Βενιζέλου ότι το σπίτι ήταν κατάλληλο για να στεγάσει εκείνον και τις ανάγκες του»  (Πικραμένου, Μ. Σκ., ...πεθαίνουμε εκεί που αγαπάμε! Η βιογραφία της Λουϊζας Ριανκούρ, εκδ. Πικραμένος, Πάτρα 2015, σ. 317). 

Μεσοπόλεμος
«Κι αφού δεν μπορούσανε να πάνε μακριά, αποφασίσανε να κατηφορίσουν την οδό Πατησίων κι όπου τους βγάλει η άκρη! Έτσι για ν’ ανασάνουνε λιγάκι τον αέρα του υπαίθρου, να χαρούνε τα χλοϊσμένα λιβάδια και τα φουντωμένα περιβόλια και να λουστούνε στην πλημμύρα του φωτός. Χρόνια είχανε να κάνουν αυτόν τον αναπάντεχο περίπατο: από φοιτητές, όταν η Αλυσίδα με τα θέατρά της, τις ταραντέλες της και τα ρεστοράν της ήτανε το πρώτο εξοχικό κέντρο της Αθήνας» (Βάρναλης, Κ., Αττικά. 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, φιλολογική επιμέλεια–κείμενα Ν. Σαραντάκος, εκδ. Αρχείο, Αθήνα 2016, σ. 392).
«Στα πολύ μικρά μου χρόνια, πριν αρχίσει ο πόλεμος και πριν πάω ακόμα στο σχολείο, πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή. Στο δρόμο περνούσαμε από το βουστάσιο του Φιλίππου. Η μυρωδιά από τις αγελάδες και το σανό ερχόταν βαριά ως έξω γιατί το βουστάσιο ήταν υπαίθριο μ’ ένα απλό στέγαστρο για τις αγελάδες. Είχα μπει μέσα και ήξερα πώς είναι. Η γιαγιά μου διηγόταν πως από ‘κει έπαιρνε το γάλα όταν ήμουν μωρό. Είχε μάλιστα απαιτήσει να της δίνουν από μια ορισμένη αγελάδα που την είχε ξεχωρίσει σαν την πιο υγιή» (Σεϊζάνη, Ρ., Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σσ. 43-45).
«Καθώς προχωρούσε προς την οδό Πανεπιστημίου, άλλαξε γνώμη. Προτίμησε να πάει στην Πλατεία Αγάμων, όπου σύχναζε ο Ρομπέρ Κοέν, και πήρε σιγά, με τα πόδια την οδό Πατησίων. Όταν έφτασε στου Αγγελοπούλου, είχε νυχτώσει ολότελα. Ο δρόμος ήταν κακοφωτισμένος κι οι πάροδοι σκοτεινές. Μια ελαφρότατη ανοιξιάτικη ομίχλη μισοσκέπαζε τα πράματα. Ο Βάσιας περπατούσε αρκετά αφηρημένος. Ένα ταξί, στρίβοντας να μπει στην οδό Τροίας, παρ’ ολίγο να τον χτυπήσει» (Καραγάτσης, Μ., Γιούγκερμαν, τόμ. Α΄, εκδ. Real News, Αθήνα 2014, σσ. 392-393).

«Δεν έπρεπε να μείνει άλλο εκεί, σίγουρα θα άρχιζαν να χτενίζουν την περιοχή. Ανέβηκε στην Πατησίων. Μόλις σταματούσε η μπόρα, θα σκαρφάλωνε πίσω από κανένα τραμ για να τον πάει στην Αλυσίδα. Χείμαρροι νερού κατέβαιναν τη λεωφόρο και είχαν πλημμυρίσει τα πεζοδρόμια. Βρεγμένος ως το κόκκαλο, μ' εκείνη τη θλίψη και το φόβο μέσα του, με μια Αθήνα χαμένη στην υδάτινη ομίχλη, σκιά, φάντασμα, γονάτισε η ψυχή του, ανέβηκε εξουθενωμένος τα λίγα σκαλοπάτια του ξενοδοχείου "Ακροπόλ" και κούρνιασε στη γωνιά» (Μιχαηλίδης, Γ., Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Η μύηση, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 260).
 

Πόλεμος-Κατοχή-Αντίσταση-Εμφύλιος
«Φτάσαμε στην πλατεία Αγάμων. Στην Πατησίων γινότανε χαμός. Περνούσαν φορτηγά γεμάτα στρατιώτες. Τραγουδούσαν κι ο κόσμος τους πετούσε λουλούδια. Στα τραμ και τα λεωφορεία ο κόσμος ξεχείλιζε και κρεμότανε σαν τσαμπιά από τις πόρτες. Μπερδευτήκαμε με το πλήθος»  (Ζέη, Α., Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2013, σ. 168).
«Ήταν ωραία στο νηπιαγωγείο στην Παμμακάριστο, τάξεις με μεγάλα παράθυρα που κοίταζαν τον ήλιο, διάδρομοι απλόχωροι, όπου, όταν έβρεχε, κάναμε διάλλειμα και παίζαμε κιόλας. Οι καλόγριες που λειτουργούσαν το σχολείο, δασκάλες, καθαρίστριες, μαγείρισσες ήταν ευχάριστες ή στρυφνές κατά περίπτωση […] Στην Κατοχή η Παμμακάριστος εξακολουθούσε να είναι σχολείο και κάθε μεσημέρι οι καλόγριες μοίραζαν συσσίτιο, όχι μόνο στις μαθήτριές τους αλλά και σε πολλά κορίτσια της γειτονιάς που πήγαιναν σ’ άλλα σχολεία» (Σεϊζάνη, Ρ., Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σσ. 29-30).
«Την Αθήνα δεν τη θυμόμουν πια. Όταν μου έλεγαν ότι εκεί τα σπίτια ήταν κολλητά το ένα με το άλλο, μου φαινόταν πολύ παράξενο. Ήξερα όμως το τέρμα Πατησίων, όπου τα σπίτια δεν ήταν κολλητά και είχαν κήπους σαν τον δικό μας. Κι αυτό γιατί κάθε τόσο ξεκινούσαμε με μια μεγάλη παρέα ενηλίκων, αλλά και παιδιών, για να πάμε στο σπίτι του Λίνου Πολίτη, όπου έπαιζα με τα παιδιά του και τρώγαμε και σπιτικό παγωτό. Για να πάμε εκεί έπρεπε να περάσουμε από τα Τουρκοβούνια» (Καλογεροπούλου, Ξ., Γράμμα στον Κωστή, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 20157, σ. 96).
«Ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που κατάφερε να δημιουργήσει και να οργανώσει παιδικό συσσίτιο στον Άγιο Λουκά Πατησίων. Έτρεξε στην Αρχιεπισκοπή, στις αρμόδιες υπηρεσίες, στον Ερυθρό Σταυρό, στις γνωριμίες που είχε, από τις οποίες μια ζωή ποτέ του δεν είχε ζητήσει τίποτε, ζητιάνεψε, παρακάλεσε για τα παιδιά. Για ένα πιάτο ζεστά νερόβραστα φασόλια, για μερικές σταγόνες λάδι,  για λίγες σταφίδες. Και τα κατάφερε. Έστησε το συσσίτιο, ίσως το πρώτο συσσίτιο στην Αθήνα […] Όμως η μεγάλη καρδιά του δεν άντεξε πολύ. Οι μέρες του Γενάρη του 1942 ήταν γκρίζες και παγωμένες. Ο Γιάγκος (Τορναρίτης) έπεσε στο δρόμο, στην Πλατεία Αγάμων, έξω από το φαρμακείο της Ρένας Χρήστου. Ερχόταν με τα πόδια από το συσσίτιο για τα παιδιά του Αγίου Λουκά και πήγαινε στο γραφείο του στην Ακαδημία Αθηνών» (Μιχαηλίδης, Π. Μ., Αγαθουπόλεως 7. Μικρές ιστορίες από την μεγάλη Κατοχή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1991, σ. 36).
«Είχαμε πάρει την οδό Πάρνηθος και γυρίζαμε με τα πόδια στα σπίτια μας, Μια στιγμή ο Γιώργος σταμάτησε απότομα το τραγούδι. Ακουστήκαν κάτι τρεχαλητά και μετά φωνές γερμανικές κι ο απαίσιος θόρυβος από τις μπότες και τις πιστολιές που έπεφταν. Μ’ αγκάλιασε και σταθήκαμε ακούνητοι» (Ζέη, Α., Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2013, σ. 307).

«Η παλιά νηπιαγωγός, ύστερα από τόσες περιπέτειες, είχε ξαναγυρίσει στον κόσμο της. Νοίκιασε, τότε ένα σπιτακι στα Πατήσια, για νάναι κοντά στο εργοστάσιο, κι εκεί συναντιόταν με τον Στάθη. Μέσα σε λίγες βδομάδες ο Μονογιός είχε έτσι συνηθίσει αυτή τη ζωή που μ' όση φυσικότητα αγκάλιαζε τη Ματούλα όταν άνοιγε την πόρτα του σπιτιού στα Πατήσια, τόση φιλούσε και την Αλέκα φεύγοντας απ' την οδό Αγίου Κωνσταντίνου το πρωί. Για την επιπόλαιη ερωτική φύση του, οι δυο είχανε συγχωνευτεί σε μια γυναίκα δίμορφη. Κι αυτό, ενώ τον διασκέδαζε, γαλήνευε την ψυχή του, που τους πρώτους μήνες του πολέμου είχε ταραχτεί» (Αθανασιάδης, Τ., Οι Πανθέοι, τόμ. 3α (Η Κερκόπορτα), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1998, σσ. 275-276).

«Μιάν άλλη μέρα, κίνησα το πρωί για ψώνια και μπήκα στην ουρά, έξω από ένα μαγαζί, στην οδό Πατησίων. Κόσμος πολύς κυκλοφορούσε, τα καταστήματα είτανε γεμάτα. Ξαφνικά ήρθε και στάθηκε, δίπλα στην ουρά, ένα κάρρο φορτωμένο πτώματα, που τα ΄χανε τυλίξει σε λινάτσες. Έσταζαν αίμα εδώ κι εκεί. Ταράχτηκα και βγήκα από την ουρά. Οι άλλοι έμειναν στη θέση τους, σαν να μη συνέβαινε τίποτα παράξενο, κι οι διαβάτες περνούσαν αδιάφοροι. Ούτε γυρνούσε κανείς να δει» (Θεοτοκάς, Γ., Ασθενείς και οδοιπόροι, τόμ. 2ος, Βιβλιοπωλείον της  «Εστίας», Αθήνα 2012 (ενδέκατη έκδοση), σ. 255).


«Ζούσαμε στην οδό Τήνου, όχι μακριά από την οδό Πατησίων. Θέρμανση δεν είχαμε και καθόμασταν με τα παλτά μας - εγώ μάλιστα φορούσα και καπέλο - μα αυτό δεν μας βοηθούσε και πολύ. Είχαμε ξυλιάσει, έτσι ακίνητοι μες στο παγερό διαμέρισμα και, κάθε τόσο ανατριχιάζαμε από το κρύο. Το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν κομμένο· μας φώτιζε, σαν λυχνάρι, ένα λαμπάκι του πετρελαίου. Δεν θυμούμαι αν είχαμε και τίποτα να βάλουμε στο στόμα. Πολλές βραδιές του φοβερού εκείνου Δεκέμβρη τις περάσαμε νηστικοί» (Θεοτοκάς, Γ., Ασθενείς και οδοιπόροι, τόμ. 2ος, Βιβλιοπωλείον της  «Εστίας», Αθήνα 2012 (ενδέκατη έκδοση), σσ. 327-328).

Τα μεταπολεμικά χρόνια
«Κοντά στις πολυκατοικίες ήρθαν και τα ωραία σινεμά. Στην αρχή ένας νεωτερισμός: πρώτες προβολές μέσα στο καλοκαίρι. Οι κινηματογραφόφιλοι (άγνωστος όρος το «σινεφίλ» τότε) έτρεχαν στην Πατησίων. Η Αθήνα δεν καιγόταν ακόμα από καύσωνες του τσιμέντου κι οι περισσότεροι ήταν εδώ. Οι γαλλικές ταινίες πέρασαν πρώτες στις οθόνες του «Μετροπόλ», της «Αελλώ» κ.ά. Ύστερα ήρθαν οι ωραίες χειμερινές αίθουσες. «Ελληνίς», «Άντζελα», «Άττικα», κάθε τετράγωνο με τον κινηματογράφο του» (Σεϊζάνη, Ρ., Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σ. 171).

«Όσο μεγαλώνει ο πληθυσμός της Αθήνας, τόσο δε χωράει, για να κινηθεί. Και δωσ' του στενεύουν τα πεζοδρόμια, για να φαρδύνουν οι δρόμοι -κι όσα δέντρα τύχανε να υπάρχουν στο "κράσπεδο" του πεζοδρομίου, κόβονται και δεν ξαναφυτεύονται. Αυτό το έπαθε τον παλιό καιρό η οδός Πατησίων, το έπαθε τελευταία και η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας» (Βάρναλης, Κ., Αττικά. 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, φιλολογική επιμέλεια–κείμενα Ν. Σαραντάκος, εκδ. Αρχείο, Αθήνα 2016, σ. 417).
«Στο τέρμα της οδού Πατησίων εκείνη την εποχή άρχισε να χτίζεται σε μεγάλο οικόπεδο ένα συγκρότημα, που έμοιαζε με μικρή πόλη. Το οικόπεδο βρισκόταν στο τετράγωνο Πατησίων, Αννίνου, Τσίλερ και Δαίρπελδ. Στα τεχνικά περιοδικά του 1963 γινόταν λεπτομερής αναφορά στο τεράστιο αυτό κτιριακό συγκρότημα, γιατί το γεγονός ότι όλα τα δωμάτια των διαμερισμάτων βρίσκονταν σε προσόψεις και είχαν άφθονο φως και αέρα, ισοδυναμούσε με επανάσταση στην ελληνική αρχιτεκτονική. Δωμάτια εσωτερικά δεν υπήρχαν σ’ αυτήν την υπερσύγχρονη πολυκατοικία, όπου στο βορειοδυτικό τμήμα της προβλεπόταν και χώρος για εγκατάσταση παιδικής αναψυχής» (Καιροφύλας, Γ., Η Αθήνα στη δεκαετία του ’60, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1997, σ. 218).
«Η κίνηση στην κατάφωτη Πατησίων, με την έξοδο απ’ τους κινηματογράφους, ήτανε μεγάλη. Ο κόσμος απ’ τη ζέστη βάδιζε νωθρά. Στα μπαλκόνια και τις βεράντες εξακολουθούσε το πολιτικό κουβεντολόι. Πότε-πότε κάποιο αμάξι, περνώντας με ταχύτητα, ξεσήκωνε τα περίεργα βλέμματα. Είχαν όλοι τόσους λόγους να υποψιάζονται τις μεσονύχτιες αυτές ώρες, όπου πραγματοποιούνταν τα περισσότερα κακά» (Αθανασιάδης, Τ., Οι τελευταίοι εγγονοί, τόμ. Α΄, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 19842, σ. 42).
«Πρώτη φορά έβγαινε η Ζαφείρα εκείνο το νοεμβριάτικο απόβραδο απ’ το σπίτι, ύστερα απ’ το θάνατο του πατέρα της. Πήγαινε στην πλατεία Κολιάτσου να δει δυό φίλες της, που είχαν γυρίσει απ’ τη Σάμο […] Μένανε σ’ ένα τεσσάρι, που το ‘χε αγοράσει ο πατέρας τους, πλούσιος κρασοβιομήχανος, για τις μετακινήσεις του απ’ το νησί. Απ’ την κοσμοσυρροή με την επέτειο του Πολυτεχνείου, είχε παραλύσει στη γραμμή Πατησίων η συγκοινωνία. Έτσι έφτασε καθυστερημένη» (Αθανασιάδης, Τ., Οι τελευταίοι εγγονοί, τόμ. Α΄, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 19842, σ. 252).

«Η Αχαρνών έρημη κι οι γραμμές του τρένου μαντεύονταν σε παράλληλη γραμμή λάμποντας κάτω από τα φώτα. Οι διαβάτες αραιά κι εκείνος πήρε ένα ταξί αποφασισμένος να βρει κάποιο μπαρ να ξεδιψάσει. Στην πλατεία Αγίου Νικολάου, μέσα σ' ένα στενό, λαμπύριζαν μια σειρά φωτάκια. Από μέσα έβγαιναν φωνές και μουσική» (Κουμανταρέας, Μ., Η φανέλλα με το εννιά, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 211).
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΡΙΑΝΟΣ - ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΜΠΕΛΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου