Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Το εργοστάσιο της Ελληνικής Εριουργίας στα Πατήσια


image
Νίκος Στάμος, αρχιτέκτων E.M.Π.


Το εργοστάσιο που στέγαζε την Ελληνική Εριουργία κτίστηκε το 1914. Το οικόπεδο βρίσκεται στην περιοχή Αλυσίδα, στο τέλος της Πατησίων. Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης οφείλεται στο ομαλό έδαφος, γεμάτο αμπέλια και κήπους, στο άφθονο νερό από το ρέμα του Ποδονίφτη και στην καταλληλότητα για κάθε είδους εγκατάσταση. Επιπλέον ήταν κοντά η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Κηφισιάς. Μέχρι το 1920 υπήρχαν τρία εργοστάσια εριουργίας, σε απόσταση 500μ. το ένα από το άλλο.
Το εργοστάσιο ξεκίνησε με το κτήριο της κλιμακωτής όψης που παραπέμπει σε μνημειακή αρχιτεκτονική. Αποτελούνταν από έξι πτέρυγες, που εξυπηρετούσαν όλες τις λειτουργίες. Περιλάμβαναν το μηχανοστάσιο, αίθουσα μηχανών για το πρώτο και το τελευταίο ξάσιμο, αίθουσα με κλωστικά μηχανήματα για το πρώτο κλώσιμο, διπλοστρεπτικές μηχανές «τέλειου κλωσίματος», τμήμα παρασκευής στημόνων, φινιστηρίο και αίθουσες γυναικείων και ανδρικών υφασμάτων. Με λίγα λόγια εκεί γινόταν η διαδικασία της κλώσης και της ύφανσης.
Αργότερα κτίστηκαν καινούργιες εγκαταστάσεις ακριβώς δίπλα από το αρχικό εργοστάσιο με παράλληλες πτέρυγες με οδοντωτή οροφή και ανοίγματα προς τον βορρά. Το νέο κτήριο είχε εμβαδόν 1800 τ.μ. και το δομικό του σύστημα αποτελούνταν από μεταλλικές κολώνες τύπου «Τ», ενώ η οροφή του ήταν κατασκευασμένη από στρατζαριστή λαμαρίνα. Οι τοίχοι πλήρωσης ήταν από πέτρα, ενώ οι πλευρικές κολώνες ήταν μπετονένιες. Ήταν ενιαίοςχώρος και χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και ως επέκταση του κλωστηρίου και του υφαντηρίου. Το κτήριο κάηκε μετά από σφοδρή πυρκαγιά που ξέσπασε το 1950.
To 1919 ο Ν. Κυρκίνης, κύριος μέτοχος της εταιρίας, εγκατέστησε στη Ν. Ιωνία το πλυντήριο και το βαφείο της Εριουργίας δίπλα στο ρέμα του Περισσού. Το 1921 κτίστηκε στο κεντρικότερο σημείο του οικοπέδου το νέο υφαντήριο. Πρόκειται για ένα διώροφο κτήριο με μεγάλο βάθος που αύξησε πολύ τον χώρο παραγωγής ενώ παρείχε περισσότερη ευελιξία. Μετά ακολούθησε η κατασκευή του νέου μηχανοστασίου. Το κτήριο κτίστηκε σε άμεση σχέση με το αρχικό εργοστάσιο και αποτελούνταν από τρεις πτέρυγες. Το μηχανοστάσιο αποτελούσε την κοινή πηγή ενέργειας των μηχανημάτων της κλώσης και της ύφανσης. Οι καινούργιες επεκτάσεις του εργοστασίου ήταν στα πλαίσια της ανάπτυξης της εταιρίας και της μετατροπής της σε ανώνυμη εταιρία. Ακολούθησαν τα κτήρια επί της οδού του Αγ. Αντωνίου που κτίστηκαν μετά την αλλαγή της ιδιοκτησίας της εταιρίας και της εποπτείας από την Εθνική Τράπεζα. Πρόκειται για προεκτάσεις της αποθήκης και των κλωστηρίων. Οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου καταλάμβαναν 28.000 τ.μ, ενώ παρήγαγε παντός είδους μάλλινα είδη, υφάσματα ανδρικά και γυναικεία, κουβέρτες κοινές και πολυτελείας, στρατιωτικά είδη κ.τ.λ.
Ημερομηνίες σταθμοί
Αν επιχειρήσουμε να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή θα ξεκινήσουμε με τα επιχειρηματικά σχέδια των αδελφών Κιρκίνη και τη στέγαση της πρώτης εταιρίας τους στην περιοχή «Αλυσίδα» των Πατησίων το 1910. Ακολούθησε η αγορά οικοπέδου στην περιοχή αλλά και η θεμελίωση του πρώτου τους εργοστασίου. Το 1919, ο Νικόλαος Κυρκίνης αγοράζει έκταση στους Ποδαράδες και δυο χρόνια αργότερα παράλληλα με την κατασκευή του νέου υφαντηρίου στο οικόπεδο της εριουργίας ιδρύει την «Ελληνική Μεταξουργία ». Το 1925 ακολουθεί η κατασκευή του εργοστασίου της Ταπητουργίας και ένα χρόνο αργότερα η «Βαμβακουργία».
Στις 24 Νοεμβρίου του 1926 οι τρεις ανεξάρτητες επιχειρήσεις , «Ελληνική Μεταξουργία Α.Ε.», «Ηλεκτροβιομηχανική Α.Ε.» συγχωνεύονται με την επωνυμία «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.» δημιουργώντας έναν επιχειρηματικό κολοσσό. Το 1927 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ελέγχει τη διαχείριση και γίνεται κύριος μέτοχος της εταιρίας λόγω οικονομικών ατασθαλιών εκ μέρους της διοίκησης. Το 1935 η εταιρία και το εργοστάσιο πέρασαν στην ιδιοκτησία του Αθανάσιου Μποδοσάκη εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο άνθησης του εργοστάσιου με την αναβάθμιση της παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής το εργοστάσιο ανέλαβε γερμανική διοίκηση που λογοδοτούσε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις.
Με την απελευθέρωση η διοίκηση ξαναπέρασε σε ελληνικά χέρια, όμως το 1945 η εταιρία κατηγορείται ως συνεργάτης του εχθρού και η Εθνική Τράπεζα αρνείται να της χορηγήσει δάνειο. Παρ’όλα αυτά η παραγωγή παρουσιάζει άνοδο προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, η οποία ανακόπηκε από την τεράστια πυρκαγιά του 1950 στο κλωστήριο της Εριουργίας. Επίσης το ίδιο έτος διεξήχθη μεγάλη εργατική απεργία διάρκειας ενός και μισού μήνα. To 1953 η Εριουργία διέκοψε τη λειτουργία της για έναν χρόνο περίπου, ενώ το 1956 το εργοστάσιο της Μεταξουργίας σταμaτάει οριστικά τη λειτουργία του. Δύο χρόνια αργότερα αποφασίζεται η εκποίηση όλης της ακίνητης περιουσίας και των μηχανημάτων πλην του εργοστασίου των Πατησίων και του Φινιστηρίου στη Ν. Ιωνία. Η Εριουργία αναστέλλει τη λειτουργία της για δύο χρόνια (1959-1961), ενώ το 1960 η Βαμβακουργία πουλιέται στην «ΑΕ Κλωστήρια Αττικής». Το εργοστάσιο της Εριουργίας επαναλειτουργεί μέχρι το 1979 όπου με διακοπή δύο χρόνων συνεχίζει να υφίσταται από το 1981 μέχρι το 1986, όταν διακόπτεται οριστικά η λειτουργία της. Στο μεσοδιάστημα και συγκεκριμένα το 1983 η Εριουργία παρασυρόμενη από την Πυρκάλ -εταιρία συμφερόντων του Α. Μποδοσάκη- στην οποία ανήκει το σύνολο των μετοχών της, κρατικοποιείται.
Το 1999 το επίμηκες κτήριο του υφαντηρίου, η υψικάμινος καθώς και η πρόσοψη του πρώτου εργοστασίου της Εριουργίας κηρύσσονται διατηρητέα μνημεία και αγοράζεται η μισή έκταση του οικοπέδου από τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων για την κατασκευή σχολείου που θα στεγάσει το 68ο Γυμνάσιο Αθηνών. Η υπόλοιπη έκταση ανήκει στην Πυρκάλ και ενοικιάζεται ως βιομηχανικός χώρος.
Τελικά ο Ο.Σ.Κ δεν προχώρησε στην ανέγερση σχολείου για αδιευκρίνιστους λόγους και κατασκευάζει στον υπαίθριο χώρο μπροστά από το εργοστάσιο, πάρκο και γήπεδο μπάσκετ ενώ νοικιάζει την υπόλοιπη έκταση σε ιδιωτικό παρκινγκ. Το 2010 πληθαίνουν οι φωνές για την αξιοποίηση του εργοστασίου της Εριουργίας και τη δημιουργία σχολείου και χώρου πρασίνου.
Συμπεράσματα – Σημερινή κατάσταση
Το εργοστάσιο της Εριουργίας των Πατησίων αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας καθώς προμήθευε τον ελληνικό στρατό με παντός είδους μάλλινα προϊόντα από κουβέρτες μέχρι ρουχισμό. Από πολεοδομικής και χωροταξικής άποψης η ιδιαιτερότητα του έγκειται στην απομακρυσμένη θέση του από τη βιομηχανική ζώνη της Νέας Ιωνίας που χαρακτηριστικά αποκαλούνταν μικρό «Μάντσεστερ» με πλειάδα εργοστασίων και εργατικών κατοικιών που φιλοξένησαν τους Πρόσφυγες. Τα λίγα εργοστάσια των Πατησίων αποτελούσαν ένα δεύτερο περιορισμένο πόλο βιομηχανικής ανάπτυξης που εκμεταλλεύτηκαν τις ευνοϊκές γεωγραφικές συνθήκες που ίσχυαν τότε στην περιοχή. Από αρχιτεκτονικής απόψεως η όλη εξέλιξη των κτηρίων του εργοστασίου εκτός από τον καταμερισμό της εργασίας μαρτυρεί και την εξέλιξη της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής. Από τους ιστορικούς ρυθμούς του 19ου αιώνα, περνάμε στις νέες κατασκευές με τις πριονωτές στέγες με τα μεγάλα τους ανοίγματα , αλλά και στις μεταγενέστερες από οπλισμένο σκυρόδεμα και πλίνθους.
Σήμερα το οικόπεδο της Εριουργίας αποτελεί ένα μεγάλο αστικό κενό. Η μία του πλευρά τοποθετημένη στις ράγες του τραίνου και οι υπόλοιπες περιτριγυρισμένες από πολυκατοικίες. Η κατάσταση των κτηρίων του οικοπέδου ποικίλλει. Η κατάσταση του φέροντος οργανισμού του υφαντηρίου - κτηρίου διατηρητέου- είναι πολύ καλή όμως η παρατεταμένη φάση ερημοποίησης έχει επίπτωση στα στοιχεία πλήρωσής του. Περιορισμένο κομμάτι του ισογείου λειτουργεί σαν αποθήκη. Το πρώτο χρονικά εργοστάσιο με τη διατηρητέα πρόσοψη, χρησιμοποιείται μερικώς ως ξυλουργείο όμως η κατάσταση των ζευκτών και η αντικατάσταση κομματιών της στέγης με λαμαρίνες υποδηλώνουν μία προβληματική κατάσταση. Τα κτήρια επί της οδού της Αγ. Αντωνίου βρίσκονται σε μέτρια κατάσταση και είναι εγκαταλειμμένα, ενώ πριν μερικά χρόνια είχε καταρρεύσει η στέγη σε ένα από αυτά. Το κτήριο του μηχανοστασίου βρίσκεται σε καλή κατάσταση και δεν φιλοξενεί κάποια χρήση. Οι εναπομείναντες αποθηκευτικοί χώροι βρίσκονται σε καλή κατάσταση πέρα κάποιων αυτοσχέδιων μικρών κατασκευών από ευτελή υλικά που σαφώς δεν σχετίζονται με την παλιά λειτουργία του εργοστασίου. Στους ελεύθερους χώρους του οικοπέδου πέρα από την παρέμβαση του Ο.Σ.Κ. με τη δημιουργία γηπέδου μπάσκετ και πάρκου που δεν είναι προσβάσιμα από το εργοστάσιο, υπάρχει ένας γυμνός φέρων οργανισμός που είναι τοποθετημένος στη θέση της παλιάς προέκτασης του εργοστασίου που κάηκε το 1950 και επιτρέπει το κρέμασμα πανιών για την προστασία των αυτοκίνητων του παρκινγκ. Επιπλέον άναρχη φύτευση καλύπτει σε πολλά σημεία τον υπαίθριο χώρο.
Η ύπαρξη χώρων πρασίνου αλλά και η έλλειψη εκπαιδευτικών και πολιτιστικών υποδομών της περιοχής, κάνουν αναγκαία την επανάχρηση του εργοστασίου ως βιομηχανικού πάρκου που θα εξυπηρετήσει τις προαναφερθείσες ανλαγκες σε τοπική ή υπερτοπική κλίμακα. Η δεσπόζουσα επιμήκης μορφή του παλιού υφαντηρίου και τα υπόλοιπα κτήρια προσφέρουν πλειάδα αρχιτεκτονικών επιλογών με την ταυτόχρονη ανάδειξη τους ως κατασκευές του βιομηχανικού παρελθόντος του τόπου μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Kωνσταντίνα Δεμίρη, «Τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία», ΕΤΒΑ, 1991
Ελένη Μαϊστρου, Όλγα Βογιατζόγλου, Έφη Καραθανάση, Μαρία Καρατζίδου, «Η βιομηχανική κληρονομιά της Νέας Ιωνίας», ΕΤΒΑ, 2002
Επιστημονικό Συμπόσιο, «Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα - Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα», Σχολή Μωραϊτη, 1999

Το άρθρο συντάχθηκε με αφορμή τη διπλωματική εργασία στην Aρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π., «Πειραματικό Εκπαιδευτικό κέντρο στο εργοστάσιο της Ελληνικής Εριουργίας» που πραγματοποιήθηκε από τον υπογράφοντα και την Κωννσταντίνα Σταμπούλογλου.
Πρωτομαγιάτικες εξορμήσεις στα Πατήσια Όπου γλέντι και γιορτή η οικογένεια Χωραφά πρώτη… ΣΧΟΛΙΑ (0) 16 «Έξοδος γενική! Ο μπαμπάς με μία εφημερίδα, η μαμά με δύο μωρά, τα παιδιά άτακτα και κορυβαντιώντα, μια γιαγιά συρόμενη και το απαραίτητον και αξιολύπητον δουλικό, μετά το μεσημέρι –ημιαργία γράφει ο Καζαμίας-, θα εξέλθουν προς αναζήτησιν του Μαΐου, με άλλους λόγους «θα πιάσουν τον Μάη» κατά την καθιερωθείσαν της εποχής έκφρασιν. Η αλήθεια είνε ότι κανείς δεν μένει στο σπίτι του. Η πόλις ερημούται, ωσάν να ευρίσκεται εις κατάστασιν πολιορκίας. Νέοι, γέροι, παιδιά, νέες γρηές, μεσόκοπες, φοιτηταί, μοδιστρούλες, φαρμακοποιοί, αξιωματικοί, δασκάλες, παπάδες, ζωντοχήρες έλκονται όλοι από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος. Είνε δε τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος την παραμονή της πρωτομαγιάς, Κηφισιά η σνομπίστικη, Αλυσσίδα η πατροπαράδοτος, Γαλάτσι το δροσερόν και Κολοκυνθού η λαϊκωτέρα. Προς αυτά τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος εκχύνονται αι μυριάδες των Αθηναίων δια την προϋπάντησιν του Μαΐου, σύμφωνα με το παλαιόν δίστιχον: Ο Μάϊος μας έφθασεν … εμπρός βήμα ταχύ Να τον προϋπαντήσωμε … παιδιά στην εξοχή!... Η εκκίνησις από το σπίτι γίνεται θορυβωδώς εις επήκοον ολοκλήρου της συνοικίας. -Εμπρός, έτοιμοι είμαστε; -Μιχαλάκη, πήρες τις ντομάτες; -Μαριγούλα, έκλεισες την πόρτα της κουζίνας; -Εμπρός, πάμε … Και ξεκινάν. Το πρόγραμμα είνε σαφώς καθωρισμένον από την προτεραίαν. Η κόρη ήθελε ολίγη Κηφισιά και η μαμά συνετάχθη με το μέρος της κόρης, αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- ήθελε Αλυσσίδα και η γνώμη του ενίκησε. Το τέρμα Πατησίων όπου κατέληγε το τράμ γραμμή 3 (Πατήσια-Αμπελόκηποι). Η περιοχή ονομαζόταν "Αλυσσίδα" απο τη χοντρή αλυσίδα που έκλεινε το δρόμο όταν περνούσε το "θηρίο" για την Κηφισιά! Προτού η οικογένεια συλλάβη τον Μάϊον, πρέπει απαραιτήτως να συλλάβη ένα τράμ διά να την μεταφέρη. Τα τράμ όμως κατά την ημέραν αυτήν ή απεργούν –λόγω της κόκκινης Πρωτομαγιάς- ή δεν απεργούν αλλά υπερεργάζονται. Πραγματικώς περνούν όλα κατάφορτα κόσμου και εορταστών. Κανένα δεν σταματά και η οικογένεια ξεκινά πεζή. Η κόρη ρίπτει την ιδέαν «να πάρωμε ένα ταξί», αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- συνοφρυούται!... Ένα μικροκαυγαδάκι στη μέση του δρόμου επακολουθεί. Και όμως όλοι είνε πεπεισμένοι ότι πηγαίνουν για πρωτομαγιάτικο γλέντι. Κάποιο λεωφορείο τους λυπάται και αποφασίζει να σταματήση διά να τους παραλάβη. Νέα αγωνία. -Μαριγούλα, πρόσεχε!... -Το παιδί!... -Ανέβηκες, Πελοπίδα; Ο εισπράκτωρ δίδει το σύνθημα της εκκινήσεως, αλλά τον διακόπτουν φωναί: -Στάσου!... Στάσου!... Ο κύριος Πελοπίδας είχε λησμονήση επί του πεζοδρομίου το καλάθι με τα τρόφιμα. Διότι η οικογένεια η οποία ξεκινά να πιάση το Μάη εννοεί να καταλάβη ένα τραπεζάκι και δέκα καθίσματα εις το πρώτο εξοχικόν ζυθοπωλείον, αλλά χωρίς να δαπανήση ένα μονόλεπτον. Εφ’ ώ και παρασκευάζονται μερικοί κεφτέδες εις το σπίτι, κανένα «μπουτάκι με σκόρδο», το απαραίτητο τυρί, μερικά αυγά βραστά και η σχετική χιλιάρα του ρητινίτου. Ά! Όλα κι’ όλα!... Πρωτομαγιά είνε, η οικογένεια «θα το κάψη»!... -Αλυσσίδα, τέρμα!... Εκραύγασεν εμβριθώς ο εισπράκτωρ και το λεωφορείον αποβιβάζει ποσότητας πολτοποιημένων σαρδελλών. Όσοι κατεβαίνουν από το αυτοκίνητον, αναπνέουν βαθειά την υποθετική δροσιά της τοποθεσίας και οσφραίνονται βαθύτερα το άρωμα των γύρω ανθέων. -Άααααχ!... Πράγματι όπου στρέψη κανείς το μάτι του βλέπει άνθη. Άνθη πωλούν οι πάντες και τα πάντα. -Μάηδες!... Εδώ οι Μάηδες!... -Πάρε κόσμε λουλούδια!... -Έχω τριαντάφυλλα με στράκες!... Ένας διαλαλεί το εμπόρευμά του εμμέτρως και ομοιοκαταλήκτως: -Όποιος αγοράζει Μάη Στο μπαλκόνι τον κρεμάει! Βλέπει κανείς όλα τα λουλούδια εν αφθονία. Δεν υπάρχουν μόνον νάρκισσοι. Κάποιος υποχρεωτικός ανθοπώλης με βεβαιεί ότι δεν βγαίνουν αυτήν την εποχή. Οσφραίνομαι γκάφφαν του ποιητού όστις είπε: -Δρέψατε πάλιν ερασταί Ευδαίμονες ναρκίσσους Εις του Μαΐου τους φαιδρούς Κι’ ευώδεις παραδείσους! Παντού κυκλοφορούν ζευγάρια αγκαλιασμένα. Πιάνουν τον Μάη. Το απαιτεί η ημέρα και κανείς δεν παρεξηγεί. Αν είνε κανείς αδιάκριτος ακούει γύρω του χαριέστατα πράγματα: -Αγάπη μου, και του χρόνου μαζϊ! -Φως μου! Του χρόνου σπίτι μας! -Μάτς-μούτς (φιλήματα). -Άχ! (αναστεναγμός γεροντοκόρης). Και κάτι που ίσως δεν έχει παρατηρηθή. Εις την έξοδον διά το «πιάσιμον» του Μαΐου, αφθονούν αι γεροντοκόραι! Τα λουλούδια εφέτος πανάκριβα. Νομίζει κανείς ότι εισάγονται από το εξωτερικόν. Νομίζει ο επιθυμών να αγοράση ένα (αριθμός 1) ευπρόσωπον τριαντάφυλλον, ότι αγοράζει μαύρο χαβιάρι. -Βρέ χριστιανέ μου, είπα εις ένα ανθοπώλην της Ομονοίας, δέκα δραχμές ένα τριαντάφυλλο; -Μα είνε «τριαντάφυλλο» κύριος, μου απήντησε κομπάζων. -Τι ήθελες να είνε; Ρεπανάκι; Οι «μάηδες» ακριβοί, ακριβώτατοι. Από 80 και άνω δραχμάς. Υπάρχουν και «Μάηδες» των διακοσίων!... Ένας ηθέλησε να μου δικαιολογήση την κατάστασιν: -Μια φορά το χρόνο είνε πρωτομαγιά! Να μη βγάλωμε κι’ εμείς κάτι; Να βγάλετε ασφαλώς. Αλλά από του σημείου αυτού μέχρι του να πωλήται ένα (αριθμός 1) τριαντάφυλλο ένα δεκάρικο, υπάρχει διαφορά και διαφορά! Επήγα και εγώ εις τα Πατήσια και είδα την οικογένεια που «έπιανε τον Μάη». Ήτο αξιολύπητη. Ο μπαμπάς καταβροχθίσας μερικούς κεφτέδες τη συνοδεία ρητινίτου, έπιανε τον Μάη ροχαλίζων ελαφρώς εις το κάθισμά του. Η μαμά έπιανε και αυτή το Μάη θηλάζουσα το ένα της μωρό. Ο υιός εκαθάριζε το τραπέζι τρώγων τα ψίχουλα, η κόρη επροσπαθούσε να κρατήση την αξιοπρέπειαν της οικογενείας, και το δουλικό εχάζευε. Με μια λέξι η οικογένεια διασκέδαζε. Ένα γκαρσόνι περιεφέρετο, πολλά μερμηρίζον κατά των ανθρώπων πού πιάνουν ένα τραπέζι και δέκα καθίσματα, παραγγέλλουν μία λεμονάδα –δυό ποτήρια και πέντε νερά και φέρνουν από το σπίτι τους φαγητά. Οι περισσότεροι εορτασταί της πρωτομαγιάς έτσι κάμνουν. Παρ’ όλα αυτά η κίνησις εις τα Πατήσια, όπως πάντοτε, ήτο μεγάλη. Άλλωστε τα Πατήσια είνε το κατ’ εξοχήν πρωτομαγιάτικο κέντρον των Αθηναίων. Η Κολοκυνθού δεν υστερεί βέβαια, ούτε το Μαρούσι ή το Γαλάτσι. Ακόμη και ο Βοτανικός και οι Αμπελόκηποι συγκεντρώνουν πολύν κόσμον καθώς και το Χαλάνδρι και η Αγία Παρασκευή. Παντού κυριαρχεί η φωνή: -Πάρτε Μάηδες! -Στη φτήνεια τους βάλαμε! -Μια φορά το χρόνο είνε. Κόσμος πολύς συνωθείται παντού. Μια παρέα νεαρών γυρίζει αναιδέστατα και καταγίνεται να τσιμπά τις γυναίκες. Μέσα εις τον συνωστισμόν οι «πορτοφολάδες» κάμνουν χρυσές δουλειές. Αλλά η τραγωδία είνε το βράδυ εις την επιστροφήν. Τίποτε δεν σταματά τον Έλληνα μόλις ακούση το «οίκαδε» Ολόκληρος η Ελλάς πρέπει να χωρέση εις ένα τράμ και να επιστρέψη στο σπίτι. Τραγωδία λοιπόν η επιστροφή της Πρωτομαγιάς. Καμμιά οικογένεια δεν γυρίζει πλήρης. Εις τα τράμ συνάπτονται μάχαι. -Στάσου, χριστιανέ μου! Τι σκουντάς; -Προχώρει εμπρός. -Παναγία μου! -Βοήθεια! Πνίγομαι! -Τα εισιτήριά σας. Ο εισπράκτωρ θέλει και εισιτήρια! Με το τράμ που εγύριζα επέστρεφε και η οικογένεια από το γλέντι. Θεέ και Κύριε! Μαύρα χάλια είχε. Κατά βάθος όμως ήσαν όλοι ευχαριστημένοι. Το βράδυ όταν θα έφθασαν εις το σπίτι, ο μπαμπάς θα εκρέμασε τον «Μάην» στο μπαλκόνι ή την εξώθυραν και ύστερα θα είπε προς την οικογένειαν: -Έ… δεν έχετε παράπονο. Ωραία περάσαμε! Και του χρόνου!» (Κείμενο του Δ. Γιαννουκάκη στα «Αθηναϊκά Νέα», 1934) Πηγή: www.lifo.gr
Πρωτομαγιάτικες εξορμήσεις στα Πατήσια Όπου γλέντι και γιορτή η οικογένεια Χωραφά πρώτη… ΣΧΟΛΙΑ (0) 16 «Έξοδος γενική! Ο μπαμπάς με μία εφημερίδα, η μαμά με δύο μωρά, τα παιδιά άτακτα και κορυβαντιώντα, μια γιαγιά συρόμενη και το απαραίτητον και αξιολύπητον δουλικό, μετά το μεσημέρι –ημιαργία γράφει ο Καζαμίας-, θα εξέλθουν προς αναζήτησιν του Μαΐου, με άλλους λόγους «θα πιάσουν τον Μάη» κατά την καθιερωθείσαν της εποχής έκφρασιν. Η αλήθεια είνε ότι κανείς δεν μένει στο σπίτι του. Η πόλις ερημούται, ωσάν να ευρίσκεται εις κατάστασιν πολιορκίας. Νέοι, γέροι, παιδιά, νέες γρηές, μεσόκοπες, φοιτηταί, μοδιστρούλες, φαρμακοποιοί, αξιωματικοί, δασκάλες, παπάδες, ζωντοχήρες έλκονται όλοι από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος. Είνε δε τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος την παραμονή της πρωτομαγιάς, Κηφισιά η σνομπίστικη, Αλυσσίδα η πατροπαράδοτος, Γαλάτσι το δροσερόν και Κολοκυνθού η λαϊκωτέρα. Προς αυτά τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος εκχύνονται αι μυριάδες των Αθηναίων δια την προϋπάντησιν του Μαΐου, σύμφωνα με το παλαιόν δίστιχον: Ο Μάϊος μας έφθασεν … εμπρός βήμα ταχύ Να τον προϋπαντήσωμε … παιδιά στην εξοχή!... Η εκκίνησις από το σπίτι γίνεται θορυβωδώς εις επήκοον ολοκλήρου της συνοικίας. -Εμπρός, έτοιμοι είμαστε; -Μιχαλάκη, πήρες τις ντομάτες; -Μαριγούλα, έκλεισες την πόρτα της κουζίνας; -Εμπρός, πάμε … Και ξεκινάν. Το πρόγραμμα είνε σαφώς καθωρισμένον από την προτεραίαν. Η κόρη ήθελε ολίγη Κηφισιά και η μαμά συνετάχθη με το μέρος της κόρης, αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- ήθελε Αλυσσίδα και η γνώμη του ενίκησε. Το τέρμα Πατησίων όπου κατέληγε το τράμ γραμμή 3 (Πατήσια-Αμπελόκηποι). Η περιοχή ονομαζόταν "Αλυσσίδα" απο τη χοντρή αλυσίδα που έκλεινε το δρόμο όταν περνούσε το "θηρίο" για την Κηφισιά! Προτού η οικογένεια συλλάβη τον Μάϊον, πρέπει απαραιτήτως να συλλάβη ένα τράμ διά να την μεταφέρη. Τα τράμ όμως κατά την ημέραν αυτήν ή απεργούν –λόγω της κόκκινης Πρωτομαγιάς- ή δεν απεργούν αλλά υπερεργάζονται. Πραγματικώς περνούν όλα κατάφορτα κόσμου και εορταστών. Κανένα δεν σταματά και η οικογένεια ξεκινά πεζή. Η κόρη ρίπτει την ιδέαν «να πάρωμε ένα ταξί», αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- συνοφρυούται!... Ένα μικροκαυγαδάκι στη μέση του δρόμου επακολουθεί. Και όμως όλοι είνε πεπεισμένοι ότι πηγαίνουν για πρωτομαγιάτικο γλέντι. Κάποιο λεωφορείο τους λυπάται και αποφασίζει να σταματήση διά να τους παραλάβη. Νέα αγωνία. -Μαριγούλα, πρόσεχε!... -Το παιδί!... -Ανέβηκες, Πελοπίδα; Ο εισπράκτωρ δίδει το σύνθημα της εκκινήσεως, αλλά τον διακόπτουν φωναί: -Στάσου!... Στάσου!... Ο κύριος Πελοπίδας είχε λησμονήση επί του πεζοδρομίου το καλάθι με τα τρόφιμα. Διότι η οικογένεια η οποία ξεκινά να πιάση το Μάη εννοεί να καταλάβη ένα τραπεζάκι και δέκα καθίσματα εις το πρώτο εξοχικόν ζυθοπωλείον, αλλά χωρίς να δαπανήση ένα μονόλεπτον. Εφ’ ώ και παρασκευάζονται μερικοί κεφτέδες εις το σπίτι, κανένα «μπουτάκι με σκόρδο», το απαραίτητο τυρί, μερικά αυγά βραστά και η σχετική χιλιάρα του ρητινίτου. Ά! Όλα κι’ όλα!... Πρωτομαγιά είνε, η οικογένεια «θα το κάψη»!... -Αλυσσίδα, τέρμα!... Εκραύγασεν εμβριθώς ο εισπράκτωρ και το λεωφορείον αποβιβάζει ποσότητας πολτοποιημένων σαρδελλών. Όσοι κατεβαίνουν από το αυτοκίνητον, αναπνέουν βαθειά την υποθετική δροσιά της τοποθεσίας και οσφραίνονται βαθύτερα το άρωμα των γύρω ανθέων. -Άααααχ!... Πράγματι όπου στρέψη κανείς το μάτι του βλέπει άνθη. Άνθη πωλούν οι πάντες και τα πάντα. -Μάηδες!... Εδώ οι Μάηδες!... -Πάρε κόσμε λουλούδια!... -Έχω τριαντάφυλλα με στράκες!... Ένας διαλαλεί το εμπόρευμά του εμμέτρως και ομοιοκαταλήκτως: -Όποιος αγοράζει Μάη Στο μπαλκόνι τον κρεμάει! Βλέπει κανείς όλα τα λουλούδια εν αφθονία. Δεν υπάρχουν μόνον νάρκισσοι. Κάποιος υποχρεωτικός ανθοπώλης με βεβαιεί ότι δεν βγαίνουν αυτήν την εποχή. Οσφραίνομαι γκάφφαν του ποιητού όστις είπε: -Δρέψατε πάλιν ερασταί Ευδαίμονες ναρκίσσους Εις του Μαΐου τους φαιδρούς Κι’ ευώδεις παραδείσους! Παντού κυκλοφορούν ζευγάρια αγκαλιασμένα. Πιάνουν τον Μάη. Το απαιτεί η ημέρα και κανείς δεν παρεξηγεί. Αν είνε κανείς αδιάκριτος ακούει γύρω του χαριέστατα πράγματα: -Αγάπη μου, και του χρόνου μαζϊ! -Φως μου! Του χρόνου σπίτι μας! -Μάτς-μούτς (φιλήματα). -Άχ! (αναστεναγμός γεροντοκόρης). Και κάτι που ίσως δεν έχει παρατηρηθή. Εις την έξοδον διά το «πιάσιμον» του Μαΐου, αφθονούν αι γεροντοκόραι! Τα λουλούδια εφέτος πανάκριβα. Νομίζει κανείς ότι εισάγονται από το εξωτερικόν. Νομίζει ο επιθυμών να αγοράση ένα (αριθμός 1) ευπρόσωπον τριαντάφυλλον, ότι αγοράζει μαύρο χαβιάρι. -Βρέ χριστιανέ μου, είπα εις ένα ανθοπώλην της Ομονοίας, δέκα δραχμές ένα τριαντάφυλλο; -Μα είνε «τριαντάφυλλο» κύριος, μου απήντησε κομπάζων. -Τι ήθελες να είνε; Ρεπανάκι; Οι «μάηδες» ακριβοί, ακριβώτατοι. Από 80 και άνω δραχμάς. Υπάρχουν και «Μάηδες» των διακοσίων!... Ένας ηθέλησε να μου δικαιολογήση την κατάστασιν: -Μια φορά το χρόνο είνε πρωτομαγιά! Να μη βγάλωμε κι’ εμείς κάτι; Να βγάλετε ασφαλώς. Αλλά από του σημείου αυτού μέχρι του να πωλήται ένα (αριθμός 1) τριαντάφυλλο ένα δεκάρικο, υπάρχει διαφορά και διαφορά! Επήγα και εγώ εις τα Πατήσια και είδα την οικογένεια που «έπιανε τον Μάη». Ήτο αξιολύπητη. Ο μπαμπάς καταβροχθίσας μερικούς κεφτέδες τη συνοδεία ρητινίτου, έπιανε τον Μάη ροχαλίζων ελαφρώς εις το κάθισμά του. Η μαμά έπιανε και αυτή το Μάη θηλάζουσα το ένα της μωρό. Ο υιός εκαθάριζε το τραπέζι τρώγων τα ψίχουλα, η κόρη επροσπαθούσε να κρατήση την αξιοπρέπειαν της οικογενείας, και το δουλικό εχάζευε. Με μια λέξι η οικογένεια διασκέδαζε. Ένα γκαρσόνι περιεφέρετο, πολλά μερμηρίζον κατά των ανθρώπων πού πιάνουν ένα τραπέζι και δέκα καθίσματα, παραγγέλλουν μία λεμονάδα –δυό ποτήρια και πέντε νερά και φέρνουν από το σπίτι τους φαγητά. Οι περισσότεροι εορτασταί της πρωτομαγιάς έτσι κάμνουν. Παρ’ όλα αυτά η κίνησις εις τα Πατήσια, όπως πάντοτε, ήτο μεγάλη. Άλλωστε τα Πατήσια είνε το κατ’ εξοχήν πρωτομαγιάτικο κέντρον των Αθηναίων. Η Κολοκυνθού δεν υστερεί βέβαια, ούτε το Μαρούσι ή το Γαλάτσι. Ακόμη και ο Βοτανικός και οι Αμπελόκηποι συγκεντρώνουν πολύν κόσμον καθώς και το Χαλάνδρι και η Αγία Παρασκευή. Παντού κυριαρχεί η φωνή: -Πάρτε Μάηδες! -Στη φτήνεια τους βάλαμε! -Μια φορά το χρόνο είνε. Κόσμος πολύς συνωθείται παντού. Μια παρέα νεαρών γυρίζει αναιδέστατα και καταγίνεται να τσιμπά τις γυναίκες. Μέσα εις τον συνωστισμόν οι «πορτοφολάδες» κάμνουν χρυσές δουλειές. Αλλά η τραγωδία είνε το βράδυ εις την επιστροφήν. Τίποτε δεν σταματά τον Έλληνα μόλις ακούση το «οίκαδε» Ολόκληρος η Ελλάς πρέπει να χωρέση εις ένα τράμ και να επιστρέψη στο σπίτι. Τραγωδία λοιπόν η επιστροφή της Πρωτομαγιάς. Καμμιά οικογένεια δεν γυρίζει πλήρης. Εις τα τράμ συνάπτονται μάχαι. -Στάσου, χριστιανέ μου! Τι σκουντάς; -Προχώρει εμπρός. -Παναγία μου! -Βοήθεια! Πνίγομαι! -Τα εισιτήριά σας. Ο εισπράκτωρ θέλει και εισιτήρια! Με το τράμ που εγύριζα επέστρεφε και η οικογένεια από το γλέντι. Θεέ και Κύριε! Μαύρα χάλια είχε. Κατά βάθος όμως ήσαν όλοι ευχαριστημένοι. Το βράδυ όταν θα έφθασαν εις το σπίτι, ο μπαμπάς θα εκρέμασε τον «Μάην» στο μπαλκόνι ή την εξώθυραν και ύστερα θα είπε προς την οικογένειαν: -Έ… δεν έχετε παράπονο. Ωραία περάσαμε! Και του χρόνου!» (Κείμενο του Δ. Γιαννουκάκη στα «Αθηναϊκά Νέα», 1934) Πηγή: www.lifo.gr
Πρωτομαγιάτικες εξορμήσεις στα Πατήσια Όπου γλέντι και γιορτή η οικογένεια Χωραφά πρώτη… ΣΧΟΛΙΑ (0) 16 «Έξοδος γενική! Ο μπαμπάς με μία εφημερίδα, η μαμά με δύο μωρά, τα παιδιά άτακτα και κορυβαντιώντα, μια γιαγιά συρόμενη και το απαραίτητον και αξιολύπητον δουλικό, μετά το μεσημέρι –ημιαργία γράφει ο Καζαμίας-, θα εξέλθουν προς αναζήτησιν του Μαΐου, με άλλους λόγους «θα πιάσουν τον Μάη» κατά την καθιερωθείσαν της εποχής έκφρασιν. Η αλήθεια είνε ότι κανείς δεν μένει στο σπίτι του. Η πόλις ερημούται, ωσάν να ευρίσκεται εις κατάστασιν πολιορκίας. Νέοι, γέροι, παιδιά, νέες γρηές, μεσόκοπες, φοιτηταί, μοδιστρούλες, φαρμακοποιοί, αξιωματικοί, δασκάλες, παπάδες, ζωντοχήρες έλκονται όλοι από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος. Είνε δε τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος την παραμονή της πρωτομαγιάς, Κηφισιά η σνομπίστικη, Αλυσσίδα η πατροπαράδοτος, Γαλάτσι το δροσερόν και Κολοκυνθού η λαϊκωτέρα. Προς αυτά τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος εκχύνονται αι μυριάδες των Αθηναίων δια την προϋπάντησιν του Μαΐου, σύμφωνα με το παλαιόν δίστιχον: Ο Μάϊος μας έφθασεν … εμπρός βήμα ταχύ Να τον προϋπαντήσωμε … παιδιά στην εξοχή!... Η εκκίνησις από το σπίτι γίνεται θορυβωδώς εις επήκοον ολοκλήρου της συνοικίας. -Εμπρός, έτοιμοι είμαστε; -Μιχαλάκη, πήρες τις ντομάτες; -Μαριγούλα, έκλεισες την πόρτα της κουζίνας; -Εμπρός, πάμε … Και ξεκινάν. Το πρόγραμμα είνε σαφώς καθωρισμένον από την προτεραίαν. Η κόρη ήθελε ολίγη Κηφισιά και η μαμά συνετάχθη με το μέρος της κόρης, αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- ήθελε Αλυσσίδα και η γνώμη του ενίκησε. Το τέρμα Πατησίων όπου κατέληγε το τράμ γραμμή 3 (Πατήσια-Αμπελόκηποι). Η περιοχή ονομαζόταν "Αλυσσίδα" απο τη χοντρή αλυσίδα που έκλεινε το δρόμο όταν περνούσε το "θηρίο" για την Κηφισιά! Προτού η οικογένεια συλλάβη τον Μάϊον, πρέπει απαραιτήτως να συλλάβη ένα τράμ διά να την μεταφέρη. Τα τράμ όμως κατά την ημέραν αυτήν ή απεργούν –λόγω της κόκκινης Πρωτομαγιάς- ή δεν απεργούν αλλά υπερεργάζονται. Πραγματικώς περνούν όλα κατάφορτα κόσμου και εορταστών. Κανένα δεν σταματά και η οικογένεια ξεκινά πεζή. Η κόρη ρίπτει την ιδέαν «να πάρωμε ένα ταξί», αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- συνοφρυούται!... Ένα μικροκαυγαδάκι στη μέση του δρόμου επακολουθεί. Και όμως όλοι είνε πεπεισμένοι ότι πηγαίνουν για πρωτομαγιάτικο γλέντι. Κάποιο λεωφορείο τους λυπάται και αποφασίζει να σταματήση διά να τους παραλάβη. Νέα αγωνία. -Μαριγούλα, πρόσεχε!... -Το παιδί!... -Ανέβηκες, Πελοπίδα; Ο εισπράκτωρ δίδει το σύνθημα της εκκινήσεως, αλλά τον διακόπτουν φωναί: -Στάσου!... Στάσου!... Ο κύριος Πελοπίδας είχε λησμονήση επί του πεζοδρομίου το καλάθι με τα τρόφιμα. Διότι η οικογένεια η οποία ξεκινά να πιάση το Μάη εννοεί να καταλάβη ένα τραπεζάκι και δέκα καθίσματα εις το πρώτο εξοχικόν ζυθοπωλείον, αλλά χωρίς να δαπανήση ένα μονόλεπτον. Εφ’ ώ και παρασκευάζονται μερικοί κεφτέδες εις το σπίτι, κανένα «μπουτάκι με σκόρδο», το απαραίτητο τυρί, μερικά αυγά βραστά και η σχετική χιλιάρα του ρητινίτου. Ά! Όλα κι’ όλα!... Πρωτομαγιά είνε, η οικογένεια «θα το κάψη»!... -Αλυσσίδα, τέρμα!... Εκραύγασεν εμβριθώς ο εισπράκτωρ και το λεωφορείον αποβιβάζει ποσότητας πολτοποιημένων σαρδελλών. Όσοι κατεβαίνουν από το αυτοκίνητον, αναπνέουν βαθειά την υποθετική δροσιά της τοποθεσίας και οσφραίνονται βαθύτερα το άρωμα των γύρω ανθέων. -Άααααχ!... Πράγματι όπου στρέψη κανείς το μάτι του βλέπει άνθη. Άνθη πωλούν οι πάντες και τα πάντα. -Μάηδες!... Εδώ οι Μάηδες!... -Πάρε κόσμε λουλούδια!... -Έχω τριαντάφυλλα με στράκες!... Ένας διαλαλεί το εμπόρευμά του εμμέτρως και ομοιοκαταλήκτως: -Όποιος αγοράζει Μάη Στο μπαλκόνι τον κρεμάει! Βλέπει κανείς όλα τα λουλούδια εν αφθονία. Δεν υπάρχουν μόνον νάρκισσοι. Κάποιος υποχρεωτικός ανθοπώλης με βεβαιεί ότι δεν βγαίνουν αυτήν την εποχή. Οσφραίνομαι γκάφφαν του ποιητού όστις είπε: -Δρέψατε πάλιν ερασταί Ευδαίμονες ναρκίσσους Εις του Μαΐου τους φαιδρούς Κι’ ευώδεις παραδείσους! Παντού κυκλοφορούν ζευγάρια αγκαλιασμένα. Πιάνουν τον Μάη. Το απαιτεί η ημέρα και κανείς δεν παρεξηγεί. Αν είνε κανείς αδιάκριτος ακούει γύρω του χαριέστατα πράγματα: -Αγάπη μου, και του χρόνου μαζϊ! -Φως μου! Του χρόνου σπίτι μας! -Μάτς-μούτς (φιλήματα). -Άχ! (αναστεναγμός γεροντοκόρης). Και κάτι που ίσως δεν έχει παρατηρηθή. Εις την έξοδον διά το «πιάσιμον» του Μαΐου, αφθονούν αι γεροντοκόραι! Τα λουλούδια εφέτος πανάκριβα. Νομίζει κανείς ότι εισάγονται από το εξωτερικόν. Νομίζει ο επιθυμών να αγοράση ένα (αριθμός 1) ευπρόσωπον τριαντάφυλλον, ότι αγοράζει μαύρο χαβιάρι. -Βρέ χριστιανέ μου, είπα εις ένα ανθοπώλην της Ομονοίας, δέκα δραχμές ένα τριαντάφυλλο; -Μα είνε «τριαντάφυλλο» κύριος, μου απήντησε κομπάζων. -Τι ήθελες να είνε; Ρεπανάκι; Οι «μάηδες» ακριβοί, ακριβώτατοι. Από 80 και άνω δραχμάς. Υπάρχουν και «Μάηδες» των διακοσίων!... Ένας ηθέλησε να μου δικαιολογήση την κατάστασιν: -Μια φορά το χρόνο είνε πρωτομαγιά! Να μη βγάλωμε κι’ εμείς κάτι; Να βγάλετε ασφαλώς. Αλλά από του σημείου αυτού μέχρι του να πωλήται ένα (αριθμός 1) τριαντάφυλλο ένα δεκάρικο, υπάρχει διαφορά και διαφορά! Επήγα και εγώ εις τα Πατήσια και είδα την οικογένεια που «έπιανε τον Μάη». Ήτο αξιολύπητη. Ο μπαμπάς καταβροχθίσας μερικούς κεφτέδες τη συνοδεία ρητινίτου, έπιανε τον Μάη ροχαλίζων ελαφρώς εις το κάθισμά του. Η μαμά έπιανε και αυτή το Μάη θηλάζουσα το ένα της μωρό. Ο υιός εκαθάριζε το τραπέζι τρώγων τα ψίχουλα, η κόρη επροσπαθούσε να κρατήση την αξιοπρέπειαν της οικογενείας, και το δουλικό εχάζευε. Με μια λέξι η οικογένεια διασκέδαζε. Ένα γκαρσόνι περιεφέρετο, πολλά μερμηρίζον κατά των ανθρώπων πού πιάνουν ένα τραπέζι και δέκα καθίσματα, παραγγέλλουν μία λεμονάδα –δυό ποτήρια και πέντε νερά και φέρνουν από το σπίτι τους φαγητά. Οι περισσότεροι εορτασταί της πρωτομαγιάς έτσι κάμνουν. Παρ’ όλα αυτά η κίνησις εις τα Πατήσια, όπως πάντοτε, ήτο μεγάλη. Άλλωστε τα Πατήσια είνε το κατ’ εξοχήν πρωτομαγιάτικο κέντρον των Αθηναίων. Η Κολοκυνθού δεν υστερεί βέβαια, ούτε το Μαρούσι ή το Γαλάτσι. Ακόμη και ο Βοτανικός και οι Αμπελόκηποι συγκεντρώνουν πολύν κόσμον καθώς και το Χαλάνδρι και η Αγία Παρασκευή. Παντού κυριαρχεί η φωνή: -Πάρτε Μάηδες! -Στη φτήνεια τους βάλαμε! -Μια φορά το χρόνο είνε. Κόσμος πολύς συνωθείται παντού. Μια παρέα νεαρών γυρίζει αναιδέστατα και καταγίνεται να τσιμπά τις γυναίκες. Μέσα εις τον συνωστισμόν οι «πορτοφολάδες» κάμνουν χρυσές δουλειές. Αλλά η τραγωδία είνε το βράδυ εις την επιστροφήν. Τίποτε δεν σταματά τον Έλληνα μόλις ακούση το «οίκαδε» Ολόκληρος η Ελλάς πρέπει να χωρέση εις ένα τράμ και να επιστρέψη στο σπίτι. Τραγωδία λοιπόν η επιστροφή της Πρωτομαγιάς. Καμμιά οικογένεια δεν γυρίζει πλήρης. Εις τα τράμ συνάπτονται μάχαι. -Στάσου, χριστιανέ μου! Τι σκουντάς; -Προχώρει εμπρός. -Παναγία μου! -Βοήθεια! Πνίγομαι! -Τα εισιτήριά σας. Ο εισπράκτωρ θέλει και εισιτήρια! Με το τράμ που εγύριζα επέστρεφε και η οικογένεια από το γλέντι. Θεέ και Κύριε! Μαύρα χάλια είχε. Κατά βάθος όμως ήσαν όλοι ευχαριστημένοι. Το βράδυ όταν θα έφθασαν εις το σπίτι, ο μπαμπάς θα εκρέμασε τον «Μάην» στο μπαλκόνι ή την εξώθυραν και ύστερα θα είπε προς την οικογένειαν: -Έ… δεν έχετε παράπονο. Ωραία περάσαμε! Και του χρόνου!» (Κείμενο του Δ. Γιαννουκάκη στα «Αθηναϊκά Νέα», 1934) Πηγή: www.lifo.gr

2 σχόλια:

  1. Θα μπορουσε αραγε ολη αυτη η εκταση να αναγεννηθει με ανακαινηση των κτιριων και εκμεταλευση για πολιτιστικα δρωμενα...???

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αρκετά πολιτιστικά δρώμενα έχουμε δει. Κανένα παραγωγικό δρώμενο θα σώσουμε να δούμε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή